Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

 Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ Αυτή η ιστορία που θα διαβάσετε είναι πραγματική, τα δε στοιχεία διασταυρώθηκαν στο μέτρο που υπ...









 Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Αυτή η ιστορία που θα διαβάσετε είναι πραγματική, τα δε στοιχεία διασταυρώθηκαν στο μέτρο που υπήρχε η δυνατότητα να γίνει. Κάποια στοιχεία που υπερέβαλαν χωρίς να μπορούν να ελεγχθούν ως αληθινά παρελήφθησαν.
  Πιστεύουμε ότι αποδώσαμε το πραγματικό πρόσωπο του ήρωα, χωρίς φανταχτερά χρώματα και πλαίσια για να εντυπωσιάσουμε. Άλλωστε η αλήθεια και η πραγματικότητα, έστω και πίσω από ωραίες λέξεις δεν μπορούν να κρυφτούν.          
                                                            ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ

Μέρος 1ο

  Η ιστορία μας αρχίζει πριν τη Μικρασιατική καταστροφή στα απέναντι τουρκικά παράλια από τη Σύμη.
  Τα «Καράμακκα», η αποικία αυτή των Συμιακών που δημιουργήθηκε από την ανάγκη εξεύρεσης νέων πόρων  για τους ανθρώπους και τα ζώα, βρισκόταν προς το τέλος της ύπαρξής της.
  Οι απειλές και οι διώξεις είχαν αρχίσει, και οι Συμιακοί στα Καράμακκα, με πόνο ψυχής παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα, και πολλοί που είχαν αρχίσει να διαβλέπουν τον κίνδυνο, σιγά – σιγά τα εγκατέλειπαν ξαναγυρνώντας στην μητρόπολη Σύμη.
  Η ζωή συνεχιζόταν φαινομενικά ήρεμη, αλλά η αγωνία και η ανησυχία, φώλιαζε σε όσους είχαν απομείνει εκεί, και μια αρρωστημένη σιγή επικρατούσε, που προμάντευε το ξέσπασμα της καταιγίδας.
   Όταν άρχισαν τα πρώτα επεισόδια και οι αψιμαχίες, λίγοι αψήφησαν τον κίνδυνο και έμειναν να συνεχίσουν τη ζωή στο Χωριό.
  Ανάμεσα σε αυτούς, και ο Αντώνης Χατζηπέτρος, κάτοικος Καραμάκκων, κι ένα από τα πολλά παιδιά του Πέτρου Χατζηπέτρου.
  Από μικρός έμαθε την ποιμενική ζωή, και ήταν φυσικό να την συνεχίσει  όταν ανδρώθηκε.
  Η ζωή κοντά στη φύση, έχει πάντα τη μαγεία του ελεύθερου, του ανεξάρτητου, που δεν την προσφέρει η ζωή σε μια κλειστή κοινωνία, ενώ οι νόμοι της φύσης, λειτουργούν πάνω σου καταλυτικά.
  Αυτοί οι νόμοι, πιθανόν μετάλλαξαν το ψυχικό του κόσμο και μεταμόρφωσαν αργότερα το βοσκό σε κουρσάρο, όπου το δίκιο και η έννοια της Θείας δίκης, δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν κάτι που προερχόταν από το θεό, ή επιβαλλόταν από τους ανθρώπους με τη θέληση του θεού.
  Αυτή την αλλαγή, την έφεραν κάποια γεγονότα, και έγιναν η αιτία να του διαμορφώσουν τελεσίδικα το χαραχτήρα και την συμπεριφορά του.                                               














ΜΕΡΟΣ 2ο

  Η μάντρα (το μέρος όπου φύλαγαν τα ζώα) ήταν μακριά από τα Καράμακκα, και οτιδήποτε χρειαζόντουσαν σχετικά με προμήθειες, έπρεπε να πάει κάποιος στο «Φοινικετέ» για να τις αγοράσει.
  Εκείνο το πρωινό, είχαν στείλει το μικρό του αδελφό το Βασίλη, θα ήταν 16 – 17 χρονών, για να φέρει ορισμένα πράγματα από τα οποία είχαν ελλείψεις.
  Ήταν μια συνηθισμένη διαδρομή, που σχεδόν γινόταν καθημερινά.
  Πίσω στη μάντρα 2 – 3 Τούρκοι περαστικοί  σταμάτησαν και τους φίλεψαν οι ιδιοκτήτες τους, προσφέροντάς τους κατά τη συνήθεια τους κάτι από τη γαλακτοκομική  παραγωγή τους, (τυρί, μυζήθρα, βούτυρο κ.λ.π.), πράγμα που γινόταν αρκετά συχνά με όποιον περνούσε από εκεί.
  Αφού έφαγαν οι Τούρκοι, ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία, και προχώρησαν προς το Φοινικετέ.
  Στο δρόμο συνάντησαν το Βασίλη Χατζηπέτρο, που γυρνούσε, έχοντας αγοράσει από τα μικρομάγαζα του Χωριού, τις παραγγελίες που του είχαν δώσει.
  Του ζήτησαν να τους δώσει κάποια από τα πράγματα που είχε αγοράσει.
  Στην αρχή το παιδί δεν ήθελε, αλλά καταλάβαινε από την στάση τους, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
  Έτσι αναγκάστηκε να τους δώσει ότι ήθελαν και κίνησε για να φύγει, αλλά εκείνοι τότε τον σταμάτησαν, και άρχισαν να επιμένουν να τους δώσει όλα τα πράγματα.
  Η αντίδραση του Βασίλη ήταν να αρνηθεί και έκανε να φύγει, και τότε ένας από τους Τούρκους έβγαλε ένα όπλο και πυροβόλησε το παιδί που έπεσε κάτω.

  Η μέρα έγερνε προς το τέλος της, και στη μάντρα άρχισαν να ανησυχούν για την αργοπορία του Βασίλη.
  Όταν πια είδαν ότι οι ώρες περνούσαν και το παιδί δεν εμφανιζόταν, βγήκαν να τον αναζητήσουν, ακολουθώντας το μονοπάτι που πήγαινε προς το Φοινικετέ.
  Δεν άργησαν να τον βρουν μπρούμυτα νεκρό πλημυρισμένο στα αίματα.
  Έκαναν πολλές υποθέσεις, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν ένα. Τον είχαν σκοτώσει, και δεν πρέπει να ήταν Έλληνες που το έκαναν αυτό, σε ένα παιδί που δεν είχε ούτε κακίες αλλά ούτε και εχθρούς.
   Ο Αντώνης πήγε κοντά στον Βασίλη, και γυρνώντας τον τρυφερά ανάσκελα, έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του, που δεν το άκουσαν οι άλλοι.
  Το ίδιο βράδυ, ένας Τούρκος, γλιστρώντας με προφυλάξεις, έφθασε στη μάντρα και χτύπησε την πόρτα να του ανοίξουν.
  Μπήκε μέσα και διηγήθηκε το περιστατικό του φονικού, το οποίο έτυχε να το δει κρυμμένος πίσω από ένα μικρό ύψωμα.
  Τώρα πια δε χώραγε αμφιβολία, τον είχαν σκοτώσει Τούρκοι, και τα γεγονότα πλέον άρχισαν να παίρνουν άσχημη τροπή για τους Έλληνες που ζούσαν εκεί.
 Μέρα με τη μέρα άρχισαν οι διώξεις και οι λεηλασίες, και τρόμος βασίλευε στους λίγους εναπομείναντες στα Καράμακκα.
  Ανεξέλεγκτοι Τούρκοι εθνικιστές επιδίδονταν σε παντός είδους καταστροφές και δηώσεις, οργανωμένοι σε συμμορίες, λυμαίνονταν τις περιοχές, αποσπώντας βίαια από τους Έλληνες τις περιουσίες τους.  



ΜΕΡΟΣ 3ο

  Το αποκορύφωμα όμως ήταν όπως λένε, η σφαγή 45 Ελλήνων σε ένα κατώι στα Καράμακκα, αφού τους μάζεψαν προηγουμένως υπό την απειλή όπλων.
  Έζησε μια Συμιακιά, που πλακώθηκε από τα σώματα των σκοτωμένων και νομίζοντας πως είναι νεκρή την παράτησαν. Αυτή διηγήθηκε το τραγικό γεγονός για το μακελειό που συντελέστηκε.
  Ο Αντώνης, μετά το θάνατο του αδελφού του και τη σφαγή των 45 στα Καράμακκα, είχε γίνει αμίλητος.
  Όλοι όμως καταλάβαιναν, ότι μέσα του γινόταν πόλεμος, ο οποίος δεν άργησε να ξεσπάσει.
  Η κλοπή των περιουσιών δια της βίας των Συμιακών στα Καράμακκα και κυρίως των ζώων τους από τους Τούρκους, είχαν ξεχειλίσει το ποτήρι της αγανάκτησης του Αντώνη, που περίμενε την κατάλληλη στιγμή, και κυρίως μια αφορμή, για να εκδηλωθεί. Και αυτή δεν άργησε να έρθει.
  Ο πατέρας του είχε αποφασίσει να «σακκάσει», όπως λένε στη γλώσσα τους οι βοσκοί, (να αποκόψει κάποια ζώα), και για το σκοπό αυτό έψαχνε μια βάρκα για να τα μεταφέρει σε ένα νησάκι εκεί κοντά.
  Προθυμοποιήθηκαν κάποιοι Τούρκοι να τον μεταφέρουν και άρχισε το μάζεμα.
  Κατά τη διαδρομή όμως, οι Τούρκοι αλλάζοντας συμπεριφορά – πιθανόν αυτό είχαν κατά νου από την αρχή  για να πιάσουν τα ζώα – τον πέταξαν στη θάλασσα.
  Εκείνος τότε προσπάθησε να πιαστεί από τη βάρκα με το ένα χέρι, αλλά ένας Τούρκος βγάζοντας το σπαθί του έκοψε το χέρι. Προσπάθησε με το άλλο, αλλά είχε την ίδια τύχη με το πρώτο. Μετά του έδεσαν μια πέτρα και τον βύθισαν στη θάλασσα, θέλοντας προφανώς να εξαφανίσουν τα ίχνη.
  Όταν άργησε ο Πέτρος να γυρίσει πίσω, άρχισαν πλέον να ανησυχούν οι δικοί του.
  Ο Αντώνης, υποψιαζόταν ότι κάτι κακό του είχε συμβεί, και αποφάσισε να ψάξει ο ίδιος  στα μέρη που υπήρχε πιθανότητα να τον βρει.
  Η τύχη πες, αλλά και η μοίρα, παίζουν πολλές φορές παράξενα παιχνίδια.
  Έτσι πήγε σε ένα μικρό λιμανάκι, που υπολόγιζε ότι από εκεί θα ξεκινούσε η μεταφόρτωση των ζώων για το νησάκι, και τον βρήκε σε τυμπανιαία κατάσταση να επιπλέει, αφού είχε λυθεί το σχοινί από την πέτρα που τον κράταγε στο βυθό.
  Τον έθαψε ο ίδιος, και άρχισε να καταστρώνει τα δικά του σχέδια.
  Μια λέξη μόνο τριγύριζε στο μυαλό του νύχτα - μέρα, και αυτή δεν ήταν άλλη από «εκδίκηση».
  Όμως, έπρεπε να το μελετήσει καλά τι θα έκανε.
  Σκεπτόταν ότι ήθελε να χτυπά και να φεύγει γρήγορα, άρα χρειαζόταν κάτι γρήγορο, και αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα γερό σκαρί. Ένα καΐκι.
  Έτσι λοιπόν, μετά από αρκετό καιρό παρήγγειλε και του ναυπήγησαν τρία καΐκια, (άλλοι λένε ένα), τα οποία επάνδρωσε με άνδρες από διάφορα νησιά, και έπεισε ακόμα άλλα 7 – 8 καΐκια να συνταχθούν μαζί του, και να δημιουργηθεί ένας ιδιόρρυθμος στολίσκος.
  Ο βοσκός είχε αλλάξει. Είχε γίνει πια ένας τρομερός κουρσάρος, που κατατρομοκρατούσε τα τουρκικά παράλια με τη δράση του.         
                                




ΜΕΡΟΣ 4ο

  Ο Αντώνης, ήταν κοντός όσον αφορά τη διάπλαση  του σώματός του και γεμάτος, αλλά η γρηγοράδα του να τρέχει πάνω στα βράχια, και η ευστοχία του στο όπλο ήταν απαράμιλλη όπως έλεγαν.
  Φυσικά πολλά έχουν ειπωθεί για τον Αντώνη και τα κατορθώματά του, που ορισμένα φτάνουν στα όρια του μύθου, ενώ δε λείπουν και αυτά που – για να τον παρουσιάσουν με περισσότερη ηρωική ομίχλη – τον περιγράφουν να κάνει αποτρόπαια πράγματα, για να δικαιολογήσουν τον τρόμο με τον οποίο τον έβλεπαν οι Τούρκοι της απέναντι Μικρασιατικής ακτής.
  Το ότι τον φοβόντουσαν, ήταν κάτι παραπάνω από γεγονός. Είχε δημιουργήσει τέτοια φήμη με τα κατορθώματά του, που ακόμα και η επίκληση μόνο του ονόματός του, ήταν αρκετή για να φέρει πανικό όπως έλεγαν.
  Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τουρκάλες μανάδες στην απέναντι ακτή αλλά και προς το εσωτερικό, φοβέριζαν τα μικρά για να τα σωφρονίσουν όταν έκαναν αταξίες, με τη φράση «Αντώνης γκελντίν». Δηλαδή, «ο Αντώνης έρχεται».
  Το πλήρωμα στο καΐκι του Αντώνη, αποτελείτο από δικούς του ανθρώπους, που ήξεραν τις τοποθεσίες  και τις συνήθειες των Τούρκων στην περιοχή, και στα μέρη που μπορούσαν να δρουν ανενόχλητοι χωρίς να τους παίρνουν είδηση.
  Οι ομάδες των Τούρκων εθνικιστών ήταν οπλισμένες, πράγμα που δημιούργησε την ανάγκη να οπλιστούν αρκετοί από τον στολίσκο, για να μπορούν να ανταπεξέρχονται επιτυχώς στις επιχειρήσεις.
  Οι αποβάσεις γινόντουσαν σε επιλεγμένα σημεία, αφού προηγείτο ανίχνευση από το καΐκι του Αντώνη και ενός άλλου, και φυσικά υπήρχαν οι κατάλληλες πληροφορίες από απέναντι, ώστε να αποφεύγουν τις σκοπιές και τις παγίδες.
  Τα υπόλοιπα καΐκια, περίμεναν σε ετοιμότητα στο Σεσκλί, αναμένοντας το σινιάλο για να ξεκινήσουν  και να ενσωματωθούν με τα άλλα δύο, ώστε να έχουν μεγαλύτερη δύναμη και αποτελεσματικότητα.
  Είναι γεγονός όμως, ότι από ένα σημείο και μετά, δύσκολα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τις  ενέργειες του Αντώνη.
  Κάπου είχε αρχίσει να ξεφεύγει η κατάσταση, αλλά σ’ έναν πόλεμο, όπως πλέον εξελίσσονταν οι επιχειρήσεις, δεν υπήρχαν επιτρεπόμενοι ή μη τρόποι.
  Η αποφασιστικότητα του Αντώνη, και ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα γεγονότα, φαίνεται από το παρακάτω επεισόδιο όπως λέγεται:
  Μια από τις μέρες που τα αντίποινα, οι διώξεις και οι σφαγές είχαν γίνει καθημερινή πραγματικότητα, αποφάσισε να πάρει τη μητέρα του από εκεί  και να την πάει στη Σύμη, διαβλέποντας πλέον ότι γρήγορα, η παραμονή των Ελλήνων εκεί καθίστατο αδύνατη.
  Εκείνη όμως, μάλλον αντιδρούσε σε αυτή την προοπτική, αρνούμενη να συμμορφωθεί.
  Όταν κατέβηκαν λοιπόν στην παραλία που ήταν αραγμένα τα καΐκια, έγινε ο εξής διάλογος μεταξύ των δύο:
- Μάνα, μπες στο καΐκι να σε πάω στη Σύμη.
- Δεν πάω πουθενά, απάντησε η μητέρα του.
  Παρ’ όλες τις παρακλήσεις και τις προτροπές του Αντώνη, η μητέρα του δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι στο οποίο είχε γεννηθεί.
  Εκείνος τότε παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση, σήκωσε το όπλο του και σημαδεύοντας τη μητέρα του είπε:
- Προκειμένου να σε φάνε οι Τούρκοι, καλύτερα να πας από το δικό μου χέρι, και πάτησε την σκανδάλη.
   Αλλά η Θεία δίκη έδωσε τη δική της λύση.

  Το όπλο έπαθε εμπλοκή, δίνοντάς του να καταλάβει, ότι η απόφασή του αυτή έπρεπε να μείνει ανεκτέλεστη.




ΜΕΡΟΣ 5ο

   Με το Βεζύρη της περιοχής, είχε ανταλλαγή μηνυμάτων πολεμικού χαραχτήρα.
  Έτσι κάποτε ο Βεζύρης του διαμήνυσε, ότι «έπρεπε να παραδοθεί, αλλιώς οι άντρες του, θα τον έπιαναν χωρίς να πάρει είδηση και θα τον έφερναν δεμένο μπροστά του».
  Η απάντηση του Αντώνη ήταν πως, «αν ήθελε, (ο Αντώνης) θα μπορούσε να τον απαγάγει μόνος του χωρίς τη βοήθεια κανενός».
  Μάλιστα, μια μέρα αποφάσισε πράγματι να κλέψει ο ίδιος κάτι πολύτιμο από το Βεζύρη, και αυτό θα ήταν η κόρη του.
  Κατάστρωσε λοιπόν στο μυαλό του ένα σχέδιό, αφού συνέλεξε τις πληροφορίες που ήθελε, και ένα βράδυ ξεκίνησε με το άλογό του.
  Όταν έφτασε στο κτήμα του Βεζύρη, άφησε το άλογο κάπου να μη φαίνεται, και μιμούμενος τον Οδυσσέα και τους συντρόφους με τον Πολύφημο, δέθηκε κάτω από μια αγελάδα, και στο σκοτάδι μπήκε μέσα κάτω από τη μύτη των στρατιωτών που το φύλαγαν.
  Μόλις όμως άφησε την αγελάδα, έτρεξαν προς το μέρος του τα σκυλιά του Βεζύρη για να του επιτεθούν.
  Οι πληροφορίες λένε ότι τους έδωσε κομμάτια κρέας που τα είχε φέρει μαζί του γι’ αυτό το σκοπό, άλλοι πάλι λένε πως κατάφερε να τα ακινητοποιήσει και να τα κάνει ακίνδυνα, λέγοντας κάποιο σχετικό μύθο που «δένει» τα ζώα.
  Έχοντας όπως είπαμε από πριν συλλέξει τις πληροφορίες που τον ενδιέφεραν, και αφού είχε μελετήσει αρκετές φορές το κτίριο, πήγε στο δωμάτιο της κόρης του Βεζύρη, τη φίμωσε και την πήρε μαζί του.
  Κάποιοι λένε ότι τη μετέφερε κρυφά στη Σύμη, παραγγέλλοντας μάλιστα στο Βεζύρη, πως για να την πάρει πάλι πίσω σώα, ήθελε κάποια ανταλλάγματα, τα οποία του δόθηκαν τελικά.
 
Οι Τούρκοι της απέναντι ακτής, άρχισαν να αισθάνονται έντονα την παρουσία του Αντώνη και της παρέας του, και τρομοκρατημένοι ζητούσαν από την κεντρική διοίκηση βοήθεια για να τους προστατεύσει.
  Μια μέρα, ο Αντώνης βγήκε με όλο του το τσούρμο απέναντι σε μια περιοχή, και άρχισε να παραμονεύει από κάτι υψώματα.
  Οι Τούρκοι τελευταία, είχαν γίνει πολύ προσεκτικοί και φυλάγονταν.
  Μάλιστα για περισσότερη σιγουριά, τα ζώα τα οποία είχαν κλέψει από τους Συμιακούς, δεν τα βοσκούσαν κοντά στα παράλια αλλά προς το εσωτερικό, φοβούμενοι τον Αντώνη.




ΜΕΡΟΣ 6ο


  Εκείνος όμως παρακολουθούσε τα κοπάδια των ζώων χωρίς να δίνει στόχο, όπως έκανε και τη συγκεκριμένη μέρα.
  Όταν όμως είδε ότι άρχισαν να τα μαζεύουν, έδωσε το σύνθημα και όρμησαν πάνω στους Τούρκους, που τρομαγμένοι έφυγαν για να γλυτώσουν.
  Κάποιος όμως από αυτούς που έφυγαν, πήγε και ειδοποίησε τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο πλαϊνό Χωριό.
  Ο Αντώνης εν τω μεταξύ και οι άνδρες του, είχαν συναθροίσει τα ζώα σε ένα κοπάδι, και ξεκίνησαν προς τα καΐκια που ήταν αραγμένα.  
  Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Τουρκικός στρατός (40 – 50 άτομα), και άρχισε να τους χτυπά με τα όπλα.
  Ο Αντώνης τότε κάλεσε κοντά τους ανθρώπους του, και τους είπε να μηνύσουν σε όλο το τσούρμο των καϊκιών, να κατεβάζουν τα ζώα σιγά – σιγά στα καΐκια, να τα φορτώνουν, και ένα – ένα το καΐκι να ξανοίγεται στο πέλαγος.
  Εκείνος μαζί με τους άνδρες του έμειναν πίσω και πυροβολώντας αραιά, κρατούσαν του Τούρκους σε απόσταση, μέχρι που το τελευταίο καΐκι ξεκόλλησε από τη στεριά.
  Τότε, οπισθοχωρώντας με πυροβολισμούς, μπήκαν στο καΐκι  ο Αντώνης και οι σύντροφοί του και απομακρύνθηκαν.
  Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βρουν σημάδι,  γιατί ο Αντώνης είχε δώσει διαταγή να μπουν στο αμπάρι, και όσοι ήταν αναγκαστικά πάνω στο κατάστρωμα, να πέσουν μπρούμυτα, και κάθε τόσο ξεμάκραιναν οπότε ούτε τα βόλια τους έφταναν λόγω απόστασης.
  Μαζί με τα ζώα που πήραν από τους Τούρκους, είχαν πιάσει μαζί και σαν ομήρους έναν Τούρκο άνδρα και ένα μικρό παιδί, που οι πληροφορίες λένε ότι τους έριξαν στη θάλασσα μόλις έπιασαν τον κάβο του Κούτσουμπα.
  Τα ζώα τα έφεραν στη Σύμη όπου και τα πούλησαν.
  Η φήμη του Αντώνη είχε μεγαλώσει, και είχε δημιουργήσει τόση φοβία στους Τούρκους, που πήγαινε κρυφά μόνος του απέναντι, και σιγά – σιγά άρχισε να ασχολείται με τις παλιές του γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, χωρίς εκείνοι να τολμούν να τον αγγίξουν.
  Μάλιστα σε παρατήρηση κάποιου Τούρκου που τον ρώτησε «πως δε φοβάται που έρχεται μόνος του», απάντησε πως «με ένα σπίρτο μόνος μου μπορώ να κάψω την Ανατολή».
  Όσο ζούσε ο Αντώνης, δε μπορούσαν να ησυχάσουν. Έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να τον βγάλουν από τη μέση.


ΜΕΡΟΣ 7ο

  Έτσι μια μέρα που είχε πάει πάλι μόνος του – μια και ο πειρατικός του στολίσκος, μετά την επίτευξη των στόχων του είχε σχεδόν διαλυθεί – κάποιοι τον πρόδωσαν στο στρατιωτικό απόσπασμα που βρισκόταν εκείνη τη μέρα εκεί γύρω.
  Παρ’ όλα αυτά, ήταν δύσκολο να τον εντοπίσουν, γιατί γνώστης της περιοχής και των σπηλαίων, κρυβόταν αρκετά καλά.
  Μάλιστα, πριν έρθει το απόσπασμα, κάποιος Τούρκος με τον οποίον είχε φιλία από παλιά, ήρθε και τον βρήκε για να του πει να φύγει.
  Εκείνος όμως αψηφώντας τον κίνδυνο απάντησε: «Ας έρθουν να με πιάσουν».
  Έτσι λοιπόν όταν έφτασε το απόσπασμα και τον εντόπισε (πάλι λένε από προδοσία), άρχισε να πυροβολεί, αναγκάζοντας τους Τούρκους να αναδιπλωθούν και να γυρέψουν προστασία πίσω από τα βράχια.
  Όμως, τι μπορούσε να κάνει ένας μοναχικός άνθρωπος απέναντι σε 50 στρατιώτες;
  Απλά είχε αποφασίσει να πεθάνει, παίρνοντας στον τάφο μαζί του, όσους μπορούσε περισσότερους.
  Μετά από αρκετή ώρα, λαβώθηκε στο ένα πόδι, και σέρνοντας εξακολουθούσε να προχωρεί προς τη θάλασσα, σκοπεύοντας ίσως να πέσει μέσα.
  Όμως, η ώρα είχε φτάσει. Λαβωμένος από πολλές σφαίρες, και φτάνοντας σε λίγη απόσταση από τη θάλασσα, άφησε την τελευταία του πνοή, αγναντεύοντας με τα μάτια του τον όγκο της Σύμης που διαγραφόταν στο βάθος.
  Οι Τούρκοι τότε κατέβηκαν, και αφού διαπίστωσαν το θάνατό του, του έκοψαν το κεφάλι, και βάζοντάς το πάνω σε ξύλινο παλούκι, το περιέφεραν στα χωριά, για να πειστεί ο κόσμος ότι μπορούσε πλέον να κοιμάται ήσυχος. Ο Αντώνης, δε θα τους τρομοκρατήσει πια.
  Μετά από δύο χρόνια, ο ένας αδελφός του Αντώνη πήγε στο μέρος που σκοτώθηκε, και πήρε ότι κόκκαλα είχαν απομείνει και τα έθαψε.
  Αυτή είναι η ιστορία του Αντώνη, που από βοσκός, έγινε κουρσάρος, και είχε δημιουργήσει με τα κατορθώματά του, μια φήμη, που τον ακολουθούσε και μετά το θάνατό του.
  Ακόμα και σήμερα στις απέναντι Τουρκικές ακτές,  και κυρίως στα μέρη γύρω από τα Καράμακκα,  υπάρχει η ανάμνηση του Αντώνη που σκόρπιζε τον τρόμο με τις πράξεις του.

 Οι πληροφορίες και τα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Αντώνη Χατζηπέτρου, μου έγιναν γνωστά από τον ανεψιό του Γιώργο, και το Διασυνό Σωτήρη του Γεωργίου (κρεοπώλη), στον οποίο τα διηγήθηκαν ο πατέρας και η μητέρα του, και ένας από το πλήρωμα του Αντώνη, ο οποίος πέθανε 91 χρονών, και καταγόταν από το χωριό Φάνες της Ρόδου. 





 Κρητικός Σαράντης















Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 937424094738910460

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item