Ο ΑΫΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ

   Ο ΑΫΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ   Όταν ξεκίνησα να μαζεύω ιστορίες, μαρτυρίες και γεγονότα από ανθρώπους του νησιού μου, τη Σύμ...


  

Ο ΑΫΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ

  Όταν ξεκίνησα να μαζεύω ιστορίες, μαρτυρίες και γεγονότα από ανθρώπους του νησιού μου, τη Σύμη, που έζησαν και είδαν κάτι το οποίο δεν ταίριαζε με τη λογική και την πραγματικότητα όπως τη γνωρίζουμε, το έκανα για δική μου αναζήτηση, με μια περιέργεια για το άγνωστο, καθώς σου ανοίγεται ένα παράθυρο σε έναν διαφορετικό κόσμο, που δεν έχεις πολλές ερμηνείες και απαντήσεις.
  Αυτό δε κυρίως είναι που σε κάνει να αναζητάς περισσότερες μαρτυρίες, πιστεύοντας ότι κάθε φορά, βρίσκεις κάτι καινούργιο να συμπληρώσεις τις γνώσεις σου για το άγνωστο, το άυλο, το μεταφυσικό, αλλά πάντα οι εξηγήσεις που προσπαθείς να δώσεις δεν αρκούν.  
   Έξω λοιπόν από καθιερωμένους όρους και επιστημονικές θεωρίες, θέλησα να καταγράψω όλα αυτά τα συμβάντα, όπως μου τα διηγήθηκαν αυτοί που τα έζησαν, και δεν επεχείρησα ούτε να τα μεγαλοποιήσω, ούτε να τους δώσω άλλη διάσταση από αυτή που φαίνεται.
  Έτσι δεν πρόσθεσα τίποτα, και είναι αυτούσια όπως τα άκουσα, και απλώς τα ταξινόμησα σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος τους, και τα απέδωσα με έναν τρόπο απλό, ώστε να είναι κατανοητά από όλους, γιατί αισθάνθηκα την ανάγκη να τα μοιραστώ με άλλους που έχουν παρόμοιες απορίες, και αναζητούν στο άγνωστο απαντήσεις σε υπαρξιακά θέματα, και κόσμους πέρα από τον δικό μας.


Σταχυολόγησα λοιπόν κάποια από το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο Ο ΑΫΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ, και σας τα παρουσιάζω εδώ, ενώ να πούμε πως ακολούθησε και δεύτερο βιβλίο με τίτλο Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η συλλογή συμβάντων για ένα τρίτο βιβλίο στο μέλλον, με τίτλο Η ΣΥΜΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ.
Έχω κατατάξει κατά κατηγορίες, όλα τα συμβάντα, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να  ξεχωρίζει που ανήκει το καθένα.

ΓΙΑΛΟΥ
 Η Γιαλλού , όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή μας, είναι ένα κακό δαιμόνιο, με άγρια και τρομακτική όψη, τις περισσότερες φορές με μορφή γυναίκας, που προσπαθεί να πνίξει τα νεογέννητα  τις οκτώ πρώτες μέρες της γέννησής τους, ή άλλοι όπως υποστηρίζουν, και μέχρι να γίνουν σαράντα ημερών.
  Γι’ αυτό και το μωρό έπρεπε  να έχει συνεχή επίβλεψη, και απαγορευόταν να μένει μόνο. Ακόμα και σήμερα, αυτό το τηρούν.
  Μάλιστα παλαιότερα, έκλειναν νωρίς το σπίτι να μην μπει κανένας μέσα το βράδυ, και φέρει την Γιαλλού (τον ακολουθήσει), και πάντα μπροστά από την πόρτα της λεχώνας, βρισκόταν σκούπα, για να αποτρέπουν την είσοδό της.
  Αν κάποιος αργούσε να μπει μέσα εφόσον ήταν νύχτα, έπρεπε να αφήσει ένα προσωπικό του αντικείμενο, όπως μαντήλι, παπούτσι κ.λ.π.
  Ακόμα, υπήρχε μια  τελετή για το «φεγγαρόπιασμα» που έχει σχέση με τη Γιαλλού, και ειδικά όταν είχαν ξεχάσει το βράδυ ρούχα του μωρού και του τα φόρεσαν, και το νεογέννητο έδειχνε να βρίσκεται σε μια αρρωστημένη κατάσταση, εκτελούσαν μια ειδική ιεροτελεστία.
  Έπιαναν μια κούπα με νερό, έσπαγαν μέσα ένα αυγό (προτιμότερο από μαύρη κότα), και μέσα στον κρόκο, περνούσαν μια βελόνα με κόκκινο μετάξι.
  Μετά, έβγαζαν τη κούπα έξω πριν καθίσει ο ήλιος, για να την δουν τ’ αστέρια, και έριχναν εξωτερικά, μια χούφτα αλάτι, λίγο στουπί, ένα κεφάλι σκόρδο και ένα ψαλίδι.
  Αν το πρωί το αυγό ήταν πηγμένο, θα πει ότι το μωρό είχε φεγγαρόπιασμα.
  Τότε οι ενέργειες που έπρεπε να κάνουν, ήταν οι εξής:
  Κοπάνιζαν το σκόρδο με το αλάτι, και το έριχναν μέσα στη κούπα.
  Κατόπιν έπαιρναν το μωρό και το κρατούσε μια μέσα από το κατώφλι της πόρτας, και αυτή που εκτελούσε το τελετουργικό καθόταν έξω από την πόρτα, και αλείφοντας το μωρό με αυτό το μείγμα, έλεγε: «Φάε Γιαλλού το σκόρδο με το αλάτι και άφησε το παιδί»
  Αυτό το τελετουργικό, έπρεπε να το κάνουν τρία πρωινά, με διαφορετικό αυγό κάθε φορά.
Στην Ελληνική μυθολογία έχουμε τη Λάμια που αρπάζει μωρά και προξενεί σωματικές και ψυχικές βλάβες.
  Ανάλογες με τη Λάμια, ήταν και οι μορφές Μορμώ και Γελλώ.
  Έτσι η Συμιακιά Γιαλλού, εύκολα αναγνωρίζεται με το αρχαίο της όνομα Γελλώ.


«Γιαλλού» συμβάν 3ο

  Το σπίτι μου, αφηγείται ο Φ. ήταν προς το άκρον  του βορειοανατολικού τμήματος της πόλης της Σύμης, και ήταν μεσοτοιχία, με ένα άλλο σπίτι. Περιφερειακά δεν υπήρχε τίποτε εκτός από χωματόδρομο που περνούσε μπροστά από τα δύο σπίτια.
  Εγώ, για να πάω στο δικό μου, έπρεπε πρώτα να περάσω από το άλλο σπίτι.   
  Ήταν και τα δύο μοναχικά σπίτια.
  Κάθε βράδυ, τελειώνοντας τη δουλειά, μια και έμενα μόνος, πέρναγα από το καφενείο, έπινα ένα δύο ποτηράκια ρετσίνα, και έφευγα για το σπίτι.
  Πριν λίγες μέρες, η γυναίκα που έμενε στο πλαϊνό με  μένα σπίτι, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι.
  Εκείνο το βράδυ, ήπια τη ρετσίνα μου, και ανέβαινα τα σκαλιά από το Γιαλό (το κάτω μέρος της πόλης της Σύμης), για να πάω στο σπίτι μου.
  Όταν έφτασα στο σπίτι που είναι πριν από μένα, έμεινα να κοιτάζω με έκπληξη, ένα αλλόκοτο θέαμα, που μ’ έκανε να ανατριχιάσω.
  Ένα ακαθόριστο πλάσμα, ούτε ζώο ούτε άνθρωπος, περπατούσε ανεβαίνοντας τον κάθετο τοίχο του σπιτιού με τα τέσσερα, λες και ήταν αράχνη.
  Φορούσε κάτι σαν κουρέλια, και πήγαινε μάλλον προς το παράθυρο του πάνω ορόφου.
  Ήταν δυνατόν να περπατά πάνω στον κάθετο τοίχο, αναρωτήθηκα.
  Ήταν τέτοια η ταραχή μου, που έφυγα προς τα πίσω. Αντί να πάω στο σπίτι μου, πήγα σε ένα φιλικό μου σπίτι, τους χτύπησα την πόρτα, και κοιμήθηκα εκεί.
  Πέρασαν δυο μέρες, και ανεβαίνοντας πάλι για το σπίτι, ξαναείδα το ίδιο πλάσμα, να προσπαθεί να μπει από το παράθυρο του πάνω ορόφου, αλλά μόλις έφτανε να μπει από το ανοιχτό παράθυρο (ήταν καλοκαίρι), κάτι δεν το άφηνε και έκανε μια κίνηση προς τα πίσω.
  Εγώ πήγα λίγο μακρύτερα να περάσω και να μπω στο σπίτι μου, και εκείνη τη στιγμή γύρισε προς το μέρος μου και συναντήθηκαν οι ματιές μας.
  Μάτια γουρλωμένα πεταγμένα έξω, λες και έβγαζαν φωτιές. Το έβαλα στα πόδια, και άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και χώθηκα μέσα κλείνοντας πίσω μου με τον σύρτη.
  Έξω γινόταν χαλασμός, από μεγάλη φασαρία, και όλο το βράδυ έμεινα ξύπνιος και με πήρε ο ύπνος το πρωί.
  Όταν σηκώθηκα, πήγα κατευθείαν στο πλαϊνό μου σπίτι και χτύπησα την πόρτα.
  Αφού καλημέρισα, ρώτησα για το μωρό αν είναι εντάξει. Όταν μου απάντησαν καταφατικά, τους διηγήθηκα την ιστορία, και τους προέτρεψα να προσέχουν πολύ.
  Πριν φύγω, θυμήθηκα ότι το αποκρουστικό αυτό πλάσμα, όταν έφτανε στο παράθυρο, σαν κάτι μέσα από το παράθυρο το απωθούσε.
 - Έχετε ρώτησα κάτι μέσα στο δωμάτιο; Μια εικόνα ή κάτι άλλο;
- Ναι μου είπε η μητέρα. Έχουμε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μέσα.
  Έφυγα σίγουρος, ότι η Γιαλλού είχε δύσκολο έργο.


ΤΟ ΤΖΩΔΙΟ (ΖΩΔΙΟ) ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ.

  Στη Σύμη, όταν λένε το Τζώδιο (ζώδιο) του σπιτιού, εννοούν ως συνήθως ένα πλάσμα που κατοικεί μέσα στο σπίτι, και γενικά δεν είναι κακό, χωρίς βέβαια να υπάρχουν και εξαιρέσεις.
  Κυρίως είναι ένα φίδι, που ποτέ δεν το σκοτώνουν, γιατί θεωρούν ότι τους δίνει προστασία και είναι καλορίζικο, και παλαιότερα, απέτρεπαν κάποιον να το θανατώσει, όταν επιχειρούσε κάτι τέτοιο.
  Ίσως γιατί στην παλιά εποχή, η ύπαρξη φιδιών μέσα στο σπίτι,  είχε να κάνει και με την παρουσία ποντικιών, μια που όπως γνωρίζουμε, το φίδι είναι πολύ καλός εξολοθρευτής τους.
  Έτσι λοιπόν, το φίδι μέσα στο σπίτι ήταν ένα ωφέλιμο ζώο (Τζώδιο), και είχε τη δική του ιστορία μέσα σε αυτό.
  Ξέρουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, πολλά σπίτια διέθεταν τον δικό τους «οικουρό όφη», που συμβόλιζε την προστασία που απολάμβανε η εκάστοτε οικογένεια από το Κτήσιο Δία.
  Εκτός όμως από το φίδι, μάθαμε ότι το Τζώδιο του σπιτιού, πήρε αργότερα και μια άλλη έννοια.
Μπορεί να είναι  μια οντότητα, και να  κάνει την εμφάνισή του συνήθως με τη μορφή κάποιου ανθρώπου, (παίρνει τη μορφή μιας γριάς, ενός νέου, ενός μικρού παιδιού κ.α.) ενώ σε άλλες περιπτώσεις να μην εμφανίζεται, αλλά να ακούνε διάφορους θορύβους, για να δηλώσει την παρουσία του.
  Δένεται με τους ενοίκους του σπιτιού, και αντιδρά πολλές φορές, ανάλογα με τις αποφάσεις τους.

Τζώδιο Συμβάν 2

Από τη Σ. Χ.

  Όταν αγόρασε ο παππούς μου το σπίτι αυτό, το αγόρασε από μια γριά, η οποία του εκμυστηρεύτηκε μετά, να μη φοβηθεί αν ακούσει κάτι στο σπίτι, γιατί είναι ένας νέος στρατιωτικός που έρχεται στο σπίτι χωρίς να φαίνεται.
  Μάλιστα, του είπε, ότι ταχτικά πηγαίνω και θυμιάζω έξω από την εξωτερική σκάλα για τη ψυχή του.
  Ο παππούς μου, δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα, κι έτσι χαμογέλασε όταν τα άκουσε όλα αυτά, (ίσως να σκέφτηκε ότι και λόγω ηλικίας η γιαγιά, να μπέρδευε τη φαντασία με την πραγματικότητα),  που όμως αποδείχτηκαν αληθινά, όταν το σπίτι το έδωσε στη μητέρα μου.   
  Ταχτικά και σχεδόν σε καθημερινή βάση τον ακούγαμε να ανοίγει το μάνταλο της πόρτας, να μπαίνει μέσα, και τον θόρυβο που έκαναν οι μεταλλικές σούστες του κρεβατιού που είχαμε στο ανώι, σαν κάποιος να ξάπλωνε πάνω του.
Ανεβαίναμε πάνω, αλλά δεν υπήρχε κανείς.
  Συνήθως ερχόταν μόλις σουρούπωνε για καλά, και έφευγε πάλι τις πολύ πρωινές ώρες.
  Εγώ, αν και ήμουν μικρή, γύρω στα 13 – 14 χρονών πριν να μετακομίσουμε στη Ρόδο, δεν φοβόμουν να μείνω μοναχή  μέσα στο σπίτι, και πολλές φορές, οι γονείς μου έφευγαν και κάθιζα στο σπίτι χωρίς να αισθάνομαι φόβο.
  Δεν σου προκαλούσε φόβο ή ταραχή, από τη στιγμή που δεν είχε δείξει ότι ήθελε να κάνει κακό.
  Έτσι, συνηθίσαμε την «παρουσία» του και τους γνώριμους ήχους που ακούγονταν καθημερινά, λέγοντας ότι είναι το τζώδιο του σπιτιού που κατοικούσε μέσα από καιρό, και αφού μέχρι τώρα δεν μας είχε βλάψει, δεν ήθελε το κακό μας.
  Κάποια μέρα μάλιστα η μητέρα μου – για να δείξει την οικειότητα που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας και ότι τον αποδεχόμαστε να είναι συγκάτοικός στο σπίτι μας – τον ρώτησε με δυνατή φωνή από το κατώι:
- Τόσο καιρό μένεις στο σπίτι μας, και δεν ξέρουμε το όνομά σου.
  Δεν ακούσαμε να απαντήσει κανένας, αλλά την άλλη μέρα το πρωί, η μητέρα μου μας διηγήθηκε το εξής καταπληκτικό.
  Όταν κοιμήθηκε, στο όνειρό της ήρθε ένας νέος 20 με 25 χρονών, και της είπε:
  «Το όνομά μου είναι Πέλοπας»!!!
  Έτσι λοιπόν περνούσαν τα χρόνια, και η παρουσία του Πέλοπα ήταν σε καθημερινή βάση, και είχαν πια αποδεχτεί την παρουσία του, αφού δεν είχε κακές διαθέσεις όπως φαινόταν από όλη τη στάση του.
  Κάποτε η ιδιοκτήτρια μετακόμισε στη Ρόδο, και άφησε το κλειδί του σπιτιού να το κοιτάζει αν τυχόν λάχει κάτι σε μια εξαδέλφη της.
  Μια μέρα του χειμώνα, η κακοκαιρία που είχε ενσκήψει στο νησί, προξένησε μεγάλες καταστροφές ειδικά προς την περιοχή εκείνη, και οι βροχές και οι δυνατοί άνεμοι, είχαν σηκώσει τα περισσότερα κεραμίδια στα σπίτια, (μια που σαν παραδοσιακός διατηρητέος οικισμός, όλα τα σπίτια έχουν σκεπές με κεραμίδια), με αποτέλεσμα λόγω των καταρρακτωδών βροχών, να πλημμυρίσουν πολλά και να υποστούν αρκετές ζημιές.
  Το ίδιο βράδυ, τηλεφώνησε η εξαδέλφη  που κρατούσε το κλειδί στην ιδιοκτήτρια στη Ρόδο, για να της μεταφέρει τις καταστροφές που έγιναν, και η ίδια φοβόταν τι θα αντίκριζε, όταν θα πήγαινε να ανοίξει να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν στο σπίτι την άλλη μέρα το πρωί.
  Επειδή όμως η ιδιοκτήτρια σχεδίαζε να έρθει από τη Ρόδο στη Σύμη εκείνες τις μέρες, αποφάσισε να επισπεύσει το ταξίδι και να έρθει την άλλη μέρα, για να πάνε μαζί να δουν το σπίτι.
  Πράγματι ήρθε, και ανεβαίνοντας, κοιτούσαν τα σπασμένα κεραμίδια στα πλαϊνά σπίτια, τους ενοίκους να βγάζουν έξω στον ήλιο βρεγμένα έπιπλα και ρούχα, και παντού να υπάρχει μια εικόνα καταστροφής, από τη θεομηνία που πέρασε.
  Ετοιμάστηκαν ψυχολογικά για το τι θα έβρισκαν μπαίνοντας το σπίτι, αλλά δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν, όταν άνοιξαν το κατώι και δεν βρήκαν ούτε σταγόνα νερό.
  Ανέβηκαν στο ανώι, και πάλι δεν υπήρχε τίποτε.
  Αποφάσισαν να ανέβουν στη σοφίτα, όπου εκεί (στα παλιά σπίτια, όταν ανέβαινες στη σοφίτα, κοιτούσες τα κεραμίδια από μέσα, γιατί τα περισσότερα, δεν είχαν κάλυψη με σανίδια, και ήταν και ένας εύκολος τρόπος να αντικαταστήσεις σπασμένο κεραμίδι από μέσα, χωρίς να ανέβεις τη στέγη), ανακάλυψαν ότι έλειπαν δύο συνεχόμενα κεραμίδια.
  Λογικά λοιπόν, θα έπρεπε να υπήρχαν νερά, που μπήκαν μέσα, αλλά τα πάντα ήταν στεγνά.
  Απορημένες και χωρίς να δώσουν εξήγηση, κατέβηκαν από τη σοφίτα, και περιεργάζονταν τις κάμαρες, και ασυναίσθητα η ιδιοκτήτρια, άνοιξε μια ντουλάπα, και τότε είδαν κάτι και δεν πίστευαν στα μάτια τους.
  Μέσα στη ντουλάπα, βρισκόταν μια τσάντα πλαστική δεμένη προσεκτικά γεμάτη νερό.
  Αυτό το νερό, πιθανόν αντιπροσώπευε, την ποσότητα νερού που μπήκε μέσα από το κεραμίδια που έλειπαν.
  Κάποιος δηλαδή τοποθέτησε με τέτοιο τρόπο τη τσάντα κάτω από το κενό των κεραμιδιών που είχαν φύγει, και μάζεψε όλη την ποσότητα και τη φύλαξε, πιθανόν για να δείξει, ότι πρόσεχε το σπίτι.
  Κοίταξε η μια την άλλη, και η ιδιοκτήτρια ρώτησε την ξαδέρφη της αν πράγματι δεν είχε κατέβει στο σπίτι. Όταν την διαβεβαίωσε ότι δεν είχε έρθει καθόλου από τη στιγμή που της έδωσε το κλειδί, τότε εκείνη της εκμυστηρεύτηκε την ιστορία για τον Πέλοπα που βρίσκεται στο σπίτι, και συμφώνησαν για το ποιος είχε κάνει αυτή την ενέργεια, και μια ανατριχίλα τους διαπέρασε.
  Όταν κάποτε αποφάσισε η ιδιοκτήτρια να πουλήσει το σπίτι, το άνοιξε για να συμμαζέψει λίγο να έρθουν να το δουν οι υποψήφιοι αγοραστές, και τότε μεγάλος θόρυβος ακούστηκε στο ανώι και φασαρία, σαν να έσπαγαν τζάμια και χτυπούσαν τα παράθυρα δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το τζώδιο του σπιτιού, την αντίδρασή του να πουληθεί και να αλλάξει ιδιοκτήτη.
  Δεν ξέρουμε αν η αντίδρασή του πιο πολύ, πήγαζε από το γεγονός, ότι ο νέος ιδιοκτήτης δεν ήταν Έλληνας όπως μάθαμε.

  Πέρασε καιρός,  και έτυχε να γνωρίσω τον νέο ιδιοκτήτη που αγόρασε το σπίτι, επειδή ήρθε στο χαρτοβιβλιοπωλείο που διατηρούσα, για να αγοράσει κάποια πράγματα. 
Αφού γνωριστήκαμε, τον ρώτησα πού μένει, μια και σένα μικρό νησί όπως είναι η Σύμη, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Όταν μου είπε πού έμενε, χαμογέλασα λίγο αινιγματικά, και είχα πράγματι μια περιέργεια να τον ρωτήσω, αν «όλα είναι εντάξει» στο σπίτι.
  Με κοίταξε λίγο περίεργα, και με ρώτησε αν ξέρω κάτι για το σπίτι που δεν γνώριζε.
  Όταν τελικά του είπα την αλήθεια για τον Πέλοπα, τον άκουσα να μου λέει ότι είχε πολλά περιστατικά μέσα στο σπίτι που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει, κυρίως θορύβους και βήματα, σαν να υπήρχε ανθρώπινη παρουσία.

  Μάλιστα  μου δήλωσε, πως μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, οι θόρυβοι σταμάτησαν, συμπληρώνοντας  χαριτολογώντας ότι, «πιθανόν να μην ήμουν αρεστός στον Πέλοπα και άλλαξε σπίτι»... 


Ο ΒΑΡΒΑΛΑΚΚΑΣ ΤΗΣ ΝΑΝΟΥΣ

  Ο Βαρβάλακκας της Νανούς, είναι ένα ακαθόριστο ον, που εμφανίζεται πάντα σε συγκεκριμένη περιοχή της Σύμης, κυρίως στην ερημική παραλία της Νανούς αλλά και στις πλαϊνές παραλίες από αυτήν, και τρομοκρατεί τους ανθρώπους.
  Η Νανού, είναι μια μεγάλη παραλία στα ανατολικά του νησιού χωρίς οδική πρόσβαση με αυτοκίνητο, και η πιο εύκολη προσέγγισή της είναι από τη θάλασσα.
  Βέβαια υπάρχει και μονοπάτι που κατεβαίνει από το εσωτερικό του νησιού για τους λάτρεις της πεζοπορίας, ενώ έχει μεγάλες χαράδρες με χείμαρρους που καταλήγουν στη θάλασσα όταν οι βροχές είναι έντονες, και διαθέτει αρκετές σπηλιές, ορισμένες σε απρόσιτα μέρη.
  Μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες ενεργοποιείται ένα μικρό εστιατόριο που υπάρχει εκεί, και το εξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα.
  Το όνομα Νανού, το πήρε όπως λένε από τη νύμφη Νανώ που κατοικούσε εκεί, ενώ μια μεγάλη σπηλιά που υπάρχει σε μια από τις χαράδρες και πλάι από το μονοπάτι που κατεβαίνει προς την παραλία από τη Παναγία τη Στρατερή και είναι από τα αγαπημένα μέρη εμφάνισης του Βαρβάλακκα, ονομάζεται σπηλιά της Σκορδαλλούς.
  Η ονομασία της σπηλιάς, προέρχεται από μια άλλη νύμφη την Κορυδαλλώ, όπως λεει η παράδοση, και εκεί έχουν συμβεί πολλά γεγονότα.
  Η παρουσία του Βαρβάλακκα συνδυάζεται με μεγάλους βράχους να κυλούν στις απότομες πλαγιές ή μέσα στη θάλασσα, ενώ εμφανίζεται  σαν πανύψηλος άνθρωπος των σπηλαίων, ή σαν αέρινη μπάλα που στριφογυρίζει παρασέρνοντας θάμνους χώματα και πέτρες.
  Ακόμα, του αρέσει να μαζεύει όλα τα ζώα της περιοχής σε κάποιο μέρος κυνηγώντας τα.
  Το όνομα Βαρβάλακκας, λένε ότι είναι παραφθορά του ονόματος Βρικόλακας, ενώ μια άλλη εξήγηση ετυμολογικά της ονομασίας του, παραπέμπει σε δύο ρίζες, στις λέξεις Βάρβαρος + λάκκος.
  Ακόμα και σήμερα στη Σύμη η λέξη Βαρβάλακκας υπονοεί τον Βρικόλακα, αλλά και μεταφορικά κάποιον που κυκλοφορεί μόνος του τα βράδια.
  Κάποιοι αναφέρουν, ότι ο Βρικόλακας της Νανούς, δημιουργήθηκε από κάποιον από τους Τσαβαρήδες  (Κωσταλιούς), για να αποτρέπει τους ψαράδες και τους κλέφτες να κλέβουν τα ζώα του.

Δεν μπορώ να το αμφισβητήσω, όμως θα ήθελα να πω, πως η παραφυσική δραστηριότητα σε αυτό το μέρος, υπήρχε από παλαιότερα και μετέπειτα, και απλά ταυτίστηκε και με τις ενέργειες του βοσκού, ο οποίος σίγουρα, δε μπορούσε να κάνει κάποια πράγματα έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, όπως αποδείχτηκαν κάποια περιστατικά που βίωσαν συμπολίτες μας.  Ας παρακολουθήσουμε κάποια από αυτά.

Βαρβάλακκας Συμβάν 5ο:

  Από τον Μ. Α.

  Πάντα όταν άκουγα τη γιαγιά μου να διηγείται την ιστορία που συνέβη στον πατέρα της, νόμιζα ότι κάθε φορά την άκουγα για πρώτη φορά. 
  Πάνω από την παραλία της Νανούς, και πιο πάνω από το εξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα μέσα στο μεγάλο χείμαρρο που δημιουργείται από δύο χείμαρρους που ενώνονται, υπάρχει ένα τριγωνικό κομμάτι γης, ακριβώς στο σημείο της ένωσής τους.
  Εκεί βρίσκονταν δύο σπιτάκια βοσκών με ξερολιθιά, που ακόμα και σήμερα φαίνονται τα ερείπιά τους.
  Ζούσαν σ’ αυτά τα σπιτάκια δύο βοσκοί, εκ των οποίων ο ένας ο προπάππους μου , είχε φέρει και την οικογένειά του, για να μην κατεβαίνει στην πόλη της Σύμης, μια και ήταν τότε πολύ δύσκολο να γίνεται τακτικά. Μάλιστα είχαν φέρει και άλλα κατοικίδια  ζώα – όπως κότες – για να μειώνουν τον ανεφοδιασμό.
  Το απόγευμα εκείνο του Σαββάτου, ήταν ανάγκη να φύγει κάποιος για να φέρει προμήθειες, και η προγιαγιά μου προσφέρθηκε να πάει εκείνη, και την ακολούθησαν και τα παιδιά για παρέα.
  Θα επέστρεφαν το απόγευμα της Κυριακής.
  Έτσι έμειναν μόνοι οι δύο βοσκοί, που αφού τελείωσαν τις δουλειές που είχαν με τα ζώα, έφαγαν μαζί βραδινό, και έπιασαν τη κουβέντα μέχρι να πάνε για ύπνο.
  Όταν βράδιασε για καλά, ο προπάππους μου που έμενε στο σπιτάκι που είναι  χαμηλότερα, καληνύχτισε τον άλλο, και κατέβηκε να πάει για ύπνο.
  Η βραδιά ήταν φοβερή, με ένα τεράστιο φεγγάρι να φωτίζει τα πάντα, που δεν σου έκανε κέφι να πας για ύπνο.
  Τα νυχτοπούλια φώναζαν μέσα στα κυπαρίσσια και τα πεύκα, και η φωνή τους γινόταν εντονότερη μέσα στη χαράδρα.
  Έβγαλε ένα τσιγάρο  να καπνίσει πριν μπει μέσα στο σπιτάκι για να κοιμηθεί, και κοίταξε ξανά τη φωτισμένη περιοχή.
  Κόντευε να τελειώσει το τσιγάρο του, όταν τα νυχτοπούλια σταμάτησαν ξαφνικά τις φωνές τους.
  Απόλυτη ησυχία βασίλευε παντού, ενώ κάποια απόμακρη βοή όχι και τόσο δυνατή άρχισε να ακούγεται κατά διαστήματα.
  Έβαλε το χέρι του στο αυτί του να αφουγκρασθεί, αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει επακριβώς τι ήταν.
  Ερχόταν πάντως από τη μεριά της σπηλιάς της Σκορδαλλούς  στα δεξιά του.
  Σε λίγο η βοή μεγάλωσε, κι έμοιαζε σαν να περπατούσαν κάποιοι από την απέναντι πλευρά της χαράδρας, ενώ υψώθηκαν πάνω από το θόρυβο κάποιες φωνές που έμοιαζαν με ψαλμωδίες.
 - Είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε, να ακούγονται ψαλμωδίες εδώ κάτω;
  Δεν μπορούσε να δει τίποτα, γιατί ήταν από την πλευρά που δε φώτιζε το φεγγάρι.
  Η βοή από βήματα και ψαλμωδίες δυνάμωσε, και απλώθηκε σε όλη τη χαράδρα.
  Ξαφνικά, άρχισε να εμφανίζεται στο φωτισμένο σημείο της χαράδρας, μια πομπή που ερχόταν προς το μέρος του.
  Δεν είχε ακόμα καλή ορατότητα, αλλά καταλάβαινε ότι στην αρχή της πομπής, κάτι κρατούσαν σηκωμένο και το έφερναν.
  Όσο πλησίαζαν, διέκρινε κάποιους ψηλόσωμους ανθρώπους ντυμένους με δέρματα, που ορισμένα γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού.
  Ο προπάππους μου, προσπαθούσε να καταλάβει αν ονειρευόταν ξύπνιος.
  Σκέφτηκε τον άλλο βοσκό, και δοκίμασε να του φωνάξει, αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το στόμα του. Είχε παραλύσει από το φόβο του, και κοιτούσε την πομπή που όλο ερχόταν και πιο κοντά του, ανήμπορος να αντιδράσει.
  Τότε κατάλαβε, τι ήταν αυτό που κρατούσαν. Ήταν ένα υποτυπώδες ξύλινο φέρετρο, καμωμένο  με χοντρά κλωνάρια δέντρων, που κάποιον είχε μέσα.
  Ξαναπροσπάθησε να φωνάξει, αλλά τίποτε. Κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό του, και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
  Η πομπή με τους πελώριους ανθρώπους πλησίασε, και απόθεσαν μπροστά του το φέρετρο που κρατούσαν.
  Εκείνος, μη αντέχοντας να βλέπει, έκρυψε το πρόσωπό του με το χέρι του τρέμοντας για τη συνέχεια.
  Τότε ακούστηκε ένας ξερός κρότος, όπως σκάει μια λάμπα ηλεκτρικού.
  Κοίταξε κλεφτά πάνω από το χέρι του, και είδε ότι όλα είχαν εξαφανιστεί μονομιάς.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε, προσπαθώντας να δώσει μια λογική εξήγηση σε αυτό που του συνέβη.  Πάνω που άρχισε να συνέρχεται, η πομπή ξαναφάνηκε πάλι να έρχεται προς το μέρος του από το ίδιο σημείο. Μόνο που τώρα, δεν ακούγονταν όπως την πρώτη φορά ψαλμωδίες, αλλά τραγούδια και μουσική από κάποια όργανα.
  Αυτή η πομπή, φαινόταν σαν να ήταν γαμήλια.
  Ο προπάππος μου, μάταια προσπαθούσε να φωνάξει του γείτονα. Καμιά φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του, που είχε στεγνώσει από το φόβο.
  Όταν έφτασαν κοντά, άρχισαν να χορεύουν σε κύκλο δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο. Κάποιος από το χορό τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα.
  Στα χέρια του ένοιωθε κάτι παγωμένο, και ήταν τα χέρια αυτών των ψηλόσωμων  ανθρώπων που τον κρατούσαν.
  Άρχισε να χορεύει με το ζόρι, καθώς τον τραβολογούσαν από εδώ και από εκεί, χωρίς να μπορεί να σταματήσει.
  Οι γύροι ήταν ασταμάτητοι και δεν άντεχε πια. Μούσκεμα στον ιδρώτα  από το φόβο και την προσπάθεια, κατέρρευσε και λιποθύμησε.
  Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν μπρούμυτα στο σημείο που είχε πέσει, και ανασηκώνοντας το κεφάλι, γύρισε δεξιά και αριστερά, και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς.
  Σηκώθηκε με κόπο, μια και το σώμα του πονούσε από τους ασταμάτητους γύρους, πήρε μια ανάσα, και ξανακοίταξε προς το σημείο που είχε έρθει η πομπή.
  Όλα ήταν ήσυχα.
  Μπήκε μέσα στο σπιτάκι να πιει νερό, και τότε τα δύο του παραθυράκια  που ήταν ανοιχτά και η πόρτα, έκλεισαν με έναν θόρυβο, λες και ήταν από πέτρα.
  Άναψε τον αναπτήρα του, και τότε πράγματι διαπίστωσε, ότι είχε φυλακιστεί στο ίδιο του το σπίτι. Δεν υπήρχαν, ούτε παράθυρα ούτε και πόρτα. Στη θέση τους υπήρχε τοίχος χτισμένος με πέτρες.
  Εξουθενωμένος από τη κούραση και τρέμοντας από φόβο, δεν ήξερε πόσες ώρες ατελείωτες καθόταν ακίνητος χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα.
   Κάποια στιγμή άκουσε τον πετεινό του να φωνάζει. Μετά από λίγο ξαναφώναξε, και  στο τρίτο λάλημα, ακούστηκε πάλι εκείνος ο ξερός κρότος σαν λάμπα που σπάει, και άρχισε να φέγγει μέσα στο σπίτι.
  Τα παράθυρα και η πόρτα ξανάγιναν όπως πρώτα, καθώς χάραζε, κι όλα έπαιρναν τη γνώριμή τους εικόνα.
   Όταν ξημέρωσε για τα καλά, είχε πάρει την απόφασή του. Δεν θα έμενε πια στη Νανού. Θα έφευγε για την πόλη.
  Δεν μπορούσε να μείνει άλλο σ’ αυτό το μέρος, μετά τα όσα είχε περάσει όλη τη νύχτα. Δεν άντεχε να ξαναζήσει πάλι τα ίδια.
   Ανέβηκε πάνω στο άλλο σπιτάκι βιαστικά, καθώς ο άλλος βοσκός είχε ξυπνήσει και έφτιαχνε καφέ.
  Τον καλημέρισε, και τον ρώτησε αν το βράδυ που πέρασε άκουσε τίποτα.
  Εκείνος του απάντησε αρνητικά, και ο προπάππος μου του διηγήθηκε το συμβάν, αλλά εκείνος το απέδωσε μάλλον σε όνειρο παρά σε πραγματικότητα, και μάλιστα παραξενεύτηκε για την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Νανού, και θεωρούσε αδικαιολόγητη τη φοβία που τον έπιασε.
  Ο προπάππος μου όμως ετοίμασε τα πράγματά του, και πάνω που ξεκινούσε να φύγει, εμφανίστηκε η σύζυγός του με τα παιδιά, φέρνοντας τις προμήθειες από τη Σύμη.
  Τους εξήγησε τι συνέβη, και την απόφασή του να φύγει, κι έτσι αναγκάστηκαν όλοι να τον ακολουθήσουν.
  Ο άλλος βοσκός έμεινε μόνος στη Νανού, έχοντας και τη κρυφή περιέργεια, μήπως τελικά επαληθευτούν τα λεγόμενα του προπάππου μου, αν και δεν πίστευε και πολύ σε αυτά τα πράγματα.
    Την άλλη μέρα το πρωί, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του προπάππου μου στη Σύμη, και όταν άνοιξαν, είδαν τον γείτονα βοσκό που έμεναν μαζί στη Νανού.
  Τους διηγήθηκε ότι του συνέβηκε παρόμοιο περιστατικό με το δικό του, και φοβισμένος ζητούσε να κάνουν κάτι. Γιατί, ναι μεν μια κουβέντα ήταν να φύγουν από τη Νανού, αλλά δεν μπορούσαν να αφήσουν τα ζώα και τις δουλειές τους.
  Μετά από πολύ συζήτηση, πήραν την απόφαση να πάνε στον τότε αρχιερατικό επίτροπο και να του πουν τι συνέβη.
  Κατέβηκαν λοιπόν στο Γιαλό, και διηγήθηκαν στον αρχιερατικό επίτροπο – ο οποίος ήταν και ιερέας – την περιπέτειά τους.
  Εκείνος, ζήτησε να τον πάνε στη Νανού, και στην περιοχή που διαδραματίστηκαν τα περιστατικά που ανέφεραν.
  Όταν έφτασαν, πήγαν στο σπήλαιο της Σκορδαλλούς, κι ο ιερέας εξέτασε προσεχτικά το χώρο.
  Μετά τους υπέδειξε να σκάψουν σε κάποιο σημείο, όπου φαίνονταν  να εξέχουν από το έδαφος κάποια κόκαλα.
   Άρχισαν τότε με το σκάψιμο, να βγάζουν μεγάλες ποσότητες από κόκαλα ανθρώπινων σκελετών, και μάλιστα αρκετά μεγάλων διαστάσεων.
  Αφού τα μάζεψαν σε κάποιο σημείο έξω από το σπήλαιο, ο ιερέας άρχισε να ψέλνει διάφορες προσευχές  και να κάνει τακτικά το σημείο του Σταυρού από πάνω τους.
  Μετά τα έθαψαν, και αναχώρησαν όλοι.
  Κλείνοντας για τον Βαρβάλακκα της Νανούς, θα πούμε μια εκδοχή του τέλους του, όπως την ανέφερε κάποιος.
  Μια νύχτα του καλοκαιριού, μια βάρκα έφυγε από τη Νανού για την απέναντι Τουρκική ακτή, πιθανόν κάνοντας λαθρεμπόριο - πράγμα συνηθισμένο παλιά – και είχε μέσα έναν λαθρεπιβάτη, που τον ανακάλυψαν κατά τη διαδρομή.
  Ο Βαρβάλακκας της Νανούς  μπήκε μαζί τους στη βάρκα, και τους έκανε άνω – κάτω, και κόντεψαν να πνιγούν.
  Με λίγη ψυχή, ίσα που κατάφεραν και βγήκαν στη Τουρκική ακτή τρέχοντας στη στεριά για να γλιτώσουν, διακινδυνεύοντας να τους εντοπίσουν τα φυλάκια.
  Από τότε λένε, ότι ο Βαρβάλακκας δεν ξανάκανε την παρουσία του στη Νανού και στις γύρω περιοχές και έμεινε στη Τουρκία, αν και αυτό δεν έχει αποδειχτεί, μια και τα επόμενα χρόνια, αναφέρθηκαν πάλι περιστατικά που σχετίζονταν με τον Βαρβάλακκα της Νανούς.   

 Βαρβάλακκας Συμβάν 4ο:

  Από τον Φ. Κ.

  Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου, και ο θείος μου ο Νικήτας, εγώ και ο αδελφός μου, ξεκινήσαμε για πυροφάνι σφύρνας (ζαργάνας), φεύγοντας με τη βάρκα μας από το Πέδι. 
(Το Πέδι είναι παραθαλάσσιος οικισμός και λιμάνι στα ανατολικά του νησιού, και συνδέεται με την πόλη με αυτοκινητόδρομο, η διαδρομή του οποίου διαρκεί πέντε λεπτά).
  Ξεκινήσαμε με τα κουπιά, πήγαμε στο Παξιμάδι (μικρή νησίδα), αλλά επειδή δεν βρίσκαμε τίποτε, προχωρώντας φτάσαμε έξω από τον Αη Γιώργη το Δυσάλωνα.
 (Η καλλίτερη παραλία του νησιού στα ανατολικά, απρόσιτη από τη στεριά μόνο από τη θάλασσα υπάρχει πρόσβαση, εξ ου και το όνομα, που παράγεται από την αρχαία ονομασία «δυσάλωτος» = δύσκολος στην άλωση, με ένα κάθετο μεγαλοπρεπές βουνό στο κέντρο του, που χρησιμοποιείται σήμερα πανελληνίως, για αναρριχήσεις καταβάσεις, πτώσεις κ.λ.π. και το εξωκλήσι στα πόδια του. Ο Δυσάλωνας, είναι η παραλία πριν τη Νανού).
  Επειδή όμως ούτε και εκεί  βρίσκαμε σφύρνες (ζαργάνες), ο θείος μου πρότεινε να πάμε στα ρηχά, να δούμε για κανένα χταπόδι.
  Το πυροφάνι (λουξ) φώτιζε μπροστά στη βάρκα, καθώς ο θείος μου σηκωμένος στην πλώρη κρατούσε το καμάκι, εγώ έκανα κουπιά, και ο μικρότερός μου αδελφός κοιμόταν στην πρύμνη, μια και η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη, ενώ ήταν άπνοια. Δεν ακουγόταν τίποτε, εκτός από το θόρυβο των κουπιών που βυθίζονταν στη θάλασσα.
  Είχαμε φτάσει δεξιά μέσα στο λιμάνι του Δυσάλωνα και κοιτούσαμε στα ρηχά, όταν ακούσαμε έναν ελαφρό θόρυβο πάνω από τα κεφάλια μας, σαν να φυσούσε κάποιος με το στόμα και συνέχεια μεγάλωνε σε ένταση ο ήχος.
  Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, και βλέπω ένα άσπρο πράγμα να έρχεται κατευθείαν πάνω μας.
  Ούτε κι εγώ ξέρω, πως έκανα γρήγορα μερικές κουπιές για να το αποφύγω.
  Ήταν ένας μεγάλος βράχος πάνω από 300 οκάδες, που έπεσε πλάι μας, σήκωσε τη θάλασσα και μας έβρεξε, και έβαλε μέσα στη βάρκα νερά.
  Ο αδελφός μου, άνοιξε τα μάτια του και ζητούσε να μάθει τι συνέβη, ενώ εγώ ρώτησα το θείο μου τι ήταν αυτό.
  Χωρίς να μου απαντήσει,  μου έγνεψε να πάω προς το κέντρο του λιμανιού.
  Έκανα κουπιά και έφτασα στο κέντρο, σε μια απόσταση γύρω στις 20 - 30 οργιές  από την παραλία, σίγουροι πια, ότι δεν επρόκειτο εκεί να έρθει κανένας βράχος.
  Ξαφνικά ο ίδιος θόρυβος σαν φύσημα, και σηκώνοντας τα μάτια μου ψηλά, φώναξα με τρόμο:
- Θεέ μου, θείε έγιναν δύο οι βράχοι που έρχονται. Αη Γιώργη παρακάλεσα, Παναγιά μου, σώσε μας.
  Αμέσως μετά με θόρυβο δυνατού αέρα, έπεσαν δύο βράχοι δεξιά και αριστερά της βάρκας σηκώνοντας θάλασσα, και βάζοντας νερό στη βάρκα σχεδόν μέχρι τη μέση.
  - Τι τελικά είναι θείε, ρώτησα  με αγωνία, καθώς δεν είχα λογική εξήγηση να δώσω.
  Εκείνος έδειχνε πελαγωμένος και ανήμπορος να αντιδράσει, και μου φώναξε:
- Πήγαινε και κάθισε έξω τη βάρκα στην παραλία, γιατί θα πνιγούμε.
Ήρθε  μάλιστα  και  πήρε  τα  κουπιά,  και  ξεκίνησε  να κάνει γρήγορα για να φτάσουμε έξω στα χαλίκια της παραλίας.
  Είχαμε φτάσει κοντά να ακουμπήσουμε έξω, όταν βλέπω ένα ακαθόριστο πράγμα έξω στη στεριά, που κύλαγε και στριφογύριζε, και ερχόταν καταπάνω μας σαν αέρινη μπάλα.
  Μπήκε μέσα στη θάλασσα, και ακουμπώντας πάνω στην επιφάνειά της όπως πετάμε με φόρα μικρές πλατιές πέτρες που κάνουν μικρά πηδήματα, που τις λέμε στη Σύμη «Δεκαλίστρες» («ψαράκια») με δύο τέτοια πηδήματα έπεσε πάνω στη βάρκα, με αποτέλεσμα να σπάσει το κουπί που κρατούσε ο θείος μου.
  Εκείνος, με σηκωμένα τα μαλλιά από τον τρόμο σε μια αλλόφρονη κατάσταση, προσπαθούσε να φύγει πάλι προς τ’ ανοιχτά με το ένα κουπί.
  Πιάσαμε το κομμάτι του κουπιού, το δέσαμε πρόχειρα, και κωπηλατώντας φτάσαμε στη πλαϊνή παραλία της Νανούς με λίγη ψυχή.
  Ξημέρωνε πια, και όταν αράξαμε έξω, ήρθαν οι βοσκοί που είχαν ένα πέτρινο σπιτάκι εκεί, και μας ρώτησαν για το κουπί.
  Εμείς τους διηγηθήκαμε αυτά που μας συνέβησαν, και μας είπαν ότι ήταν δουλειά  του Βαρβάλακκα.
- Ξέρετε μας είπαν, ότι καμιά φορά, πηγαίνουμε δέκα βοσκοί για να μαζέψουμε τα ζώα σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, και πάντα μας ξεφεύγουν πίσω άλλα.
  Όταν ο Βαρβάλακκας τα κυνηγά, μαζεύονται με κατεβασμένο κεφάλι κάτω από το μεγάλο δέντρο, και δεν λείπει κανένα.
  Μας έδωσαν καινούργιο κουπί, και κωπηλατώντας φτάσαμε μέσα στο Πέδι, καθώς ο ήλιος είχε σηκωθεί από την ανατολή, αλλά εμείς είχαμε ζήσει μια ανεπανάληπτη εμπειρία, που όπου τη λέγαμε δεν μας πίστευαν.        

  Βαρβάλακκας Συμβάν 3ο:

  Από αφήγηση του Σ. Τ.

  Μέναμε εκείνη την εποχή στην Αθερίνα, (ο δεξιός κάβος με το μικρό λιμανάκι πριν μπεις στο λιμάνι της Μαραθούντας, με το ομώνυμο εξωκλήσι του Αη Γιάννη της Αθερίνας), τέσσερα άτομα, όλοι συγγενείς.
  Εγώ ο Μιχάλης, ο Βασίλης, και ο Γιάννης.
  Φυλάγαμε τα θερισμένα σιτάρια και κριθάρια από τις επιδρομές των ζώων, και ο Γιάννης ήταν o μεγαλύτερος σε ηλικία.
  Εμείς ήμασταν μικροί, και το μυαλό μας έλειπε σε τι σκανταλιά να κάνουμε, μια και δεν μας έπαιρνε ο ύπνος.
  Συζητούσαμε λοιπόν κρυφά από το Γιάννη, να φύγουμε από εκεί που βρισκόμασταν, και να πάμε στην πλαϊνή παραλία της Νανούς, για να κόψουμε από ένα συγγενικό μας μποστάνι που υπήρχε, πεπόνια και καρπούζια.
  Παρ’ όλο που το συζητούσαμε κρυφά, ο Γιάννης πήρε είδηση τι σκαρώναμε, και μας μάλωσε που θα φεύγαμε βραδιάτικα αφήνοντας τα θερισμένα σιτάρια και κριθάρια.
  Αλλά εμείς το είχαμε αποφασίσει.
  Περιμέναμε να κοιμηθεί πρώτα, και μετά σηκωθήκαμε και περπατώντας στην αρχή με προφυλάξεις για να μην ακουστεί θόρυβος, ανηφορίσαμε το βουνό.
  Δρόμος δεν υπάρχει, αλλά οι βοσκοί της περιοχής, γνωρίζουν έναν που τον χρησιμοποιούν περισσότερο τα κατσίκια, και είναι δύσκολος, γιατί περνά μέσα από ψηλά βράχια και απότομες πλαγιές, αλλά εκείνο το βράδυ που φύγαμε είχε φεγγάρι κι έτσι βλέπαμε που βαδίζαμε.
  Ήμασταν νέοι και τα πόδια μας πετούσανε, κι έτσι δεν αργήσαμε να φτάσουμε κάτω στη Νανού, και να αρχίσουμε να κόβουμε και να τρώμε πεπόνια και καρπούζια.
  Στο τέλος ανακαλύψαμε και ένα μεγάλο καρπούζι, το κόψαμε και το πήραμε κάτω στα χαλίκια της παραλίας, το τεμαχίσαμε και το τρώγαμε κάνοντας πλάκες μεταξύ μας.
  Αφού τελικά φάγαμε όσο μπορέσαμε από το καρπούζι, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω, καθώς το φεγγάρι πήγαινε να κρυφτεί πίσω από τη πλαγιά, ρίχνοντας σκιά σε εκείνο το μέρος.
  Ήταν μια ωραία βραδιά χωρίς καθόλου αέρα, και σε όλη τη διαδρομή λέγαμε αστεία μεταξύ μας.
  Μπροστά βάδιζε ο Βασίλης, ο Μιχάλης που ήταν πιο μικρός και φοβόταν στη μέση, και πίσω εγώ.
  Σε κάποια στιγμή ο Μιχάλης, είπε ξαφνιασμένος:
- Τι λάμψη είναι αυτή;
  Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο Μιχάλης, και βλέπουμε το Βασίλη  να σταματά, και να μας δείχνει μπροστά κάτι με το χέρι του και να λέει:
 - Τι είναι αυτοί οι γυμνοί άνθρωποι που περπατούν με τα τέσσερα και γυρνούν πίσω από το λόφο;
   Εμείς κοιτάξαμε, αλλά δεν βλέπαμε τίποτα.
- Αρνιά θα είναι, απάντησα εγώ. Τώρα που θα φτάσουμε στο λόφο θα τα βρούμε.
  Φτάσαμε στη κορυφή του λόφου, αλλά δεν υπήρχε τίποτα.
  Σίγουρα θα ήταν στη φαντασία τους, σκέφτηκα μέσα μου. Ούτε θα πίστευα αυτά που είπαν, αν δεν άρχιζε ένας φοβερός θόρυβος, λες και κατρακυλούσαν πέτρες, λες και είχε κάνει ανατροπή ένα μεγάλο φορτηγό φορτωμένο με χοντρά χαλίκια, και περνούσαν όλα μέσα από τα πόδια μας.
   Εμείς    με    μια   ενστικτώδη    κίνηση,  είχαμε   πέσει κάτω μπρούμυτα αγκαλιασμένοι, για να μην  μας πάρει αυτός ο αναπάντεχος κατακλυσμός.
  Όταν σταμάτησε όλο αυτό το κακό, σηκωθήκαμε αμίλητοι χωρίς να αρθρώσουμε κουβέντα, και αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί πίσω στον Αη Γιάννη της Αθερίνας, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο.
  Μόνο όταν φτάσαμε στο σπιτάκι της Αθερίνας σίγουροι ότι δεν κινδυνεύουμε, ξεκινήσαμε να συζητάμε πως όλα αυτά ήταν ενέργειες του Βαρβάλακκα της Νανούς, που είχε κάνει ακόμα μια φορά αισθητή την παρουσία του με σκοπό να μας τρομάξει.             


ΧΑΣΟΣΤΡΑΤΗΣ

  Ο «Χασοστράτης» που λέγεται και «Καλοστράτης» (κατ’ ευφημισμό), είναι κάποιος  που εμφανίζεται ξαφνικά σε μοναχικούς οδοιπόρους, σε παιδιά που έχουν χάσει το δρόμο τους, και τους παρακινεί να τον ακολουθήσουν, για να τους δείξει τη σωστή διαδρομή, αλλά τους παραπλανά και τους στέλνει σε απότομους γκρεμούς και βάραθρα, με σκοπό να τους προξενήσει κακό. 

«Χασοστράτης»  Συμβάν 1ο

 Από τον Γ. Π.

  Ο Γιώργος με τη μητέρα του και τον ένα ακόμα αδελφό του, προχωρούσαν με τα πόδια, περνώντας από τη Δρακούντα (περιοχή στα βόρια της πόλης με χωράφια και δέντρα) και τον Αη Γιώργη, (εξωκλήσι)  για να φτάσουν στο εξοχικό που είχαν στο Νημπορειό, έναν κόλπο με οικισμό που έχει αρκετές εξοχικές κατοικίες παραλιακά.
  Μπροστά προχωρούσε η μητέρα του και ο αδελφός του, και ο Γιώργος είχε μείνει λίγο πίσω, καθώς μόλις είχαν περάσει έξω από το εξωκλήσι του Αη Γιώργη της Δρακούντας εκεί που τελειώνουν τα δέντρα, και μετά αρχίζει το μονοπάτι να γίνεται κατηφορικό ανάμεσα σε βράχια, πριν φτάσει κάτω στην παραλία, που βρίσκεται το άλλο εξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης.
  Είχε προχωρήσει αρκετά η μητέρα του Γιώργου με τον αδελφό του, όταν ανακάλυψαν, ότι ο Γιώργος δεν βρισκόταν μαζί τους.
  Άρχισαν να φωνάζουν το όνομά του, αλλά δεν έπαιρναν καμιά απάντηση.
  Γύρισαν πίσω φωνάζοντας, όταν ο αδελφός του, γύρισε στη μητέρα του και της έδειξε κάτι.
  Ο Γιώργος βρισκόταν πάνω σε ένα απότομο βράχο, και ετοιμαζόταν να πηδήξει,  και το πιο σίγουρο ήταν ότι θα σκοτωνόταν.
  Άρχισαν να του φωνάζουν δυνατά να κάνει πίσω και να κατέβει σιγά – σιγά, αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία.
   Τρέχοντας ο αδελφός του, έφτασε με προφυλάξεις από πίσω και τον κράτησε δυνατά και τον κατέβασε με προσεχτικές κινήσεις, ενώ φαινόταν ότι ο ίδιος βρισκόταν σε μια κατάσταση έκστασης, και δεν είχε επαφή με το περιβάλλον.
  Του έριξαν νερό στο πρόσωπο, και άρχισε να συνέρχεται, και τον ρώτησαν, γιατί ανέβηκε στον απότομο βράχο να πέσει, και δεν άκουγε που του φώναζαν.
- Ήρθε κάποιος άνθρωπος τους είπε, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω, και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μου είπε να ανέβω πάνω στο βράχο, και μου έλεγε συνέχεια να πέσω. Εγώ, δεν άκουγα που φωνάζατε.

Η μητέρα του, κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, που τον είχε υποβάλλει, και τον είχε λες υπνωτίσει για να τον ακολουθήσει και να κάνει ότι του έλεγε. Ήταν ο Χασοστράτης.  

ΑΓΓΕΛΟΣ 

Από τον Μ. Μ.

  Εκείνη την εποχή, είχα μπλέξει με μηχανές μεγάλου κυβισμού και κόντρες, και όντας ελεύθερος, έβγαζα όλη μου την ενέργεια σε επικίνδυνα παιχνίδια με την ταχύτητα.
  Όμως κάποτε, κάνεις κάτι έξω από τους νόμους της φυσικής και της λογικής, και σε τέτοιες περιπτώσεις, πληρώνεις το τίμημα όσο βαρύ και να είναι.
  Έτρεχα λοιπόν με πατημένο το γκάζι στον αυτοκινητόδρομο πάνω από την πόλη, και πριν το μικρό γεφυράκι στη στροφή του «Παραή», όπου η θέα της πόλης από εκεί είναι πανοραμική, δεν με πήρε η στροφή, έχασα τον έλεγχο, και βρέθηκα να πέφτω ψηλά στην απότομη πλαγιά που καταλήγει σίγουρα στο θάνατο.
  Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρώτη κουβέντα ή φράση που λέμε στη Σύμη, είναι «Πανορμιτάκι μου» (το τοπικό προσωνύμιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη στο νησί), δηλαδή να επικαλεστούμε τη βοήθειά του.
  Εκείνη τη στιγμή τα λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα, καταλάβαινα ότι η ζωή μου τελείωνε εδώ.
  Ξαφνικά, αισθάνομαι κάποιο χέρι στον αέρα να με πιάνει από το πίσω μέρος του γιακά, και αρχίζω να κατεβαίνω σε όρθια στάση, λες και κάποιος γερανός, κατέβαζε κάποιο πολύτιμο φορτίο αργά – αργά.
  Προσγειώθηκα όρθιος, και δεν πίστευα αυτό που μου συνέβη.
  Πως κατάφερα να σωθώ, ήταν θαύμα.
  Σιωπηλά μέσα μου ευχαρίστησα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη, και δεν ξέχασα να πάω μέχρι το μοναστήρι να ανάψω ένα κερί, και να τον ευχαριστήσω από πιο κοντά, γιατί μόνο στα θαύματα μπορούν και γίνονται τέτοια πράγματα.


ΑΛΟΥΣΤΙΝΕΣ

  Οι Αλουστίνες, είναι νύμφες, ξωτικά, που εμφανίζονται τις τρεις πρώτες μέρες του Αυγούστου στο νησί της Σύμης.
  Διαμένουν σε χαράδρες, σε σπηλιές και στις όχθες των χειμάρρων, και κάτω από μεγάλα και πυκνά δένδρα, και περιμένουν μοναχικούς διαβάτες για να τους αναγκάσουν πιάνοντάς τους να χορέψουν μαζί τους.
  Κυρίως εμφανίζονται τα μεσάνυχτα, και εξαφανίζονται πριν ξημερώσει. Σπάνια δε εμφανίζονται και το μεσημέρι.
  Είναι πολύ ωραίες σε εμφάνιση, με μακριά μαύρα μαλλιά και λευκά ρούχα, και υπάρχει η δυνατότητα σε κάποιον να τις υποτάξει όπως λέει η παράδοση, λέγοντας κάποιες μαγικές λέξεις, και να τις χρησιμοποιήσει ως υπηρέτριες για κάποιο χρονικό διάστημα, γιατί μετά επιστρέφουν στα μέρη τους.
   Το όνομά τους, προέρχεται από το μήνα Αύγουστο, μια και παλαιότερα, τον Αύγουστο στη Σύμη τον έλεγαν Άλουστο, επειδή τις πρώτες τρεις (άλλοι λένε 15) μέρες που επικρατούσαν οι Δρίμες, δεν κολυμπούσαν στη θάλασσα και δεν λούζονταν, επειδή το θεωρούσαν επικίνδυνο.
  Έτσι, λόγω του ότι κυρίως δεν λούζονταν, ο Αύγουστος ονομαζόταν Άλουστος, και η οι νύμφες που εμφανίζονταν Αλουστίνες.
  Άλλοι τις παρουσιάζουν κανονικές γυναίκες, και άλλοι, να καταλήγουν τα πόδια τους από το γόνατο και κάτω σε οπλές κατσικιών.
  Είναι πάντως γεγονός από όλες τις μαρτυρίες που υπάρχουν, ότι όταν έπιαναν κάποιον οι νύμφες αυτές και τον έβαζαν μέσα στο κύκλο του χορού, δεν είχε τη δυνατότητα να φύγει μέχρι το ξημέρωμα που εξαφανίζονταν.
  Έχουμε λοιπόν αρκετές μαρτυρίες ανθρώπων που συνάντησαν Αλουστίνες, και κάποια μέρη έχουν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης και παρουσίασής τους.
  Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε, ότι τον περασμένο αιώνα και παλαιότερα, λόγω του ότι οι συναντήσεις κάποιων ερωτευμένων ήταν μεγάλο πρόβλημα σε μια κλειστή κοινωνία, κάποιες κοπέλες, για να πάνε σε κάποιο ραντεβού, είχαν επινοήσει να καμουφλάρονται με λευκό σεντόνι και να παριστάνουν το φάντασμα, οπότε και να τις έβλεπε κάποιος να μην τις αναγνωρίσει, αλλά και να φοβηθεί ώστε να μην επιχειρήσει να τις αποκαλύψει.
  Έτσι τις ονόμασαν και αυτές Αλουστίνες σκωπτικά οι άλλοι, και τέτοιες «Αλουστίνες» (σε εισαγωγικά), κυκλοφορούσαν στην πόλη το βράδυ, και όχι μόνο τον Αύγουστο.

Αλουστίνες συμβάν 6ο:

Από την Α.Τ.

  Ο πατέρας μου, τακτικά μου εξιστορούσε, πως η γιαγιά του, του έλεγε μια ιστορία, που είχε συμβεί στη δική της γιαγιά, δηλαδή στην προγιαγιά του πατέρα μου.
  Έμενε, πάνω από τη καμάρα στο «Καφενεδί», δηλαδή στα τελευταία σπίτια προς εκείνη την περιοχή, της πόλης της Σύμης, και φαίνεται ότι είχε γνώσεις μαιευτικής.
  Εκείνο το βράδυ, η πόρτα του σπιτιού της χτύπησε επίμονα, και σηκώθηκε με περιέργεια να δει ποιος ήταν αυτός που τέτοια ώρα την ήθελε.
  «Καμιά ανάγκη θα είναι», σκέφτηκε.
  Άνοιξε την πόρτα, και είδε μια ασπροφορεμένη κοπέλα, που την έβλεπε για πρώτη φορά.
- Τι θέλεις, τη ρώτησε.
-  Είναι ανάγκη να έρθεις γρήγορα να ξεγεννήσεις μια έγκυο κοπέλα, της είπε.
- Πού είναι; Ρώτησε η προγιαγιά του πατέρα μου.
- Πάμε μαζί, και εγώ θα σου δείξω της είπε.
  Ξεκίνησαν να προχωρούν, βγήκαν έξω από την πόλη, και τράβηξαν ανατολικά μέσα από χωράφια και περιβόλια, και ακολούθησαν το μονοπάτι που πάει για το μοναστήρι της Ελεούσας.
 Η προγιαγιά του πατέρα μου άρχισε να ανησυχεί, γιατί απομακρύνονταν από την πόλη, και δεν μπορούσε να καταλάβει πού κατευθύνονταν.
    Έφυγαν από το μονοπάτι, και την οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου εκεί έμεινε άναυδη γι’ αυτό που έβλεπε.
  Ήταν γεμάτη από Αλουστίνες, που χόρευαν και τραγουδούσαν όλες ντυμένες στα λευκά, ενώ κάτω βρισκόταν η ετοιμόγεννη, ανάμεσα σε στρωσίδια κόκκινα.
- Ξεγέννησέ την, της είπε η Αλουστίνα, όπως αποδείχτηκε αυτή που την έφερε μέχρι εδώ.
- Χρειάζομαι ζεστό νερό, της απάντησε, και εκείνη έφυγε για να της φέρει μετά από λίγο.
  Ξεγέννησε λοιπόν την έγκυο Αλουστίνα, που γέννησε ένα πολύ ωραίο κοριτσάκι, που το στόλισαν με ωραία ρούχα και της έβαλαν αρώματα.
  Αφού τελείωσε, η Αλουστίνα που την έφερε, της είπε ότι θα την πάει πίσω η ίδια.
  Έτσι επέστρεψαν μαζί πίσω μέχρι το σπίτι της, και πριν μπει μέσα στην πόρτα η προγιαγιά του πατέρα μου, η Αλουστίνα την ευχαρίστησε και της είπε να ανοίξει την ποδιά της, και της έριξε μέσα κάτι.
  Την καληνύχτισε και μπήκε στο σπίτι.
  Άναψε τη λάμπα της περίεργη να δει τι της έβαλε η Αλουστίνα, και είδε με απογοήτευση, ότι της είχε γεμίσει την ποδιά με κρεμμυδόφυλλα.
  Βγήκε έξω στην αυλή που ήταν η «τσιμιά» (τζάκι)  και τα πέταξε μέσα.
  Γύρισε πίσω, έβγαλε την ποδιά της, άλλαξε και έπεσε για ύπνο, έχοντας στο μυαλό της αυτό που προηγήθηκε.
  Το πρωί ξύπνησε,  και πιάνοντας την ποδιά της να την βάλει, έπεσε κάτω στο πάτωμα κάτι μεταλλικό.
  Έσκυψε και το πήρε, και γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη. Ήταν ένα χρυσό φλουρί.
  Τότε της ήρθε στο μυαλό η χτεσινή σκηνή, που φεύγοντας η Αλουστίνα της άφησε τα κρεμμυδόφυλλα που τα πέταξε όλα στο τζάκι.  Φαίνεται είχε μείνει ένα κρεμυδόφυλλο μέσα στην ποδιά της όταν την φύλαξε.
  Έτρεξε με λαχτάρα έξω στην αυλή και στο τζάκι, αλλά κρεμμυδόφυλλα δεν υπήρχαν.

  Τα έβαλε με τον εαυτό της, που της έλαχε μια ευκαιρία να αποκτήσει πλούτη, αλλά φαίνεται δεν ήταν γραφτό.


ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ

  Με τον τίτλο «κακιά ώρα» στη Σύμη, πάντα εννοούν κάποια ανεξήγητα συμβάντα, που έλαβαν και λαμβάνουν χώρα κυρίως βραδινές ώρες, και υπονοούν παρουσία δαίμονα ή δική του ενέργεια.
  Μπορεί λοιπόν η Κακιά ώρα να είναι ένας δαίμονας που εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή και ορισμένες φορές με τη μορφή κάποιου γνωστού μας ανθρώπου για να μας παραπλανήσει και να μας ενοχλήσει. Μπορεί να είναι φαινόμενα ακουστικά που δεν εξηγούνται λογικά, ή αίσθηση κρύου σε θερμοκρασίες υψηλές, απότομη αλλαγή καιρικών φαινομένων τοπικά που δεν δικαιολογούνται, όπως να φυσά δυνατά ξαφνικός αέρας συμπαρασύροντας τα πάντα ενώ υπάρχει άπνοια παντού, να κουνιούνται από τον αέρα μόνο τα φύλλα κάποιου δέντρου σε αντίθεση με τα άλλα δένδρα γύρω, εμφάνιση παράξενων όντων, ο εκφοβισμός ζώων κυρίως σκύλων που το βράδυ αρνούνται να πάνε κάπου γιατί δείχνουν να βλέπουν κάτι τρομακτικό το οποίο όμως δε βλέπει ο άνθρωπος κ.λ.π. 
  Ακόμα, η παρουσία υπερμεγεθών ανθρώπων, αντικειμένων, κατασκευών, καθώς και οι ρίψεις βράχων μεγάλων, ή βράχων που κυλούν με συνοδεία βουητού, και φωνές και ουρλιαχτά ανθρώπου ή ζώου, (σκύλου – βοδιού) εντάσσονται μέσα στην ενότητα της Κακιάς ώρας.
  Πάντα η Κακιά ώρα, έρχεται σε αντιδιαστολή  με τη «Καλή ώρα», όπου την επικαλούνται (εύχονται) σε αναμονή χαρούμενων γεγονότων, όπως αρραβώνες, γάμους κ.λ.π. και πιθανόν να λέγεται, για να ξορκίσουν την κακή ώρα από ένα τέτοιο γεγονός.
   Πέραν της ερμηνείας και της εξήγησης που αναφέραμε πιο πάνω για την «καλή ώρα»,  υπάρχουν μαρτυρίες και αναφορές για διαφορετική σημασία της λέξης, σε δημιουργικές ασχολίες μαγειρικής, όπου τούρτες (παραδοσιακή Συμαϊκή τυρόπιτα) και  «Ακούμια» (είδος ντόπιου λουκουμά με ρύζι) η ζύμη παρ’ ότι ήταν λίγη, συνέχιζαν παραδόξως, να βγάζουν μεγάλες ποσότητες, που δεν τις δικαιολογούσαν τα υλικά, λες και αυγάτιζε από μόνη της. Μόλις όμως κάποια από τις παριστάμενες το παρατηρούσε και το σχολίαζε, αμέσως τελείωνε η ζύμη.
  Αναφορικά με τη σημασία της λέξης «Ώρες», στα παλιά τα χρόνια, αλλά και σήμερα, κάποιοι το επαναλαμβάνουν και το αποδέχονται, ότι παραμονές μεγάλων εορτών, όπως την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα, αλλά και όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, λένε χαρακτηριστικά, ότι υπάρχουν «Ώρες».
  Με τη λέξη αυτή, εννοούν  ότι πρέπει να είσαι προσεχτικός, γιατί μπορεί να σου συμβούν  κάποια πράγματα που δεν τα περιμένεις, και κυρίως, να σου τύχουν ατυχήματα και απρόοπτα, που πολλές φορές, δεν εξηγούνται λογικά.
  Ακόμα οι παλιές, έλεγαν σαν παροιμία, «Το Τυρινό, το Βαγιανό, και της Ορθοδοξίας, να μην πηγαίνεις στο βουνό». Τι θα πει αυτό;
  Ότι το Σάββατο της Τυρινής, των Βαΐων και της Ορθοδοξίας, δεν πρέπει να πηγαίνεις στο βουνό, και κατ’ επέκταση στο νεκροταφείο, γιατί υπάρχουν «Ώρες».
  Στην Κακιά ώρα, έχουμε και εδώ κάποια μέρη, που η δημιουργία τέτοιων συμβάντων, να παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα από άλλες περιοχές, και η εξήγηση που δίνεται, λέγεται με τη φράση «το κάνει το μέρος» ή «το ΄χει το μέρος», για να πουν, ότι κάτι υπάρχει εκεί που το δημιουργεί η τοποθεσία πιο τακτικά.
  Τώρα αυτό το κάτι που υπάρχει και  δημιουργεί τα ανεξήγητα συμβάντα, μπορεί να είναι κάποια παλιά ταφή που δεν τη γνωρίζει κανένας, κάποιο φονικό που έγινε άδικα και ζητά δικαίωση το θύμα, κάποια κατάλοιπα από παλιό κτίσμα που συνέβη κάτι εκεί, κ.λ.π. πάντα όμως με την παρέμβαση και τις ενέργειες κάποιου δαίμονα.
  Μάλιστα, στη Σύμη, όταν αναφέρονται σε δαίμονα, δε λένε τις περισσότερες φορές το όνομά του, πιθανόν γιατί θεωρούν ότι αν ειπωθεί φανερά και ακουστεί, μπορεί ο δαίμονας να παρουσιαστεί, ή να είναι σαν κάλεσμα γι αυτόν.
  Έτσι χρησιμοποιούν άλλα προσωνύμια,  όπως «Πιτζοβοήλης» (παράγεται πιθανόν από τον Πιτζόβολο, που είναι κυκλικό μικρό δίχτυ με πολλά μολύβια στο κάτω μέρος και φελλούς πάνω στο κέντρο, και πετάγεται από κάποιον ευρισκόμενο στα ρηχά άνθρωπο για να εγκλωβίσει ψάρια. Δεν χρησιμοποιείται πλέον). 
  Ακόμα χρησιμοποιούν το προσωνύμιο «Εξαποδώ» (έξω+ από +εδώ) και  «τρισκατάρατος».

«Κακιά ώρα»  Αης Βασίλης συμβάν 8

(Αυτό το περιστατικό το έχω ακούσει σε 2-3 εκδοχές, γιατί είναι φυσικό αυτός που το άκουσε και θέλει να το διηγηθεί σε άλλους, ή παραλείπει κάποια στοιχεία του συμβάντος, ή προσθέτει δικά του με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορές, χωρίς φυσικά να αλλάζει η ουσία της  ιστορίας. Κυρίως αυτό γίνεται, όταν δεν είναι το πρόσωπο που βίωσε προσωπικά το γεγονός, και έχει συμβεί σε παλαιότερα χρόνια).

  Μια μέρα, ένας παπάς με τη κόρη του, σηκώθηκαν το βράδυ από το σπίτι τους, να πάνε στον Αη Βασίλη για να κάνουν μια προγραμματισμένη Λειτουργία στο εκεί εξωκλήσι.
  Έφυγαν από το σπίτι, και μπροστά προχωρούσε ο παπάς  κρατώντας τα ιερά σκεύη και τα άμφιά του σε μια τσάντα, και πίσω του ερχόταν η κόρη του, κρατώντας τα υπόλοιπα που είναι απαραίτητα για τη Λειτουργία.
  Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ο παπάς αισθάνθηκε επείγουσα σωματική ανάγκη, είπε στη κόρη του να τον περιμένει, και της έδωσε τη τσάντα που κρατούσε.
  Μετά από λίγο πράγματι γύρισε ο παπάς, και τέθηκε πάλι επικεφαλής της πορείας και συνέχισαν το δρόμο τους.
  Όμως δεν της ζήτησε να του δώσει πίσω τη τσάντα που της είχε δώσει πριν φύγει.
  Κάποια στιγμή, η κόρη κατάλαβε, ότι μάλλον είχαν πάρει λάθος το μονοπάτι, και είχαν φύγει έξω από αυτό, και κατέβαιναν τη κοίτη του χειμάρρου.
- Παπά μου, λάθος δρόμο πήραμε, του είπε.
- Ακολούθα με και μη μιλάς, ήταν η απάντηση του παπά.
  Εκείνη δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει, αλλά καταλάβαινε, ότι είχαν φύγει πολύ από το μονοπάτι.
  Τελικά, αντί να φτάσουν στο εξωκλήσι που είναι δεξιά και πάνω από την παραλία, έφτασαν κάτω στη θάλασσα, και ο παπάς έκανε κάτι ακατανόητο.  Μπήκε μέσα στη θάλασσα και προχωρούσε στο νερό.
  Η κόρη του αποσβολωμένη και έντρομη γι’ αυτό που έβλεπε, φώναζε στον πατέρα της να γυρίσει πίσω.
  Εκείνος όμως της απάντησε να μπει και εκείνη μέσα στη θάλασσα.
- Μα μέσα στη θάλασσα παπά μου, ρωτούσε εκείνη σφίγγοντας από τον τρόμο της τη τσάντα που κρατούσε με τα ιερά σκεύη.
- Έλα σου λεω, φώναζε εκείνος. Μπες μέσα στη θάλασσα, και άφησε έξω αυτά που κρατάς.
- Δεν μπορώ να τα αφήσω είπε, βάζοντας τα κλάματα, και καταλαβαίνοντας πια, ότι δεν πρέπει να ήταν ο πατέρας της αλλά κάποιος άλλος.
- Ας μην κράταγες αυτά που κρατάς, τον άκουσε να λέει, και θα έβλεπες τι θα πάθαινες.
  Η κοπέλα από το φόβο της και το μεγάλο σοκ που έπαθε έχασε τις αισθήσεις, ενώ από ψηλά, ακουγόταν κάποιος να φωνάζει το όνομά της.
  Ήταν ο πατέρας της που την είχε χάσει και φώναζε για να την βρει, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε και δεν τον περίμενε.
  Κατέβηκε κάτω στην παραλία και την βρήκε σε κακά χάλια να κρατά σφιχτά τα ιερά σκεύη και να μην τα αποχωρίζεται.
  Τη συνέφερε, και τη ρώτησε τι συνέβη, και εκείνη του διηγήθηκε την περιπέτειά της.
  Ο παπάς τελικά που γύρισε όταν εκείνος πήγε για σωματική του ανάγκη, ήταν κάποιος δαίμονας που πήρε τη μορφή του για να παραπλανήσει τη κόρη του, και να την πνίξει στη θάλασσα.
Από εκείνη τη μέρα πάντως, η κόρη του παπά έπαθε κατάθλιψη και μαράζωνε, και ποτέ δεν κατάφερε να συνέλθει.


«Κακιά ώρα»  5

Από τον Σ. Τ.

  Ήμουν δεκαπέντε χρονών, και μαζί με τα άλλα μου αδέρφια, ασχολούμασταν με κτηνοτροφικές εργασίες.
  Είχαμε πρόβατα και κατσίκια, και εκείνη την εποχή, είχαμε και μερικές αγελάδες, και εγώ ήμουν επιφορτισμένος, να παίρνω το γάλα, και να κατεβαίνω κάτω στην πόλη της Σύμης, και να κάνω διανομή.
  Όλα αυτά φυσικά γινόντουσαν με τα πόδια, μια και τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και δρόμοι, εκτός από μονοπάτια.
  Το μέρος όπου  μέναμε εγώ και τα τρία αδέρφια μου, ήταν πάνω από το Νημπορειό, (παραθαλάσσιος εξοχικός οικισμός στα βορειοδυτικά της Σύμης), σε ένα λόφο απέναντι από το Πηάδι (Πηγάδι), εκεί που είχαμε ένα πετρόκτιστο σπίτι, και όλες τις εγκαταστάσεις που χρειάζονται για τα ζώα που εκτρέφαμε.
  Εκείνη τη μέρα, έφυγα από το σπίτι μας στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, και κρατώντας ένα μικρό φανό που έκαιγε λάδι, ξεκίνησα έντεκα και μισή το βράδυ να πάω στον Μούτσουνα, όπως λέγεται ο λόφος που μέναμε.
  Πέρασα το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, και έστριψα προς το δρόμο που οδηγεί προς το εξωκλήσι του Αη Φανούρη, και το μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη. (Παλιό Βυζαντινό μοναστήρι με φρουριακή όψη, με δύο ναούς, ο νεώτερος κτισμένος πάνω ακριβώς από τον παλαιό, η κτίση του οποίου φτάνει μέχρι τον 5ο αιώνα μ. Χ.)
  Μαζί μου, είχα ένα δυνατό σκυλί κατάμαυρο, που ήταν πολύ καλός στη δουλειά του.
  Προχωρούσε μπροστά ως συνήθως, γνωρίζοντας το μονοπάτι που ακολουθούσα, μια και το κάναμε αρκετές φορές μαζί.
  Είχα φτάσει στη διασταύρωση του δρόμου, εκεί που πάει για το εξωκλήσι του Αη Φανούρη, και ο άλλος ο δρόμος κατηφορικά, σε οδηγεί στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη.
  Μόνο που εγώ, δε θα περνούσα από το μοναστήρι του Αρχαγγέλου, αλλά μετά τη διασταύρωση, θα ακολουθούσα το μονοπάτι που πάει προς τα Λυκότενα, (περιοχή ψηλά πάνω από το Νημπορειό προς τα νότια, όπου βρίσκονται υπολείμματα από παλιά πετρόκτιστα πατητήρια κρασιού), για να βρεθώ στο σπιτάκι που μέναμε.
  Έφτασα στο σημείο που είναι η υπαίθρια στέρνα του Μοναστηριού του Αρχαγγέλου, και έστριψα για να ακολουθήσω το μονοπάτι, όταν βλέπω το σκύλο μου, να δείχνει σημάδια, ότι κάτι έχει αντιληφθεί μπροστά και τρέχει.
  Επιστρέφει όμως πολύ γρήγορα, και μπαίνει μέσα στα πόδια μου και κλαίει, και με κάνει να μην μπορώ να περπατήσω.
  Τι έπαθες του λέω, φύγε μέσα από τα πόδια μου, γιατί θα με κάνεις να πέσω.
  Τίποτε. Εκείνος εξακολουθούσε να κλαίει και να τρέμει ανάμεσα στα πόδια μου.
  Ξέχασα να σου πω, πως είμαι από τους ανθρώπους που δεν φοβόμουν, και δεν φοβάμαι εύκολα.
  Προχώρησα λοιπόν, αλλά βλέπω μπροστά μου ένα τεράστιο μαύρο όγκο, ένα κάστρο, ένα φρούριο, όπως περίπου του μοναστηριού του Αρχαγγέλου, ενώ στις γύρω ελιές έβγαινε καπνός, και ακουγόταν ένα περίεργο υπόκωφο μουγκρητό.
  Εγώ, στην αρχή δεν κατάλαβα καλά, και νόμιζα ότι το μουγκρητό, ίσως ήταν από κάποια γελάδα τραυματισμένη, μια και το μοναστήρι διατηρούσε τότε αγελάδες, και τις επέβλεπε κάποιος.
  Μάλιστα, εγώ πέρασα για το κάστρο αυτό το μοναστήρι του Αρχαγγέλου, και νόμισα ότι έκανα λάθος στο μονοπάτι, και έπρεπε να γυρίσω πίσω να βρω το σωστό δρόμο.
Κάνω μεταβολή πίσω για να  ψάξω να βρω το μονοπάτι που έχασα όπως πίστευα, και βλέπω ότι και πίσω μου, υπάρχει το ίδιο κάστρο.
  Τότε κόπηκαν τα πόδια μου.
  Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και όλα αυτά, δεν ήταν από δικό μου λάθος, αλλά κάτι πολύ απόκοσμο και τρομαχτικό τα δημιουργούσε για να με τρομοκρατήσει.
  Ξαναγύρισα μπροστά να περάσω, και λες και μαζεύτηκαν όλοι οι σκύλοι του νησιού και ούρλιαζαν τριγύρω μου, κάνοντας τη τρίχα μου να σηκώνεται από την ανατριχίλα.
  Τι να κάνω δεν ήξερα.
  Σε δευτερόλεπτα μέσα, αποφάσισα να προχωρήσω και ότι βγει.
  Έκανα να φύγω μπροστά, κι ένοιωσα τα πόδια μου να κόβονται από τα γόνατα, λες και δεν τα αισθανόμουν, και προχωρούσα στα γόνατα.
  Ώρες ατελείωτες παιδευόμουν να φτάσω στο σπίτι που ήταν τα αδέρφια μου και δεν έφτανα.
  Όταν τελικά έφτασα απέξω, άνοιξα το στόμα μου να φωνάξω να μου ανοίξουν, και δεν έβγαινε ήχος.
  Ξαναπροσπάθησα, τίποτε.
  Είχα χάσει τη μιλιά μου.
  Προχώρησα μέχρι την πόρτα, και δίνοντας μια κλωτσιά, έσπασα το σύρτη από μέσα, και πετάχτηκαν τα αδέρφια μου πάνω.
- Τι έχεις με ρωτούσαν που με έβλεπαν και έτρεμα, και δεν μπορούσα να τους εξηγήσω, γιατί δεν έβγαινε κανένας ήχος.
  Πήγα στο κρεβάτι και κουκουλώθηκα, και κρύωνα αν και ήταν καλοκαίρι.
  Έμεινα εκεί, χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ τρέμοντας και χωρίς λαλιά.
  Ο μεγάλος μου αδερφός κάτι υποψιάστηκε, και την άλλη μέρα με κατέβασαν κάτω στην πόλη της Σύμης.
  Περπατούσα, και δεν αισθανόμουν τα πόδια μου.
  Φώναξαν έναν παπά στο σπίτι, και ξεκίνησε να απαγγέλνει προσευχές και ψαλμούς, από τις έντεκα το πρωί, μέχρι τις τρεις το απόγευμα.
  Όταν τελείωσε, με ρώτησε αν μπορώ τώρα να μιλήσω, για να του διηγηθώ τι μου συνέβη.
  Πράγματι, φοβισμένα στην αρχή και μετά κανονικά, ξαναβρήκα τη μιλιά μου, και του διηγήθηκα αυτά που μου συνέβησαν.
  «Ήταν δαιμονική ενέργεια» μου είπε. Πολλές φορές, συνέχισε, με πειράζει ο «εξαποδώ» στο βουνό πηγαίνοντας για κάποιο εξωκλήσι για λειτουργία. Ακόμα πολλές φορές μένει έξω από το εξωκλήσι, και επαναλαμβάνει ορισμένους από τους ψαλμούς κοροϊδευτικά, όταν όμως πω «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου…» τότε εξαφανίζεται.
  Κράτα πάντα μαζί σου έναν Σταυρό μου είπε.
  Έχουν περάσει τόσα χρόνια, και αυτό που έπαθα, δεν μπορώ να το ξεχάσω με τίποτα.
Όσο αν πηγαίνω ακόμα στο βουνό το βράδυ; Πηγαίνω, γιατί ασχολούμαι ακόμα με τα ζώα. Έτσι μεγάλωσα, έτσι έμαθα,  και δεν πρόκειται να τα αφήσω.


«Κακιά ώρα»  14ο

Από την Ε. Ζ.

 Το σπίτι μας, είναι στο νοτιοανατολικό σημείο της πόλης της Σύμης, και την εποχή εκείνη, κάναμε επισκευές σε κάποια δωμάτια, κι έτσι εγώ και τα δύο αδέλφια μου κοιμόμασταν στο κατώι.
  Μέσα στο δωμάτιο αυτό πάνω σε μια καρέκλα, είχε βάλει η μητέρα μου ένα καντήλι αναμμένο, πιο πολύ για να μας δίνει φως, γιατί ταυτόχρονα, φτιάχναμε και τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού.
  Επιστρέφαμε εγώ και η μητέρα μου βράδυ, επειδή είχαμε πάει σε ένα γειτονικό μας σπίτι να συζητήσουμε κάτι, και πριν μπούμε στο δικό μας σπίτι, με την άκρη του ματιού μου, πρόσεξα έναν τύπο στη γωνία με μπλε σκούρο παντελόνι, και καρό μουσταρδί πουκάμισο, να τον κρύβει το μισοσκόταδο, και να μη φαίνεται καθαρά το πρόσωπό του.
  Μου φάνηκε λίγο περίεργος στην εμφάνιση, και δεν το κρύβω, ότι αισθάνθηκα λίγο άβολα.
  Μάλιστα έκανα τη σκέψη, ότι τέτοιο πουκάμισο, δεν είχα ξαναδεί να το φοράει κάποιος από την περιοχή, άρα όπως υπέθεσα θα ήταν ξένος.
  Ήμουν τότε μικρό κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε, και δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν τον είδα με καλό μάτι.
  Προχωρήσαμε, ανοίξαμε την πόρτα της αυλής και μπήκαμε μέσα κλείνοντάς την πάλι, και ανοίξαμε την πόρτα του σπιτιού μας και την κλείσαμε και εκείνη.
  Ήμασταν κουρασμένες και από τις μεταφορές και από τη καθαριότητα στο σπίτι, που πήγαμε κατευθείαν για ύπνο.
  Η μητέρα μου ανέβηκε στο ανώι, (ο πατέρας μου ταξίδευε) κι εγώ κοιμήθηκα σ΄ ένα κρεβάτι, στην άλλη γωνία του δωματίου του κατωγιού. Στην άλλη κοιμόντουσαν ήδη τα δύο αδέλφια μου, και υπήρχαν χάμω, εικονογραφημένα περιοδικά της τότε εποχής που διάβαζαν, όπως «Μπλέκ», «Ταρζάν» και άλλα, που τα άφησαν εκεί, όταν άρχισε να τους παίρνει ο ύπνος.
  Δεν είχα προλάβει να πέσω στο κρεβάτι, και ακούω βήματα, και κάποιος να ανοίγει την αυλόπορτα.
  Κοκάλωσα από το φόβο μου. Ήθελα να φωνάξω στα αδέλφια μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι θα με άκουγαν επειδή κοιμόντουσαν.
  Μετά τα  βήματα προχώρησαν στην πόρτα του κατωγιού, την οποία άνοιξε, και αισθάνθηκα το ρεύμα που έκανε ο αέρας μπαίνοντας μέσα.
  Σε λίγο, ένας φοβερός θόρυβος ακούστηκε, σαν να ξεφύλλιζε κάποιος με ταχύτητα τα φύλλα ενός περιοδικού, ενός βιβλίου.
  Σταμάτησε για λίγο και ξανάρχισε πάλι, ενώ εγώ από το φόβο μου, έτρεμα στο κρεβάτι.
  Άκουσα για λίγο τον ένα αδελφό μου να κουνιέται στο κρεβάτι, δείγμα ότι, είχε ξυπνήσει.
  Ξαφνικά, το φως του καντηλιού που ήταν πάνω στην καρέκλα, αρχίζει να κινείται πέρα δώθε, και βλέπω με τρόμο, όλη η καρέκλα να πηγαινοέρχεται με το καντήλι πάνω, και στον τοίχο να κουνιούνται  οι σκιές από τα πράγματα που ήταν κόντρα στο φως, ενώ το γρήγορο ξεφύλλισμα σταματούσε και άρχιζε πάλι.
  Ήθελα πραγματικά να ουρλιάξω, αλλά θα τους ξεσήκωνα όλους στο σπίτι.
  Εκείνη τη στιγμή, ακούω τον αδελφό μου που ήταν μεγαλύτερος και φαίνεται είχε πάρει είδηση τους θορύβους και την καρέκλα να πηγαινοέρχεται με το φως πάνω, να ξεστομίζει μια βλασφημία.
  Αμέσως, σταματούν οι θόρυβοι μέσα στο κατώι, ακούγονται οι πόρτες να κλείνουν και σε λίγο να γίνεται ησυχία.
 Φώναξα το όνομα του αδελφού μου.
  Μου απάντησε. Τον ρώτησα αν άκουσε τους θορύβους που ακούγονταν προηγουμένως.
  Ναι μου είπε, και δεν σου φώναξα, γιατί εγώ νόμιζα ότι κοιμόσουν.
  Ξυπνήσαμε και τον άλλο μου αδελφό, και καθίσαμε και συζητούσαμε πολύ ώρα μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
  Την άλλη μέρα το πρωί το διηγηθήκαμε στη μητέρα μου.
  Ο «εξαποδώ» ήταν, είπε εκείνη. Μας ακολούθησε βραδιάτικα και μπήκε μέσα.
  Ξέχασα κι εγώ να αφήσω τα παπούτσια μου έξω, συμπλήρωσε, γιατί δεν υπολόγισα την ώρα.
  Ακόμα και σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια, όταν φέρνω στο νου μου τις σκηνές και τους ήχους εκείνους ανατριχιάζω. Ήταν φοβερή εμπειρία.


«Κακιά ώρα» Δρακούντα

Από την Μ. Μ.

Ήταν 2011, και τέσσερα παιδιά του Λυκείου τελειόφοιτοι, αποφάσισαν να κάνουν μια νυχτερινή βόλτα διαφορετική απ’ ότι συνήθιζαν, και η αιτία ήταν το μεγάλο φεγγάρι που υπήρχε στον ουρανό.
  Ανέβηκαν λοιπόν την απότομη ανηφόρα δυτικά από την πόλη στο Γιαλό (το κάτω μέρος της πόλης της Σύμης), που πάει προς το νεκροταφείο της Ελικωνής (Ελικωνίδος), που βρίσκεται στην άκρη της Δρακούντας, μιας περιοχής με περιβόλια και δέντρα.
  Όμως, δεν είχαν σκοπό να πάνε στο νεκροταφείο, απλά πέρασαν απ’ έξω, και συνέχισαν τον πλακοστρωμένο δρόμο, που οδηγεί στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου της Δρακούντας, όπου ήταν και ο τελικός τους προορισμός.
   Μόλις είχαν περάσει το νεκροταφείο, και προχωρώντας λίγο ακόμη, σε μια στροφή που ο δρόμος στενεύει και έχει δεξιά και αριστερά τοίχους από ξερολιθιές των περιβολιών, (ο δρόμος είναι στενός, και ίσα που χωράει ένα αυτοκίνητο), όταν ξαφνικά και από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας παράξενος ποδηλάτης.
  Και ήταν παράξενος, γιατί πολλά συνέτρεχαν για να του δώσουν αυτό τον χαρακτηρισμό.
  Πρώτον, ήταν δύσκολο αν όχι περίεργο να βρεθεί ποδήλατο εκεί, μια και η ανηφόρα που ανεβαίνει πριν το νεκροταφείο έχει τέτοια κλίση, που ακόμα και να περπατάς τσουλώντας το ποδήλατο, είναι απίθανο.
  Δεύτερον, δεν υπάρχει καθόλου φωτισμός στο σημείο μετά το νεκροταφείο, οπότε αποκλείεται να πας προς τα εκεί.
  Τρίτον, ο αναβάτης, ήταν μικροκαμωμένος, με μαύρα ρούχα και κουκούλα, και εμφανίστηκε από το πουθενά, και τέταρτο, ποιός θα έκανε ποδήλατο νυχτιάτικα μέσα στο σκοτάδι αρχές καλοκαιριού με κουκούλα;
  Στην αρχή τα παιδιά ξαφνιάστηκαν, αλλά αποφάσισαν να συνεχίσουν  τη νυχτερινή τους βόλτα μέχρι το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου της Δρακούντας, σχολιάζοντας μάλιστα την απροσδόκητη εμφάνιση αυτού του παράξενου τύπου.
  Η ώρα ήταν γύρω στις δώδεκα, και ενώ ο ποδηλάτης εξαφανίστηκε, σε λίγο πάλι εμφανίστηκε μπροστά τους, στο σημείο πριν την άλλη ανηφόρα που υπάρχει προς το εξωκλήσι.
  Δεξιά από το δρόμο εκεί έχει ένα αρχαίο προ Χριστού μνημείο με περίτεχνες πελεκημένες πέτρες, που μοιάζει με τύμβο.
  Στο σημείο λοιπόν εκείνο, βλέπουν τον  ποδηλάτη να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα, και κάνοντας μια αδέξια προφανώς κίνηση,  χτυπάει  πάνω στον τοίχο και φεύγει μαζί με το ποδήλατο από την άλλη πλευρά του τοίχου μέσα σε ένα χωράφι, που το ύψος του ξεπερνούσε τα 2- 3 μέτρα από τον δρόμο.
  «Πάει. Σκοτώθηκε», είπαν μεταξύ τους τα παιδιά, και έτρεξαν να κοιτάξουν μήπως χρειάζεται βοήθεια.
  Καβάλησαν τον τοίχο, και με προφυλάξεις κατέβηκαν στο χωράφι.
  Η έκπληξή τους όμως μεγάλωσε, μια και εκεί που έπεσε, δεν υπήρχε κανείς, όσο καλά και να έψαξαν.
  Απόρησαν, αλλά και άρχισαν να υποψιάζονται, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλη αυτή την ιστορία. Μάλιστα κάποιοι από την παρέα πρότειναν να γυρίσουν πίσω, αλλά οι υπόλοιποι ισχυρίστηκαν ότι είμαστε τέσσερις, και δεν πρέπει να φοβόμαστε.
  Αποφάσισαν λοιπόν να προχωρήσουν, και ανέβηκαν από το χωράφι στο δρόμο, με σκοπό να συνεχίσουν τη διαδρομή τους μέχρι το εξωκλήσι. 
  Πάνω που ετοιμάζονταν να ανέβουν την ανηφόρα, τον είδαν πάλι μπροστά να τους περιμένει με το ποδήλατο, και δεν ήθελε και πολύ να καταλάβουν, ότι δεν είχαν να κάνουν με άνθρωπο, οπότε αποφάσισαν να επιστρέψουν όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω.
  Έκαναν μεταβολή και γύρισαν εσπευσμένα, και μέχρι να φτάσουν στην πόλη, αυτή ήταν η συζήτησή τους για αρκετή ώρα καθ’ όλη τη διαδρομή.
  Μάλιστα, συμφώνησαν να επισκεφτούν την επαύριον έναν ιερέα και να του εξιστορήσουν το περιστατικό.
  Πράγματι πήγαν σε έναν ιερέα, οποίος αφού άκουσε το συμβάν, είπε πως  κάποια ψυχή περιπλανιέται και δεν μπορεί να ησυχάσει.
  Μάλιστα τους εξήγησε κατά τη γνώμη του, ότι ήταν δύσκολο να τους κάνει κάποιο κακό, γιατί ήταν τέσσερα άτομα, που ορίζουν τα 4 σημεία του ορίζοντα, που αν τα ενώσεις είναι το σχήμα του Σταυρού.
Τα παιδιά έφυγαν προβληματισμένα, και πάντα όταν βρίσκονται μαζί, δεν ξεχνούν να συζητήσουν αυτή την εμπειρία που βίωσαν εκείνο το βράδυ.


«Κακιά ώρα»

  Από τον Σ. Λ.
 
  Ήταν  Σάββατο, Αύγουστος αρχές του μήνα, και αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου να πάμε με τη βάρκα μας, να περάσουμε  μια βραδιά στην Ανάληψη.
  Η Ανάληψη, είναι ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι ορατό απέναντι από την πόλη της Σύμης, και απέχει περίπου δέκα λεπτά με τη βάρκα.
  Είναι χτισμένο ανάμεσα σε βράχους στη θάλασσα και στην απέναντι στεριά.
  Για να το καταφέρουν αυτό οι παλιοί μαστόροι, έφτιαξαν μια γέφυρα, ενώνοντας τους βράχους της θάλασσας με την ηπειρωτική στεριά, πάνω στην οποία έχει ανεγερθεί το ξωκλήσι.
 Κάτω από τη γέφυρα, φαίνεται η μεγάλη καμάρα, που τώρα την έχουν κλείσει με μεγάλες σιδερένιες πόρτες και από τις δύο εισόδους.
  Δε θα κοιμόμασταν όμως στα κελιά που υπάρχουν, αλλά σε μια μικρή παραλία πλάι στο ξωκλήσι προς τα δυτικά.
  Εκείνη τη μέρα, έκανε πολύ ζέστη, και η θάλασσα ήταν χαρτί.
  Φύγαμε από την πόλη με τη βάρκα γύρω στις δέκα το βράδυ, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, στρώσαμε κάτω στα χαλίκια.
  Ξαφνικά, ακούσαμε φωνές και ομιλίες γυναικείες από το μέρος της θάλασσας πολύ μακρινές, και προς τα δυτικά.
  Στην αρχή, νομίζαμε πως, λόγω της καλοκαιρίας και της άπνοιας, οι φωνές μπορεί να ερχόντουσαν από τη μεριά του Νημπορειού, αν και είναι πολύ μακριά. (Το Νημπορειό, είναι παραθαλάσσιος οικισμός βορειοδυτικά της πόλης της Σύμης).
 Ρώτησα τη σύζυγό μου αν άκουσε τις ομιλίες, και πράγματι τις άκουγε και εκείνη.
  Δεν πρόλαβε να τελειώσει την απάντησή της, και οι ομιλίες ακούστηκαν πολύ κοντά μας.
  Πήρα το φακό και πήγα προς τη μεριά που ακούγονταν οι ομιλίες, αλλά δεν υπήρχε τίποτε.
  Γύρισα πίσω, καθησυχάζοντάς την, ότι δεν είναι τίποτε.
   Κοίταξα το ρολόι του χεριού μου με τους φωσφορούχους δείκτες, και έδειχνε δώδεκα και τέταρτο.
  Ξαφνικά, εκείνη έβαλε μια φωνή.
- Μας παίρνουν τη βάρκα μου είπε.
  Έστρεψα το φακό προς τη βάρκα, και είδα ότι σαν  κάποιος να τραβούσε το σχοινί της άγκυρας, και τέντωναν τα μπροστινά σχοινιά τρίζοντας από τη δύναμη.
  Μετά, λες και το άφησε απότομα, η βάρκα κλώτσησε με δύναμη προς τα μπροστά, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι παρόλο που έφυγε η βάρκα, δεν δημιουργήθηκε κυματισμός.
  Ανατριχιάσαμε σύγκορμοι, γιατί καταλάβαμε πια, ότι δεν είχε σχέση με κάτι ανθρώπινο.
   Αυτό όμως που συνέβαινε  κάθε φορά που άναβα το φακό και τον έστρεφα προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές και οι ομιλίες, ήταν ότι σταματούσαν για λίγο, για να ξαναρχίσουν πάλι  από άλλη κατεύθυνση.
Δεν καταφέρναμε όμως, να καταλάβουμε μια έστω λέξη από αυτά που ακούγονταν.
  Εγώ, δεν ήθελα να τη φοβίσω, και της είπα να ξαπλώσουμε.
  Τότε ξεκίνησε με διαφορετικό τρόπο, η εκδήλωση της παρουσίας  αυτών των άϋλων όντων, που έκαναν το παν για να μας τρομοκρατήσουν.
  Ποδοβολητά ακούστηκαν στα χαλίκια προς τη μεριά της θάλασσας, που όσο πήγαινε και δυνάμωνε, και νόμιζες ότι περνάει ολόκληρος στρατός με έφιππους άνδρες, σε μια απόσταση λίγων μέτρων.
  Άναψα το φακό προς τα εκεί και δεν υπήρχε τίποτε.
  Ήμασταν σε απελπιστική  κατάσταση εγώ και η σύζυγός μου.
  Ούτε να μπούμε στη βάρκα τολμούσαμε, αλλά ούτε και να φύγουμε από εκεί.
  Πού να πηγαίναμε άλλωστε. Παντού ήταν ερημιά.
  Σε λίγο, θα αρχίζαμε να ουρλιάζουμε, και δεν υπήρχε κάτι να κάνουμε, για να σταματήσει αυτή η τρελή κατάσταση.
  Περάσαμε εφιαλτικές ώρες στη μικρή παραλία, και γύρω στις τέσσερις και τέταρτο άρχισαν να καταλαγιάζουν όλα αυτά σιγά – σιγά, αλλά η υπερένταση και ο φόβος μας δεν έλεγε να κοπάσει.
  Ξημέρωνε, και μια ωραία βραδιά, μας είχε γίνει εφιάλτης.
  Φύγαμε όταν ξημέρωσε για τα καλά, και κατάκοποι από την κούραση και την αϋπνία, κυρίως  όμως ψυχική κούραση, πήγαμε στο σπίτι μας σωστά ράκη.
  Την άλλη μέρα πήγαμε σε κάποιον ιερέα, και του εξιστορήσαμε τα συμβάντα που έλαβαν χώρα στην περιοχή της Ανάληψης.
  Μας είπε, ότι ίσως έχει σχέση με το ότι πριν τον πόλεμο, είχε ακούσει ότι  πνίγηκαν εκεί κοντά τρεις κοπέλες.
  Φύγαμε προβληματισμένοι  με ένα μεγάλο κενό στο στομάχι.
Τέτοια εμπειρία, δεν είχαμε ξαναζήσει, αλλά ούτε και θέλαμε να την ξαναζήσουμε.


«Κακιά ώρα» 

Από τον Ε. Τ.
 
  Προχωρούσαμε βράδυ με τον N. για να πάμε προς τον Αϊ Νικόλα της Κεφαλής, και ανεβαίνοντας το παλιό μονοπάτι, στον ουρανό δε φαινόταν άστρο, δείγμα του ότι σύντομα θα είχαμε βροχή.
  Πάνω από το Ξίσος, και κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Κατερίνας άρχισε μια καταρρακτώδης βροχή, που μας ανάγκασε να ψάξουμε να βρούμε κάποιο μέρος να προφυλαχτούμε.
  Η πρώτη σκέψη ήταν να πάμε στο μοναστήρι, και να μπούμε μέσα σε κάποιο από τα κελιά αν ήταν ανοιχτό, γιατί κάτω από τα δέντρα, δεν θα υπήρχε καλή κάλυψη.
  Μπήκαμε λοιπόν ανοίγοντας την εξωτερική πόρτα, και τρέχοντας δοκιμάσαμε τις πόρτες των κελιών, αλλά όλα ήταν κλειστά, κι έτσι  ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας που ήταν με μάνταλο, και την κλείσαμε από μέσα με το σύρτη.
  Μάλιστα αναρωτήθηκα, γιατί έκλεισα την πόρτα από μέσα χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.
  Ήμασταν βρεγμένοι, αλλά γλιτώσαμε τα χειρότερα.
  Δεν  είχαμε προλάβει που μπήκαμε μέσα, όταν ακούσαμε έξω στην πλακόστρωτη αυλή, βήματα από κάποιον που πλησίαζε.
  Ο ήχος που έκανε, έμοιαζε με γυναικείο παπούτσι με τακούνι.
  Παραξενευτήκαμε, και κοίταξε ο ένας τον άλλο.
  Τα βήματα έφτασαν έξω από την πόρτα, και ακούσαμε το μάνταλο να ανεβοκατεβαίνει, σε μια προσπάθεια να ανοίξει.
  Ξαναπροσπάθησε πάλι, αλλά ευτυχώς που είχαμε αμπαρώσει από μέσα.
  Όταν είδε ότι δεν άνοιγε, χτυπούσε τη ξύλινη πόρτα με μανία να ανοίξουμε.
  Η καρδιά μας, κόντευε από το φόβο να βγει από το στήθος μας, και είχαμε μαζευτεί σε μια γωνιά πιο μέσα, και κρατούσαμε ακόμα και την αναπνοή μας.
  Έφυγε τότε από την πόρτα, και πήγε στο παράθυρο του ναού, κι άρχισε και εκεί τα χτυπήματα.
  Ξαναγύρισε στην πόρτα, και όταν είδε ότι δεν ανοίγαμε, ακούσαμε έξω να λέει μια γυναικεία φωνή:
- Ας μην μπαίνατε μέσα, και θα σας κανόνιζα καλά.
  Εμείς, κλεισμένοι στην εκκλησία, με το φόβο και τη ταραχή να βρίσκεται στο έπακρο, δεν τολμήσαμε να μιλήσουμε ούτε και μεταξύ μας, και δε φύγαμε από μέσα όλο το βράδυ.
Περιμέναμε, μέχρι να δούμε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να φωτίζουν για τα καλά για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα μας έκανε κακό, και τότε ξεμυτίσαμε ανοίγοντας την πόρτα και πήγαμε στον προορισμό μας.
                                                                  Κρητικός Σαράντης         

Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 5469570828086781625

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item