ΕΡΚΕΤΑΙ ΤΟ ΤΖΑΜΠΙΩ   Κρατούσε το πακέτο τα τσιγάρα και το γυρόφερνε στην παλάμη του, καθώς κοιτούσε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν από τη ...



ΕΡΚΕΤΑΙ ΤΟ ΤΖΑΜΠΙΩ

  Κρατούσε το πακέτο τα τσιγάρα και το γυρόφερνε στην παλάμη του, καθώς κοιτούσε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν από τη γωνία του καφενείου που καθόταν καθιστός.

  Έλεγχος τελωνείου να γινόταν σ’αυτούς που περνούσαν από μπροστά του, θα ήταν λιγότερο εξονυχιστικός και λιγότερο χαλαρός, από τον τρόπο που τους παρατηρούσε το Μιχαλιό.

  Εκείνος, τους ξεσκόνιζε από την κορυφή ως τα νύχια από τη θέση που βρισκόταν, χωρίς να ήταν ανάγκη να πάει πιο κοντά.

  Χρόνια τώρα, στην ίδια θέση και με τον ίδιο τρόπο, περνούσε τις ώρες του απολαμβάνοντας τον καφέ ή το ποτό του ανάλογα.

  Ξέροντας τα «χούγια» του, μερικοί έλεγαν επίτηδες κάτι για να «τσιμπήσει», κι άρχιζε το δούλεμα και το σχετικό κουβεντολόϊ.

  Πολλές φορές, έλεγαν ψέματα ότι έρχεται η γυναίκα του το Τζαμπιώ, κυρίως όταν καθόταν και κοιτούσε τα καραβάνια των τουριστών που περιδιάβαιναν μπροστά του και υπήρχαν ανάμεσά τους τουρίστριες ντυμένες πολύ ελαφριά.

  - Νάντη, ενέφανε το Τζαμπιώ, φώναζαν με νόημα.

Το  Μιχαλιό τότε,  έπιανε  την   καρέκλα του   και πήγαινε πιο μέσα, μαζεύοντας «τα χαλιά του».

  Γιατί  είναι  αλήθεια, ότι  όχι μόνο την  φοβόταν, αλλά την έτρεμε κυριολεκτικά.

  Του την είχαν σκάσει όμως τόσες φορές, που τελευταία δεν έπιανε το κόλπο και τους αγνοούσε.

  Φαίνεται όμως, ότι η σημερινή μέρα ήταν η «μερα του».

  Μια τουρίστρια ψηλόλιγνη, ντυμένη πολύ προκλητικά, κοντοστάθηκε μπροστά του περιφέροντας το βλέμμα της.

  Τα τραπεζάκια όλα ήταν πιασμένα και μόνο μια καρέκλα στο τραπεζάκι του Μιχαλιού ήταν κενή.

  Η τουρίστρια έκανε μια κίνηση με το χέρι, σαν να ρωτούσε, αν μπορούσε να καθίσει. Το Μιχαλιό, αμέσως έγνεψε καταφατικά.

  Από εκείνη την ώρα, άρχισαν οι γύρω του το «χοντρό δούλεμα».

  - Είδες τύχη το Μιχαλιό;

  - Ππώς α το κάουμε, μπορεί νάναι γέρος, αλλά βαστιέται ακόμα.

  - Τε μπου βαστιέται πρε ακόμα… Σα «χλιάς» είναι μέουτο το ύφος πούχει… Χαστός επόμεινε μ’αυτά που θωρεί…

  - Λεήτε πρε ότι θέλητε, αλλά το Μιχαλιό καλοπερνά…. Εθθωρείτε που τρέχου τα σάλια του…

  - Με για μεάλους καλέ είναι νέουτα τα πράματα, α τον πιάει και τίποτε α τα κακκαρώσει!…

  Το Μιχαλιό  άναβε μέσα του, αλλά δεν ήθελε να απαντήσει, για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα.

- Να το Τζαμπιώ, φώναξεν ένας.

  Το Μιχαλιό, χαμογέλασε ξέροντας ότι είναι ψέματα, ενώ η τουρίστρια του ζήτησε φωτιά.

  Εκείνος, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του για να βρεί  αναπτήρα.

  - Ρε, έρκεται σου ξαναλέω, φώναξε πιο επιτακτικά πάλι ο ίδιος που την ανήγγειλε προηγουμένως. Μη πεις ότι δε σου τόπα, συμπλήρωσε;

  - Ε αστανάθεμα, ας έρτει δα, ξέσπασε αγανακτισμένος το Μιχαλιό.

  - Ας έρτει (;) άκουσε μια γνώριμη φωνή πίσω του και δυστυχώς  για κείνον ήταν πραγματικά το Τζαμπιώ, που παρακολούθησε την προσφορά φωτιάς για το άναμμα του τσιγάρου από το Μιχαλιό.

  Παλουκκώσου και πάαιννε, κι άμα ξαναδείς καφενείο α μου τρυπήσεις τη μύττη μου.

  - Καλέ Τζαμπιώ, ψέλλισε εκείνος…

  - Καλάμια και τσαλουγγιές, αντέτεινε εκείνη. Μάευγέ τα γλήορα, α μη σου κάμω εδωνά μπροστά στον κόσμο την ισταλία σου.

  Τι να κάμει το Μιχαλιό. Σηκώθηκε κακόκεφα και πήγε να πληρώσει το ποτό του, ενώ οι παρέες του καφενείου, τον κατευόδωναν μέχρι την έξοδο, εν μέσω πειραγμάτων και χαμόγελων.                 Κρητικός Σαράντης

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item