ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ. ΕΝΑΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ   Η ιδιαιτερότητα της Σύμης, δεν έχει να κάνει  μόνο   με κάποιο τομέα, όπως ίσως...


ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ
ΕΝΑΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ

 Η ιδιαιτερότητα της Σύμης, δεν έχει να κάνει μόνο με κάποιο τομέα, όπως ίσως νομίζουν ορισμένοι, φέρνοντας σαν παράδειγμα τον παραδοσιακό της οικισμό. Έχει να κάνει με πολλά άλλα πράγματα, τα οποία λίγοι τα γνωρίζουν, ελάχιστοι τα κατανοούν, και οι περισσότεροι δεν τους δίνουν την πρέπουσα προσοχή όταν υποπέσουν στην αντίληψή τους.
  Θα μπορούσα να απαριθμήσω, μια σειρά από τομείς, που έκαναν και κάνουν το νησί της Σύμης, να διαφέρει, όπως η ναυπηγική της με τις περίφημες ταχύπλοες σκάφες, και η σπογγαλιεία της.
 Οι επιδόσεις της στην παραγωγή ξακουστού κρασιού που μνημονεύεται από όλους σχεδόν τους ξένους γεωγράφους και περιηγητές που πέρασαν από εδώ. (έχουμε πάνω από 150 πατητήρια κρασιού σε διάφορα μέρη διαφορετικών εποχών, που αρχίζουν από τη Βυζαντινή εποχή).
Με την τιμή να είναι η πατρίδα του Πιερότου, που ξεκίνησε από έναν από τους 19 μύλους (ανεμόμυλους) το 1500 μ. Χ. περίπου όπως αναφέρεται σε ένα Ενετικό έγγραφο (υπάρχει η σχετική μελέτη εδώ στο ΣΥΜΑΙΩΝ ΓΗ).
  Η Σχολή της Αγίας Μαρίνας που ιδρύθηκε το 1765, με σπουδαίους διδασκάλους και υψηλό επίπεδο μόρφωσης, ώστε να συρρέουν  για να μορφωθούν πολλοί μαθητές εκτός Σύμης, την οποίαν έκλεισαν οι Τούρκοι, όταν έγινε φυτώριο της Φιλικής εταιρείας για την επανάσταση του 1821.
 Το έπος του 1460 (πάλι ΣΤΟ ΣΥΜΑΙΩΝ ΓΗ υπάρχει η σχετική μελέτη με τίτλο ΣΥΜΑΙΩΝ ΕΠΑΙΝΟΣ Νοέμβριος 1460), για να θυμηθώ μερικά, και να προσθέσω και τα Συμαϊκά μηχανουργεία (Ατσιγγαναριά), όπου δημιουργούσαν και κατασκεύαζαν, από καμπάνες για τις εκκλησίες, περίπλοκα εξαρτήματα μηχανών, καταδυτικές μηχανές, και μια γκάμα προϊόντων, που δεν μπορούσες να τα βρεις στα γύρω νησιά.
  Μια τέτοια περίπτωση θα εξετάσουμε σήμερα, η οποία έρχεται σαν συνέχεια της αναφοράς και του αφιερώματός που είχαμε κάνει με τίτλο ΣΥΜΑΪΚΟΙ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΙ, στο πρόσωπο του αείμνηστου Τάσου Αναστασιάδη και τις καμπάνες που δημιουργούσε στο εργαστήριό του στο Νημπορειό.
  Θα μιλήσουμε λοιπόν για τον Σταμάτη Ι. Βολονάκη (Τεμεριτζή), που η εφευρετικότητά του, η δεξιοτεχνία του, και η επινοητικότητά του στο μηχανουργείο του, έφτασαν να τον κάνουν γνωστό στη Γαλλία, και μέχρι τη μακρινή Βραζιλία.
  Ο πατέρας του Σταμάτη Βολονάκη ήταν ο Γιάννης Βολονάκης, και η μητέρα του ήταν η Στυλιανή από το γένος Κακλιού.
  Είχε ακόμα άλλα 5 αδέλφια, τον Γιώργο, Τον Κωνσταντίνο, το Μιχάλη, τη Μαριώ και την Άννα.
  Ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, και μεγάλωσε μέσα στο μηχανουργείο, βλέποντας και ανακαλύπτοντας μέσα από τη φωτιά του φυσερού, και τα χυτήρια της καμπάνας, το αμόνι και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν όσοι δούλευαν  μέσα, όλα τα μικρά μυστικά και τις δεξιότητες που έπρεπε κάποιος να έχει, για να δημιουργήσει όχι μόνον απλά αγροτικά εργαλεία, και συνηθισμένα εξαρτήματα καϊκιών, αλλά και δύσκολες κατασκευές και εξαρτήματα.
  Αλλά το ανήσυχο και πολυπράγμον πνεύμα του, αναζητούσε πάντα τον τρόπο να εφευρίσκει νέες μεθόδους, να ανακαλύπτει καινούργιους τρόπους κατασκευής και να ψάχνει την καλυτέρευση σε πολλά από τα οποία καταπιανόταν, δίνοντας τη δική του λύση.
  Ανεβαίνει στον Πειραιά, και φοιτά σε κάποια σχολή μηχανολόγων της εποχής εκείνης, ώστε να συγκεράσει τη θεωρία με την πρακτική την οποίαν είχε αποκτήσει.
  Όταν πλέον ανδρώθηκε και ανέλαβε τον έλεγχο του μηχανουργείου, μπορούσε να καταπιαστεί και με πράγματα τα οποία απαιτούσαν μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, και να δοκιμάσει τον εαυτό του σε πιο δύσκολες κατασκευές.
  Κάποτε σκέφτηκε πως από ανέκαθεν ήθελε να μελετήσει ένα όπλο, να δει τον τρόπο που λειτουργούσε, και να καταλάβει όλον αυτό το μηχανισμό.
  Όμως δεν σταμάτησε μόνο στη μελέτη, αλλά τελικά αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να δημιουργήσει εξ’ αρχής ένα δικό του όπλο, (κυνηγετικό) βάζοντας τις δικές του ιδέες στο πως μπορούσε να γίνει καλλίτερο και πιο αποδοτικό στη χρήση του.
  Αυτή του η απόφαση τον  φέρνει στη Γαλλία και στην πόλη Σεντετιέν, όπου εκεί δημιουργεί ένα πρωτότυπο όπλο, στο οποίο ενσωματώνει όλες τις καλυτερεύσεις τις οποίες είχε μελετήσει διεξοδικά στη Σύμη, το οποίο αξιολογείται από ειδικούς, και απολαμβάνει αμέσως την αναγνώριση  σαν καινούργιο προϊόν.
  (Πριν λίγα χρόνια, μια γυναίκα δημοσιογράφος από την πόλη Σεντετιέν, ήρθε στη Σύμη, για να κάνει ειδικό ρεπορτάζ για το θέμα αυτό, αναζητώντας να φωτογραφήσει, το μηχανουργείο του, το σπίτι του, και ότι είχε σχέση με τον Σταμάτη Βολονάκη στο νησί).
  Αλλά το ανήσυχο πνεύμα του δεν σταματά να αναζητά καινούργιες μηχανικές περιπέτειες, και η χάρη του φτάνει μέχρι τη μακρινή Βραζιλία, όπου τον καλούν για κάποιο διάστημα για να δώσει τις σκέψεις και ιδέες του.
 Αποκτά δύο παιδιά, από τη σύζυγό του Ειρήνη, τον Γιάννη Βολονάκη (που ήταν για χρόνια στον Πανορμίτη, σαν ο άνθρωπος, που ακολουθώντας τον πατέρα του, έδινε λύσεις, σε οτιδήποτε πρόβλημα μηχανολογικό – ηλεκτρικό και όχι μόνο  που προέκυπτε στο Μοναστήρι) και την Μαρία.
  Άνθρωπος της εκκλησίας και του Θεού – όπως γαλουχήθηκε από τους γονείς του – πάντα ήταν τακτικός σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση να δίνει το παρόν, και διαθέτοντας πολλή από την ενέργειά του, στο εξωκλήσι του Αϊ Νικόλα του Στενού, που ήταν οικογενειακό τους κληροδότημα.
  Αυτή τη φωτογραφία που παραθέτουμε σε αυτό το αφιέρωμά μας στον Σταμάτη Ι. Βολονάκη, είναι από την εορτή του Αϊ Νικόλα, πριν από αρκετά χρόνια. Είναι αυτός που τον δείχνω με ένα τόξο στα πόδια, να κρατά μαζί με τον Σωτήρη Πουλάκη, την εικόνα του Αγίου Νικολάου στη γιορτή του.


  Το μηχανουργείο του (Ατσιγγαναριό), είναι το κτίριο το οποίο σκοπεύει ο Δήμος Σύμης να το μετατρέψει σε Ναυτικό μουσείο, αριστερά στο δρόμο πηγαίνοντας προς τον Σαλαχούρη.
  Στην ακμή του, το μηχανουργείο απασχολούσε σαράντα (40) άτομα, σαν εργάτες και τεχνίτες, γιατί άλλωστε και η άνθιση της ναυπηγικής και της  ναυσιπλοίας στο νησί με τα εμπορικά και τα σφουγγαράδικα καίκια, απαιτούσε συνεχείς παραγγελίες σε άγκυρες, σε εξαρτήματα μηχανών, γάντζους, δέστρες και κάθε τι μεταλλικό που ήταν αναγκαίο.
  Μιλάμε ουσιαστικά για μια βιομηχανία της εποχής εκείνης, που είχε τη δυνατότητα να απασχολεί τόσο μεγάλο προσωπικό.
  Άλλωστε και η θέση  του μηχανουργείου – όπως και των περισσοτέρων παρόμοιων εκείνη την εποχή – όπως εντοπίζουμε, ήταν γύρω από τον μεγαλύτερο ταρσανά του νησιού τον Κάμπο, όπου ναυπηγούνταν τα μεγαλύτερα σκαριά του νησιού.


Το κτίριο (Ατσιγγαναριό) του Σταμάτη Ι. Βολονάκη στο Γιαλό.

  Βέβαια δεν αγνοούνταν οι ανάγκες της Συμαϊκής κατοικίας σε εξοπλισμό, όπως κλειδαριές περίπλοκες, μεντεσέδες, πόμολα, και οτιδήποτε φτιαχνόταν σε μηχανουργείο. Αξιομνημόνευτο είναι ότι, μέρος της παραγωγής  του εργαστηρίου, εξάγονταν στα γύρω νησιά και στα παράλια της Μ. Ασίας, ή ήταν παραγγελίες που εκτελούσαν.
  Ένα χαρακτηριστικό της υπομονής, της  εργατικότητάς, και της διάθεσης για προσφορά και εξυπηρέτηση των συμπολιτών του μέχρι τα βαθιά γεράματά του Σταμάτη Βολονάκη, ήταν και η ενασχόλησή του μεταξύ άλλων, στην κατασκευή κλειδιών που είχαν χάσει οι δικαιούχοι τους.
  Του έφερναν λοιπόν μια περίπλοκη κλειδαριά που είχαν απολέσει το κλειδί, και εκείνος με υπομονή, με μια λάμα και ένα σιδεροπρίονο όπως έλεγαν εκείνοι που τον γνώριζαν, κατάφερνε να φτιάξει το κλειδί, προς ικανοποίηση του ιδίου που ολοκλήρωσε κάτι δύσκολο, αλλά  και των ιδιοκτητών της κλειδαριάς, που μπορούσαν επιτέλους να έχουν το κλειδί που τους ήταν απαραίτητο.
 Από αρχιτεκτονική άποψη, το μηχανουργείο, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κτίριο με διπλή θολωτή σκεπή, που φέρει κάποιες ενεπίγραφες πλάκες από κισαρόπλακα  (Μαλτεζόπλακα), που με τον χρόνο έχουν γίνει πλέον δυσδιάκριτες.
Η μία γράφει, 1886 ανάμεσα σε ένα χαραγμένο Σταυρό και τα αρχικά Ι.Σ.Ι.Κ.Μ. και από κάτω τη γνωστή καρκινοειδή επιγραφή που υπήρχε έξω από τον ναό της Αγίας Σοφίας. ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΙΜΟΝΑ ΝΟΨΙΝ. Κάτω από την επιγραφή υπάρχουν τα γράμματα Α.Ω.Π.(ς), που επαναλαμβάνουν τη χρονολογία 1886 υποθέτουμε.




  Η δεύτερη γράφει  «ΟΠΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΠΙΦΟΙΤΑ ΕΚΕΙ ΟΥΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ Η ΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ» ΑΩ(Α;)(Ε;). Τα τελευταία γράμματα αν αφορούν τη χρονολογία και όχι αρχικά ονομάτων, βγάζουμε χρονολογία 1815, αλλά δεν μπορούμε αυτό να το πούμε με σιγουριά, γιατί είναι απίθανο να τοποθετήθηκαν σε διαφορετικό χρόνο η μια από την άλλη πλάκα, και θεωρούμε ότι εντοιχίστηκαν ταυτόχρονα κατά την ανέγερση του κτιρίου. Υποθέτουμε ότι, από την αλλοίωση λόγω χρόνου έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα τελευταία γράμματα που υποδηλώνουν χρονολογία και διαβάζονται λάθος. Κάτω από το κείμενο φέρει ένα αμόνι και ένα σφυρί.

                                   


  Ένα από τα έργα του είναι η μεγάλη βαριά σιδερένια καγκελόπορτα κάτω από το καμπαναριό του Ευαγγελισμού, όπου υπάρχει η σφραγίδα του εργοστασίου του, και στη μέση του τοξοειδούς άνω μέρους της, η χρονολογία κατασκευής της το 1911. Μια στιβαρή και προσεγμένη κατασκευή, δουλεμένη με μεράκι, με τη δυσκολία της ένωσης των κομματιών με τους σιδερένιους συνδέσμους, οι οποίοι σήμερα έχουν αντικατασταθεί με την ηλεκτροκόλληση.






Στοιχεία για τη διαδρομή και την δραστηριότητά του Σταμάτη Ι. Βολονάκη, όπως και τη φωτογραφία που έχω στο κείμενο μου τα παρέσχε ο φίλος οδοντίατρος Χάμπος Βολονάκης και τον ευχαριστώ πολύ.

Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 8040348019021480263

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item