Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Συμαϊκό περιοδικό ΑΙΓΛΗ Τεύχος 18 του  2008. ...


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Συμαϊκό περιοδικό ΑΙΓΛΗ Τεύχος 18 του  2008.

Κρητικός Σαράντης

*Αφιερωμένο, στο φίλο Γιώργο Α. Μαργαρίτη*

Μέρος 1ο


Αρχές με μέσα του 1800 – 1850, ξεκινούσε η μεγάλη ακμή της Σύμης, μια περίοδος, που θεμελίωσε όλη αυτή τη θαυμαστή πολιτεία, με τις αρχιτεκτονικές της καλαισθησίες, και το ναυτικό πλούτο που ερχόταν απ΄ όλα τα μέρη, στα οποία ο Συμιακός ταξίδευε, είτε σαν έμπορος, είτε σαν σφουγγαράς.
   Ταξίδια σ΄ όλη τη Μεσόγειο, με τα Συμιακά σκαριά να ανακαλύπτουν καινούργιες αγορές, νέους προορισμούς και νέες εμπειρίες για όλους.
   Ο προπάππους του Γ. Μ. είχε ένα μεγάλο εμπορικό καΐκι, ναυπηγημένο στο Κάμπο του Γιαλού, και τα συνηθισμένα του ταξίδια, ήταν στη Μαύρη Θάλασσα και τα παράλιά της.
   Να πουλήσει και να αγοράσει προϊόντα, και να επιστρέψει πάλι πίσω στο νησί του, μέχρι το επόμενο ταξίδι, και να απολαύσει στιγμές ηρεμίας από το μπαλκόνι του σπιτιού του στο Πιτίνι, ή με τους φίλους του να κουβεντιάσει, πίνοντας τον ναργιλέ του σ΄ ένα από τα τόσα καφενεία του Γιαλού.
   Οι Συμιακοί, ανέκαθεν ριψοκίνδυνοι και θαρραλέοι με το θαλασσινό στοιχείο, είχαν μάθει να συνδυάζουν την περιπέτεια με το εμπόριο, ένα κράμα εκρηκτικό, που πολλές φορές, κάποιοι το διενεργούσαν κάτω από τη μύτη των Τούρκων.
   Ο προπάππους του Γ.Μ. είχε μέσα του, ένα από αυτό το κομμάτι, που χαρακτήριζε τους κοντραμπατζήδες. Έκανε εμπόριο δυναμίτιδας, αγοράζοντάς την από τη Ρωσία, και  την πουλούσε μετά στους Συμιακούς ψαράδες, που ουκ ολίγοι, ασχολούνταν με αυτό το είδος ψαρέματος.
   Παίρνοντας πάντα, όλες τις προφυλάξεις για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι, ξεφόρτωνε τη δυναμίτιδα τις βραδινές ώρες, και την έκρυβε σε ειδική κρύπτη (ναουμά), η οποία ήταν κάτω από το πάτωμα στο κατώι του σπιτιού του.
  Για το σκοπό αυτό, στη γωνία του ξύλινου πατώματος, δύο κομμάτια ξύλο δεν ήταν καρφωμένα, και από εκεί κατέβαινε και αποθήκευε τη δυναμίτιδα μέχρι να την πουλήσει, και να ξανακάνει πάλι καινούργιο ταξίδι. Πάνω από τα δύο αυτά ξύλα του πατώματος, έβαζε πάντα έναν μεγάλο μπαούλο, για να κρύβει το άνοιγμα, και να μην μπορεί κανείς να υποψιαστεί τίποτε.
   Η δυναμίτιδα, του προσέφερε, ένα επιπλέον έσοδο, γιατί το προϊόν που μετέφερε ως συνήθως στα ταξίδια του, ήταν καπνός.                                                      



ΜΕΡΟΣ 2ο

   Αυτή η δουλειά, συνεχιζόταν αδιάκοπα, μέχρι που κάποτε ένας ψαράς, ενώ είχε πάρει αρκετές ποσότητες δυναμίτιδας, αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό που του αναλογούσε, αν και του το ζήτησε πολλές φορές ο καπετάνιος. 
Μάλιστα θεώρησε καλό, για να μην ασχοληθεί ξανά μαζί του ο καπετάνιος, να πάει να το πει στους Τούρκους, με αποτέλεσμα ναρθουν να τον πιάσουν, να κατασχέσουν το καΐκι του, και να τον στείλουν δεμένο στη Τουρκία μαζί με τα δυο του παιδιά που ήταν κι αυτοί πλήρωμα.
   Η απόφαση για τη ζωή τους όπως φημολογείτο, ήταν να τους εκτελέσουν δια απαγχονισμού, επειδή θεωρήθηκε, σαν εχθρική ενέργεια κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
   Πουθενά δεν φαινόταν κάποιο φως, που να έδινε ελπίδες στη γυναίκα και στη κόρη, που είχαν μείνει ανήμπορες να αντιδράσουν.
  Έτρεξαν παντού, παρακάλεσαν, προσπάθησαν να βρουν κάποιους να μεσολαβήσουν για να αλλάξει η απόφαση που διαφαινόταν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.
   Η μόνη τους ελπίδα ήταν να παρακαλούν τους Αγίους καθημερινά, και τον Μιχαήλη να μεσολαβήσει για να σωθεί ο άντρας και τα παιδιά της.
  Εκείνο το βράδυ, είχε κλάψει πολύ παρακαλώντας τον Ταξιάρχη, και όταν την πήρε ο ύπνος, βρέθηκε σαν να μπαίνει στο μοναστήρι του Μιχαήλη.
  Κατέβαινε λέει τα σκαλιά με την κόρη της, πηγαίνοντας στον παλιό κάτω Μιχαήλη, όταν εμφανίστηκε να βγαίνει δεξιά από ένα μικρό κελί κάτω, που έμοιαζε σαν εγκαταλελειμμένο, ένας στρατιωτικός με στολή που άστραφτε, με μεταλλικά ελάσματα, ο οποίος ανεβαίνοντας, απευθύνθηκε σ΄ εκείνη και της είπε: «Έλα να με βρεις εδώ που μένω, και εγώ θα σώσω την οικογένειά σου».

  Έντρομη ξύπνησε μέσα στον ύπνο της από αυτό το όνειρο, και δεν μπόρεσε να κοιμηθεί μέχρι το πρωί. Μάλιστα, ξύπνησε πιο νωρίς και την κόρη της, και της είπε πως θα φύγουν για τον Μιχαήλη, αφού της διηγήθηκε το όνειρό της. 
                            
       Η εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη (Μιχαήλης)                        
                                                                    
ΜΕΡΟΣ 3ο

   Πράγματι ξεκίνησαν για τον Μιχαήλη, πριν ακόμα ο ήλιος σηκωθεί, και όταν έφτασαν, μπαίνοντας μέσα, η προγιαγιά του Γ.Μ. αντίκρισε το  μικρό κελί, από το οποίο είδε να βγαίνει ο στρατιωτικός με τη στολή..
  Μπήκαν μέσα και καθάριζαν το μικρό κελί, ψάχνοντας για κάτι, ένα σημάδι, όταν πρόσεξαν στον τοίχο, μια μορφή. Ξεκίνησαν αμέσως το καθάρισμα του τοίχου, και αποκαλύφθηκε ότι ήταν η μορφή του Ταξιάρχη, όπως την είχε δει στο όνειρό της. Έδωσε υπόσχεση στον εαυτό της, ότι θα την κάνει μια μεγάλη εικόνα, και να την φέρει να την τοποθετήσει η ίδια εδώ.

(Σε μια μικρή έρευνα που έκανα, πράγματι μπαίνοντας από την εξώπορτα της Μονής, και κατεβαίνοντας για να τον Κάτω Μιχαήλη – τον παλιό ναό – δεξιά, φαίνεται ένα μικρό κελί, που μάλλον χρησιμοποιείται σαν αποθηκευτικός χώρος. Μέσα λοιπόν εκεί, διέκρινα κάποια σχέδια με μολύβι στον τοίχο. Δυστυχώς με τον καιρό, και με την προσθήκη στην επιφάνεια των τοίχων χρώματος λευκού από ασβέστη, έχουν γίνει δυσδιάκριτα. Κάποιοι μάλιστα αργότερα, πρόσθεσαν και το δικό τους αποτύπωμα, όπως έκαναν και σε δάπεδα μοναστηριών χαράσσοντας τις κισαρόπλακες – μαλτεζόπλακες, γράφοντας ονόματα ημερομηνίες κ.λ.π. Πιστεύω ότι οι εικόνες, που παρουσιάζουν θέματα από το φυτικό και ζωϊκό κόσμο, καθώς και θέματα από την Αγιογραφία που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα σε ναούς, είναι φτιαγμένες από κάποιο μοναχό, ο οποίος προσπάθησε να διακοσμήσει το μικρό κελί, και είναι προσχέδια, και δεν γνωρίζουμε γιατί έμειναν σε αυτό το στάδιο. Ξέρουμε ότι ο Μιχαήλης, ο οποίος ήταν το μεγαλύτερο Μοναστήρι της Σύμης και το πιο πλούσιο παλαιότερα, στην περίοδο ακμής του, έφτασε να έχει όπως αναφέρουν 80 μοναχούς. Περισσότερες πληροφορίες για το κτίσιμο της Μονής Μιχαήλη όπως και για τα πεπραγμένα του Μοναστηριού, μπορείτε να βρείτε στο μπλοκ μου ΣΥΜΑΙΩΝ ΓΗ, εδώ που διαβάζετε και αυτή τη μελέτη, με τίτλο «ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΊ ΣΙΔΕΡΟ ΣΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΡΟΥΚΟΥΝΙΩΤΗ - ΜΙΧΑΗΛΗ»).









Τρεις φωτογραφίες, από τους τοίχους του μικρού κελιού στο Μιχαήλη.

   Όταν επέστρεψαν, άρχισε κιόλας τις ενέργειές της, για να κάνει πράξη, αυτό που είχε βάλει στο μυαλό της.
   Βρήκε ένα αγιογράφο, και του παρήγγειλε μια εικόνα μεγάλη του Ταξιάρχη Μιχαήλ σε πραγματικό μέγεθος.
  Όταν τελείωσε η εικόνα ζωγραφισμένη πάνω σε λαμαρίνα με κορνίζα, την πήραν και την μετέφεραν στον Μιχαήλη,  για να την τοποθετήσουν στο μικρό κελί.
   Δυστυχώς όμως, δεν υπολόγισαν καλά τα μέτρα, με αποτέλεσμα, να μη χωρεί να περάσει από την πόρτα.
   Απογοητευμένη η προγιαγιά του Γ, γύρισε άπρακτη με την εικόνα στο σπίτι, και την κρέμασε στον τοίχο, μέχρι να βρει ένα τρόπο και να λύσει το πρόβλημα.
   Πέρασαν δύο – τρεις μέρες, και χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα.
   Πήγε και άνοιξε, και αντίκρισε Τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι ζήτησαν να εξετάσουν το σπίτι.
   Οι Τούρκοι είχαν έρθει, για να κάνουν αυτοψία ουσιαστικά στο σπίτι, να δουν τη διαρρύθμιση, και τυχόν στοιχεία που υπήρχαν, αλλά και να εξετάσουν άλλη μια φορά, κατά πόσον ο ψαράς που τους κατήγγειλε το γεγονός με τη δυναμίτιδα, τους είχε πει την αλήθεια.
   Αφού τελείωσαν, κάλεσαν τον ψαρά, να τον ρωτήσουν ορισμένα πράγματα.




Φωτογραφία του Ετήσιου Συμαϊκού Περιοδικού ΑΙΓΛΗ, με το εξώφυλλο να δείχνει τη μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. όπως αποτυπώνεται στην εικόνα που δημιουργήθηκε.


ΜΕΡΟΣ 4ο

   - Πήγαινες πράγματι σ΄ αυτό το σπίτι και αγόραζες δυναμίτιδα;
  - Ναι, είπε εκείνος.
  - Ωραία. Τότε λοιπόν, θα ξέρεις να μας περιγράψεις το εσωτερικό του σπιτιού, και ότι άλλο σου έκανε εντύπωση.
  Ο ψαράς, περιέγραψε πράγματι με πολλές λεπτομέρειες το σπίτι, αλλά οι Τούρκοι, εξακολουθούσαν να τον ρωτούν, τι άλλο είχε μέσα.
 - Δεν θυμάσαι να χε κάτι άλλο που να σου έκανε εντύπωση;
 - Όχι απάντησε εκείνος.
 - Είσαι σίγουρος;
 - Ναι είπε εκείνος με σιγουριά.
 - Ψέματα λοιπόν έλεγες τόσο καιρό του είπαν. Πως είναι δυνατόν, να μην θυμάσαι τη μεγάλη εικόνα που υπάρχει στον τοίχο;
  Έτσι, χάρις στον Ταξιάρχη Μιχαήλ, οι Τούρκοι, πείστηκαν ότι ήταν αθώος ο καπετάνιος, τον ελευθέρωσαν μαζί με τα παιδιά του και επέστρεψαν όλοι στη Σύμη.
   Όμως, η εικόνα πλέον παρέμεινε  στον τοίχο του σπιτιού, και δεν έφυγε από εκεί μέχρι σήμερα, και άσβηστο καίει  μπροστά της κάθε μέρα ένα καντήλι.
   Κι όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά όταν κάποτε, θέλησαν να επιδιορθώσουν το σπίτι και χρειάστηκε να την μεταφέρουν πλάι  σ΄ ένα σπίτι, ερχόταν τακτικά στον ύπνο τους ο Ταξιάρχης, και τους προέτρεπε να τον μεταφέρουν γρήγορα στη θέση του.
  Αυτή είναι η ιστορία της εικόνας του Ταξιάρχη Μιχαήλ, η οποία βοήθησε και βοηθάει ακόμα αυτούς που τον έχουν ανάγκη – όπως θα δούμε πιο κάτω – αποδεικνύοντας, ότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ, έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη Σύμη.
  Παραθέτουμε ορισμένα περιστατικά που συνέβησαν με την εικόνα αυτή, όπως μας τα διηγήθηκαν οι μεταγενέστεροι συγγενείς τους.




ΜΕΡΟΣ 5ο

«ΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣΕΣ»

   Είναι γνωστόν, ότι στα παλιά χρόνια, η κινητήριος δύναμη  στη κουζίνα του Συμιακού σπιτιού, ήταν τα ξύλα.
   Όμως, πέρα από τη κουζίνα, πρωταρχικό ρόλο έπαιζαν τα ξύλα και στους οικογενειακούς φούρνους, που έψηναν κάθε εβδομάδα τα ψωμιά, αλλά και στα μαγκάλια και τζάκια για τη θέρμανση το χειμώνα.
   Έτσι, υπήρχε συνεχής ζήτηση και αναζήτηση αυτής της καύσιμης ύλης, και η εξεύρεσή της τις περισσότερες φορές, απαιτούσε μεγάλες διαδρομές στα βουνά της Σύμης για να την προμηθευτούν.
   Συνήθως την κοπιαστική αυτή εργασία εκτελούσαν μεγάλοι, και είναι γνωστά τα τραγούδια των κλαδιών που τραγουδούσαν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του μαζέματος των ξύλων.
  
   Εκείνο το μεσημέρι, δύο παιδιά 14 και 17 ετών ξεκινούσαν από το Πιτίνι για να φέρουν ξύλα, και έπρεπε να το κάνουν, όχι γιατί τους το επέβαλλε κάποιος, αλλά γιατί εκ των πραγμάτων, ήταν τα μόνα που μπορούσαν να κάνουν αυτή την πεζοπορία, λόγω αδυναμίας των γονιών τους.
   Ο πατέρας έλειπε ταξίδι, η μητέρα είχε αρρωστήσει, και η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να κάνει τέτοια διαδρομή.
   Με χαρά λοιπόν και με της νιότης τον παρορμητισμό, έτρεξαν να πάνε να φέρουν ξύλα όταν η ανάγκη το έφερε.
   Μπροστά ο αδελφός αν και μικρότερος σε ηλικία, επειδή ήθελε να παίρνει πρωτοβουλίες ώστε να δείχνει ότι είναι μεγάλος, και πίσω η αδελφή του.
   Το δρόμο τον γνώριζαν, γιατί τον είχαν περπατήσει άλλη μια φορά, ακολουθώντας τους γονείς τους από περιέργεια και από διάθεση να δουν από κοντά όλη τη διαδικασία του μαζέματος των ξύλων. Έτσι είδαν και έμαθαν, και το θεωρούσαν τώρα, κάτι σαν παιχνίδι που έπρεπε να δείξουν ότι το ξέρουν.
   Ήταν χειμώνας, και ο καιρός, εκτός από λίγα σύννεφα στον ουρανό, δεν έδειχνε να έχει σκοπό να βρέξει.
   Με τη γρηγοράδα της εφηβείας, σύντομα έφτασαν έξω από τον οικισμό, και άρχισαν να ανηφορίζουν το μονοπάτι που περνούσε έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Μαρίνας και τους οδηγούσε προς τις Χαμές.
   Λαχανιασμένοι από την προσπάθεια και την ανηφοριά – κάποτε ξεφεύγοντας και από το δρόμο – κατάφεραν να φτάσουν στις Χαμές.
   Στρώθηκαν αμέσως στη δουλειά, και μάζευαν ξύλα από την περιοχή των Χαμών και του Ποτιού, και στο δρόμο για το Μικρό Σωτήρη.
   Κάθε τόσο ανακάλυπταν και κάποιο ξερό κλαδί, και ξεμάκρυναν αρκετά αναζητώντας τα πιο εύκολα που κόβονταν.
   Άρχισε να σουρουπώνει, και απορροφημένοι στην εργασία και την αναζήτηση, δεν πρόσεξαν ότι ο ήλιος είχε φύγει, ούτε και το ότι ο ουρανός είχε σκεπαστεί με μαύρα σύννεφα, έτοιμα να ξεσπάσουν μπόρα.
   Όταν έπιασε βροχή, προσπάθησαν να φύγουν και να πάνε προς τις Χαμές για να κατηφορίσουν το μονοπάτι, αλλά δυνάμωσε τόσο πολύ, ώστε αναζήτησαν προστασία κάτω από τα δένδρα, πιστεύοντας ότι μόλις περάσει, θα βρουν ευκαιρία να φύγουν.
   Η ώρα περνούσε και η βροχή δυνάμωνε, και το σκοτάδι γινόταν πιο πυκνό.
  Όταν κάποτε κόπασε, δεν έβλεπαν πια που ήταν ο δρόμος για να επιστρέψουν.
   Με   την  αγωνία  ζωγραφισμένη   στα   πρόσωπά   τους,  καταλάβαιναν  ότι δύσκολα θα μπορούσαν να περπατήσουν στο σκοτάδι και να ακολουθήσουν το μονοπάτι χωρίς κάποιο φως.
   Ο μικρός αδελφός, πρότεινε να πηγαίνει εκείνος μπροστά και να ανιχνεύει το δρόμο, και να τον ακολουθεί η αδερφή του.
   Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να κάνουν μερικά μέτρα, και κατάλαβαν ότι ήταν έξω από το μονοπάτι και πήγαιναν σε γκρεμό.
   Γύρισαν πάλι πίσω έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα. Θα τους έψαχναν και θα ανησυχούσαν οι δικοί τους, και το πρόβλημα ήταν, πού θα έμεναν νύχτα μέσα στο άγριο τοπίο και στο σκοτάδι;
  Το κορίτσι, θυμήθηκε τη μητέρα της, που όταν ανησυχούσε ή φοβόταν για κάτι, παρακαλούσε τον Μιχαήλη για να μεσολαβήσει ώστε να βρει λύση. Της ήρθε στο νου η μεγάλη εικόνα του Ταξιάρχη που είχαν στον τοίχο του σπιτιού τους, και πάντα της έκανε εντύπωση, η αυστηρότητα του προσώπου του Αρχαγγέλου, αλλά και η γλυκύτητα ταυτόχρονα στην έκφρασή του.
   Πολλές φορές μάλιστα, έψελνε κι εκείνη μαζί με την μητέρα της, το απολυτίκιο των Ταξιαρχών.
   Αυτό θα κάνω σκέφτηκε, για να διώξει το φόβο, και να ακούει τη φωνή της να της απαντά μέσα στο σκοτάδι, δίνοντάς της θάρρος, ώστε να ξαναπροσπαθήσουν να βρουν το μονοπάτι.
  Όταν ξεκίνησε το τροπάριο, «Των ουρανίων αρχηγών Αρχιστράτηγε»... κάτι γυάλισε κάτω στο χώμα.
   Όταν τελείωσε την ψαλμωδία, πρόσεξαν ότι αυτά που γυάλιζαν έγιναν περισσότερα.
   Έσκυψε στο χώμα, και αντίκρισε πολλές «Χαραλάμπουσες» (πυγολαμπίδες) να ακολουθούν κάποια πορεία η μια πίσω από την άλλη.
  Αναθαρρημένη από αυτό το εξώκοσμο γεγονός, ξανάρχισε πάλι το τροπάριο από την αρχή, καθώς οι Χαραλάμπουσες είχαν γίνει αμέτρητες, και με έκπληξη ανακάλυψαν, ότι προχωρούσαν σε δύο σειρές, οριοθετώντας ουσιαστικά το μονοπάτι που κατέβαινε για την πόλη.
   Όλη τη διαδρομή, δεν σταμάτησε να ψέλνει ανελλιπώς το απολυτίκιο των Ταξιαρχών, μέχρι που έφτασαν ακολουθώντας τα φωτεινά ζωύφια στα πρώτα σπίτια.
   Χαρούμενα τα δυο παιδιά, έτρεξαν στο σπίτι τους, όπου τους περίμεναν με αγωνία  και ανησυχία οι δικοί τους.
   Δεν θα το πιστέψετε τι έγινε, είπαν. Εκατομμύρια Χαραλάμπουσες μας φώτισαν για να μας δείξουν το δρόμο το βράδυ. Ποιος τις έστειλε άραγε; Ρώτησαν.
  Η γιαγιά χαμογέλασε αινιγματικά και ρώτησε:
  - Παρακάλεσε κάποιος από εσάς Άγιο;
  - Εγώ έψελνα το απολυτίκιο των Ταξιαρχών, είπε η εγγονή.
  - Ορίστε, τους είπε, ποιος τις έστειλε, και τους έδειξε τη μεγάλη εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ στον τοίχο.




ΜΕΡΟΣ 6ο

ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

   Ο θείος του Γ έφηβος ακόμα, είχε πιάσει δουλειά σε μια γυαλλάδικια βάρκα, και ήταν το μοναδικό πλήρωμα μαζί με τον ιδιοκτήτη, που έκαναν ταξίδια στα παραλιακά χωριά της Ρόδου. Αγόραζαν φρούτα και λαχανικά, τα οποία τα έφερναν και τα πουλούσαν στη Σύμη .
   Συνήθως, τα χωριά που επισκέπτονταν, ήταν η Κάμιρος, η Σορωνή, οι Φάνες, τα Καλάβαρδα κά.
   Τα ταξίδια γινόντουσαν τακτικά, ακόμα και τον χειμώνα, όποτε το επέτρεπε βέβαια ο καιρός.
   Εκείνη τη μέρα του χειμώνα, ο καιρός ήταν καλός όταν ξεκίνησαν από τη Σύμη. Πήγαν στα χωριά, φόρτωσαν ότι είχαν να πάρουν, αλλά καθώς έβγαιναν έξω, άλλαξε ο καιρός, και ήταν αδύνατο να προχωρήσουν.
   Αέρας και μεγάλα κύματα τους χτυπούσαν, και το μόνο που είχαν, ήταν τα κουπιά και τα πανιά, που τους ήταν άχρηστα εκείνες τις στιγμές.
  Πάλευαν, όχι για να προχωρήσουν για τη Σύμη, αλλά για να επιστρέψουν πίσω να σωθούν. Έδιναν αγώνα επιβίωσης, και αυτό που δυσκόλευε τα πράγματα, ήταν ότι ο ήλιος είχε φύγει, κι άρχισε να πέφτει το σκοτάδι.
   Προσπαθούσαν από ένστικτο να μπουν σένα μικρό λιμάνι που υπήρχε, αλλά δεν γνώριζαν πια σε τι απόσταση βρίσκονταν, καθώς ο αέρας τους παράσερνε γρήγορα.
   Το πιο σίγουρο ήταν, ότι θα τους τσάκιζε στα βράχια, χωρίς να έχουν τη δύναμη να το αποφύγουν.
   Ο θείος του Γ, πρότεινε στον άλλο να πέσουν στη θάλασσα, να εγκαταλείψουν  τη βάρκα, και να προσπαθήσουν να βγουν με κολύμπι.
 Ο ιδιοκτήτης όμως δεν συμφωνούσε, γιατί δεν ήθελε να χάσει τη βάρκα και το εμπόρευμα.
  - Εγώ θα πέσω είπε ο θείος του Γ. Και έβγαλε το ένα του παπούτσι, για να κάνει πιο ελεύθερα κολύμπι. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βγάλει και το άλλο, φώτα  εμφανίστηκαν προς το μέρος που ήταν η στεριά, και φωνές ακούστηκαν να τους καλούν.
  Με υπεράνθρωπες προσπάθειες, και κάνοντας κουπί και οι δύο, κόντεψαν στους ανθρώπους στην παραλία που τους φώναζαν και τους κουνούσαν τα φώτα.
   Όταν έφτασαν πιο κοντά τους έριξαν σχοινί, και τράβηξαν μάλιστα τη βάρκα έξω.
  - Χίλια ευχαριστώ, έλεγε ο ιδιοκτήτης και ο θείος του Γ σ΄ αυτόν που φαινόταν να είναι ο προεστός του χωριού, και σ΄ όλους που ήρθαν να βοηθήσουν.
 - Μη λέτε σε μας ευχαριστώ αλλά σε άλλον, είπε ο προεστός. Ποιος από εσάς έχει την εικόνα του Ταξιάρχη στο σπίτι του, ρώτησε.
  - Εγώ, είπε ο θείος του Γ.
  - Αυτός σας έσωσε είπε, και τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
  Έχω μια κόρη που έχει νοητικό πρόβλημα, και μένει στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού.
  Το βράδυ  όπως  κοιμόταν χτύπησε η πόρτα, και πήγε και άνοιξε.  Αντίκρισε τότε να στέκεται μπροστά της μέσα σ΄ ένα εκτυφλωτικό φως, ένας στρατιωτικός με πανοπλία, ο οποίος της είπε:
  - Ξύπνησε τον πατέρα σου να πάρει ανθρώπους να πάνε στη διπλανή παραλία, γιατί κάτι δικοί μου κινδυνεύουν.
Έτσι, ξύπνησα κι άλλους ανθρώπους από το χωριό, πήραμε φώτα, κι ήρθαμε στην παραλία να σας σώσουμε. Σε Κείνον λοιπόν χρωστάτε τη σωτηρία σας, κι όχι σε μας.
                                                                            
ΜΕΡΟΣ 7ο

ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ

    Κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,  αεροπλάνα ήρθαν και βομβάρδισαν το νησί.
   Σε μια από τις πτήσεις τους πάνω από την πόλη της Σύμης, άφησαν τέσσερις μεγάλες βόμβες να πέσουν σε κατοικημένη περιοχή.
   Αυτές οι τέσσερις βόμβες, έπεσαν στο Πιτίνι.
   Μία από αυτές, τρύπησε τη στέγη ενός σπιτιού και περνώντας το ξύλινο πάτωμα, καρφώθηκε στο κατώι πλάι στο σουφά (σοφά), που βρισκόταν ξαπλωμένη μια γριούλα, που κόντεψε να πεθάνει από το φόβο της.
   Οι άλλες έπεσαν γύρω και κοντά στο σπίτι με την εικόνα του Ταξιάρχη, αλλά το πιο σημαντικό και σπουδαίο απ' όλα όμως είναι ότι, καμία δεν έσκασε, κι έτσι δεν τραυματίστηκε κανείς. Σαν να έπαθαν όλες αφλογιστία.
   Ήταν αρκετά βαριές, και για να μεταφερθούν, χρειάστηκαν τέσσερα άτομα για τη κάθε μία.
   Φυσικά, οι ψαράδες δεν έχασαν ευκαιρία, πήγαν και τις εξουδετέρωσαν για τους δικούς τους λόγους, με σκοπό να  χρησιμοποιήσουν  την εκρηκτική ύλη, για το γνωστό τρόπο ψαρέματος.
   Αυτό το γεγονός θεωρήθηκε από πολλούς σαν Θεία ενέργεια, ώστε να μην προκληθούν θύματα.
   Άλλοι όμως που γνώριζαν την ύπαρξη της εικόνας του Μιχαήλη στο Πιτίνι, το απέδωσαν σε δική του παρέμβαση.
  Μέχρι και σήμερα, η εικόνα βρίσκεται στην παλιά της θέση όπως προείπαμε, και μετακινείται μόνο σε περιπτώσεις επιδιορθώσεων, χρωματισμού, και επισκευών.
  Απλά η βοήθεια που προσφέρει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στη Σύμη, γίνεται με πολλούς τρόπους, κάποιους από τους οποίους πιθανόν δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας άμεσα.
ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ

Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 1551900424839126756

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item