ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΚΟΥΒΑΝΙ Σε όλη την Ελλάδα, ονομάζουν "κυψέλες", τα ξύλινα κουτιά που τοποθετούνται για να δημιουργούν οι μέλισσες με τη γύρη ...
ΚΟΥΒΑΝΙ
Σε
όλη την Ελλάδα, ονομάζουν "κυψέλες", τα ξύλινα κουτιά που τοποθετούνται για να δημιουργούν οι
μέλισσες με τη γύρη και το νέκταρ που συλλέγουν από τους ανθούς, τα προϊόντα
μελισσοκομίας.
Στη Σύμη παλαιότερα οι κυψέλες, ήταν πολύ
διαφορετικές από ότι είναι σήμερα. Ήταν στενόμακρα ορθογώνια κουτιά γύρω στα 2
μέτρα ίσως και παραπάνω σε μήκος, και πλάτος γύρω στα 30 – 40 εκατοστά, όπως τα
θυμάμαι λίγο αμυδρά. Ήταν αρκετά βαριά, καμωμένα με 4 χοντρά ξύλα.
Σχετικά
με το όνομα τώρα, μόνο στον Πόντο στη Ρόδο και στη Σύμη, εξακολουθεί η λέξη
κυψέλη να έχει άλλη ονομασία, η προέλευση της οποίας προέρχεται από το
Βυζάντιο.
Στο νησί λοιπόν λέμε «Κουβάνι» την κυψέλη,
αλλά πολλές φορές με αυτή τη λέξη, μπορεί να υπονοούμε και το περιεχόμενο του,
δηλαδή το σύνολο των μελισσών που διαβιούν μέσα σε αυτό.
Στο Βυζάντιο η κυψέλη λεγόταν «Γουβάνι(ν),
άρα εμείς κρατήσαμε και συνεχίσαμε τη λέξη από τη Βυζαντινή εποχή, αλλάζοντας
το πρώτο γράμμα από (Γ) σε (Κ).
ΑΛΥΤΤΑΣ
Στη
Σύμη, έχουμε αρκετές ποικιλίες σύκων, το κάθε ένα με τη δική του ονομασία,
ανάλογα με την προέλευση, τη γεύση, το μέγεθος, το χρώμα, την πυκνότητα του
καρπού εσωτερικά, την εποχή ωρίμανσης ή ακόμα και την περιοχή.
Έτσι, για να μνημονεύσω μερικές ονομασίες
σύκων, έχουμε του Πασά, τα Αϊνορίτικα,
τα Καβασιλιώτικα, τα Ατσιγγανάτα, τα Μαύρα, τα Άσπρα, τα Κόκκινα, τα Χιαστά, τα
Κουννάτα κ.ά.
Στη
Βυζαντινή εποχή, όταν είχε προχωρήσει η αύξηση του μεγέθους των σύκων, για να
κρατηθούν πάνω στη συκιά και να ωριμάσουν, από τα κλαδιά του δένδρου, κρεμούσαν
κατά το μήνα Ιούνιο, τα Ερινέα, ή τους «Ολύνθους», σύκα της άγριας συκιάς που
την ονόμαζαν «Ολύθαν».
Έτσι, και εδώ στη Σύμη, υπήρχε αυτή η
συνήθεια παλαιότερα να κρεμάμε άγρια σύκα «Λώττια» όπως τα λέμε στην ήμερη
συκιά για την ωρίμανση, και η λέξη «Άλυττας» που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα
στο νησί για την άγρια συκιά, έχει τη ρίζα του στη λέξη της Βυζαντινής εποχής, «Όλυνθας».
ΒΑΪΛΙΤΖΩ
Οι Βυζαντινοί, εκτός από το «Ορχούμαι – Χοροβατώ - Χορεύω», χρησιμοποιούσαν και τη λέξη «Βαλλίζω».
Μάλιστα η διαφορά του «Ορχείσθαι» από το «Βαλλίζειν», είναι ότι κατά το «Βαλλίζω», που στη Σύμη παλαιότερα όπως και στη Ρόδο και την Ήπειρο λεγόταν «Βαβαλλίζω», σημαίνει χορεύω μετά πολλού θορύβου, ή κινούμαι από το ένα μέρος στο άλλο.
Πιθανόν
από εδώ προέρχεται και το «Βαϊλίτζω» (Βαϊλίζω) που λέμε για τα μωρά, έχοντας
την τελευταία εξήγηση πιο πιθανή.
Είναι
οι χαρακτηριστικές κινήσεις που κάνουμε, όταν είναι για να παίξουμε ή να
διασκεδάσουμε ένα μωρό με τα χέρια μας. Συνήθως το σηκώνουμε ψηλά και το
κατεβάζουμε μέχρι το στήθος μας και επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις, ή το
πετάμε και το ξαναπιάνουμε (αυτό είναι λίγο επικίνδυνο βέβαια), ή όταν το
περιφέρουμε γύρω από τον εαυτό μας, ή το κουνάμε πέρα δώθε κρατώντας το σαν να
είναι σε κούνια, ή χορεύουμε έχοντάς το στους ώμους κ.ά.
Πέραν
αυτού, το «Βαϊλίτζω», έχει αποκτήσει βέβαια και άλλη έννοια ιδίως εάν αυτό το
ρήμα χρησιμοποιείται για μεγαλύτερους σε ηλικία, τότε ερμηνεύεται σε προσέχω,
σε νταντεύω, σε περιποιούμαι σε φροντίζω.
Το
ρήμα αυτό, βρίσκεται σε χρήση σε πολλά μέρη, όπως στην Κύπρο, στη Ρόδο στην
Ικαρία και αλλού.
ΚΙΧΛΑ
Το πουλί «Κίχλα» το οποίο στη Σύμη το κυνηγούσαν παλαιότερα για το κρέας του, στήνοντας ξόβεργα στα μέρη που σύχναζε, κυρίως στους ασκινούς (σκίνους) επειδή τρώει τους μαύρους ώριμους κόκκους, ή στις ελιές.
Ακόμα χρησιμοποιούσαν αγκίστρι με 1-2 μέτρα ψιλή πετονιά την οποίαν στερέωναν κοντά σε δέντρο ή σε ένα ξύλο που κάρφωναν στο χώμα, στο οποίο αγκίστρωναν σκουλήκι. Και τέλος χρησιμοποιούσαν και μικρά όπλα για το κυνήγι του.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα το πουλί το λένε Τσίχλα, ενώ εγώ θυμάμαι από παλιά ότι στη Σύμη το έλεγαν «Κίχλα», (έχω ασχοληθεί με τα πουλιά από μικρός, σύμφωνα με τα χόμπι της τότε εποχής, και δεν είμαι και πολύ περήφανος γι΄αυτό το κομμάτι της διασκέδασής μου τότε) τώρα τελευταία και εδώ το ακούω να το λένε Τσίχλα, μιμούμενοι την ονομασία εκτός Σύμης.
«Κίχλα
λοιπόν», και όχι «Τσίχλα» που το λένε αλλού.
Στη Βυζαντινή εποχή, έλεγαν «Κίχλες δάφνιοι», δηλαδή τα πουλιά Κίχλες που τρέφονται με δαφνόκοκκους, για να δείξουμε ότι από τους Βυζαντινούς χρόνους, εδώ στη Σύμη κρατάμε την παλιά ονομασία αναλλοίωτη.
Μας θυμίζει τη συνήθεια, να παπαγαλίζουμε,
ότι ακούμε στην τηλεόραση. Ακριβώς το ίδιο έγινε και με το «Κύκλενο», το όνομα
που λέγαμε από μικροί όταν εννοούσαμε τον χαρταετό, αλλά οι νεότεροι έχουν
πλέον καθιερώσει το όνομα «Χαρταετός».
ΠΕΤΖΑ - ΚΟΜΟΣ
Έχω αναφερθεί εκτενώς στην ποιμενική ζωή της Σύμη, με την έρευνα - μελέτη που δημοσίευσα στο Ετήσιο περιοδικό μας ΑΙΓΛΗ του 1993 με αριθ. Τεύχους 3, που ήταν προσφορά της εφημερίδας μας Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ, την οποία μελέτη αναδημοσίευσα και υπάρχει στο μπλοκ μου ΣΥΜΑΙΩΝ ΓΗ.
Εδώ θα ασχοληθούμε με δυο λέξεις των βοσκών, που άγουν τη ρίζα τους από το Βυζάντιο.
Κατ’ αρχάς η λέξη «Πέζα» - «Πέτζα», στη Βυζαντινή εποχή, σήμαινε το απότομο και απόκρημνο άκρον.
Ακριβώς η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα από τους βοσκούς στη Σύμη, με την ίδια έννοια. «Επετζώθη, λένε το τζο» (Ζώο). Δηλαδή πήγε στον απόκρημνο – απότομο βράχο, και δεν μπορεί να κουνηθεί, ούτε μπρος ούτε πίσω.
Η δεύτερη λέξη είναι «Κούμος». Στο Βυζάντιο αυτή η λέξη λεγόταν για ένα μικρό δωμάτιο, που όμως είχε διαφορετικές ερμηνείες σε πολλά μέρη.
Στη
Κρήτη εννοούν μικρό σπίτι ή ισόγειο, ή οτιδήποτε φαύλο.
Στη Κάρπαθο σημαίνει ορνιθώνας, στα Αντικύθηρα καλύβα χοίρου ή άλλου ζώου, στη Σύμη αυτή η λέξη προφέρεται «Κόμος» και έχει σχέση με την ποιμενική ζωή.
Εδώ λοιπόν οι βοσκοί όταν λένε «Κόμο», εννοούν μια πρόχειρη με πέτρες κατασκευή που φτιάχνεται από τους ίδιους, για να φιλοξενήσει προσωρινά ένα ή δύο ζώα, μέχρι να μεταφερθούν σύντομα σε άλλη περιοχή.
Συνήθως επιλέγουν να την φτιάξουν πλάι σε βράχο ή σε παλιό τοίχο ξερολιθιάς, για να μη σπαταλούν χρόνο για την κατασκευή της.
ΣΙΤ
Πολλές φορές έχουμε συναντήσει γαϊδάρους στη Σύμη, μια και παλαιότερα, ήταν από το πιο αντιπροσωπευτικό είδος μεταφοράς μαζί με τα μουλάρια, σε μεταφορές που απαιτούσαν υλικά για κτίσιμο, και πιο παλαιότερα και για διάφορα είδη ταξιδιού όπως βαλίτσες, οικιακές συσκευές κ.λ.π. εκτός από τις γεωργικές ασχολίες, ελαιοτριβείο, αλώνισμα, όργωμα κ.ά.
Μάλιστα, έχουμε ακούσει και τους ιδιοκτήτες τους που τους ακολουθούν, να βγάζουν διάφορα επιφωνήματα, τα οποία είναι ουσιαστικά παραγγέλματα για να προχωρήσουν ή να κάνουν στάση.
Είναι εντυπωσιακό και αξιοσημείωτο να πούμε,
ότι όλα αυτά τα παραγγέλματα, έφτασαν αναλλοίωτα μέχρι τις μέρες μας, όχι μόνο
από τη Βυζαντινή, αλλά και την αρχαία εποχή.
Στη
Βυζαντινή λοιπόν εποχή αλλά και προηγουμένως στην αρχαία, ένα επιφώνημα το
οποίο χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί ήταν ήταν το «Σίττα».
Οι Πόντιοι χρησιμοποιούν το επιφώνημα «Σιττ», όπως ακριβώς και στη Σύμη, για να προχωρήσει ο γάϊδαρος. (Το «Οχχ - Οςς» το φωνάζουν για να σταματήσει).
ΚΟΡΔΙΤΖΟΜΑΙ
Κατά την αρχαιότητα, υπήρχε χορός που χορευόταν κυρίως στις αρχαίες κωμωδίες, με διάφορα λυγίσματα και εθεωρείτο γενικά άσεμνος, και ονομαζόταν «Κόρδαξ».
Τέτοιο χορό χόρευαν και στο Βυζάντιο οι ηθοποιοί στα θέατρα, και όχι σπάνια, ξεγύμνωναν μέλη του σώματός των προς τέρψη των θεατών.
Αυτοί
οι ηθοποιοί ονομάζονταν «Κόρδακες».
Από αυτόν λοιπόν το χορό, προέρχεται και το ρήμα «Κορδίζομαι», το οποίο στη Κρήτη σημαίνει κάνω τον νταή, το ζόρικο, παραβγαίνω, προκαλώ, αυτοεπαινούμαι.
Ακριβώς το ίδιο ρήμα έχουμε και στη Σύμη, μεταφερόμενο στη τοπική διάλεκτο «Κορδίτζομαι», για να δηλώσουμε για κάποιον που «Κορδίτζεται», ότι έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αυτοπροβάλλεται, θέλει πάντα να υπερτερεί των άλλων, κάνει τον σπουδαίο κ.λ.π.
ΓΕΒΕΝΤΙΣΜΕΝΟΣ - Η
Ακόμα
μια λέξη που μας έρχεται από το Βυζάντιο, και κατάφερε να χρησιμοποιείται μέχρι
πρόσφατα στο νησί απαράλλαχτη, έχοντας την ίδια έννοια που είχε και τότε.
Στη Βυζαντινή εποχή, χρησιμοποιούσαν το ρήμα
«Κιβεντίζω», «Γεβεντίζω», «Γιβεντίζω», το οποίο εξηγούσε, διαπομπεύω, διαλαλώ
τη διαπόμπευση ή το έγκλημα κάποιου.
Στη
Σύμη, έχουμε το ίδιο ρήμα «Γεβεντίζω», αλλά περισσότερο το χρησιμοποιούμε σαν μετοχή
παρά σαν ρήμα.
Έτσι,
θα πούμε «Γεβεντισμένος – η», με την ίδια περίπου ερμηνεία που είχε στο Βυζάντιο,
αν και περισσότερο τον χαρακτηρισμό αυτόν τον απευθύνουμε σε κάποιον ή κάποιαν,
έχοντας κατά νου την έννοια του ξεφτιλισμένος – ξεφτιλισμένη, επειδή κάνει
πράγματα ποταπά, αξιοκατάκριτα, έξω από τους κανόνες ηθικής.
ΜΟΥΤΖΩΜΟΣ
Στην
Αρχαία Ελλάδα, σε κάποιο θάνατο προσφιλούς τους προσώπου, οι συγγενείς του
έπεφταν σε βαθιά θλίψη, και κυλιόντουσαν στον πηλό ή στο χώμα, έβαζαν στάχτη
στο κεφάλι και κάλυπταν το πρόσωπό τους με καλύπτρα, χτυπούσαν τα στήθη τους ξεσκίζοντας
το πρόσωπό τους με τα νύχια τους φωνάζοντας γοερά, έθιμα τα οποία μέχρι
πρόσφατα συνηθίζονταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδίως στη Λακωνία.
Αυτές
οι εκφράσεις λύπης και πόνου των συγγενών στο πρόσωπο του νεκρού, υπήρχαν και
στο Βυζάντιο, σύμφωνα με τις οποίες έριχναν πάνω στο κεφάλι, στο πρόσωπο και
στα ρούχα τους στάχτη, και μοιρολογούσαν κλαίγοντας.
Από τις
εκδηλώσεις αυτές, έχουν βγει και οι λέξεις «Μουτζωμός» και «Σταχνωμός», που πολλές φορές λέγονται πλέον
μεταφορικά όπως στη Σύμη, που λέμε «Μουτζωμός τζωή», για να εννοήσουν μιζέρια,
δυστυχία, εγκατάλειψη, κακοπέραση, αδιέξοδο κ.λ.π.
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΒΑΣΣΕΙ
Πολλές φορές, η συζήτηση μεταξύ δύο ανθρώπων για κάποιο θέμα που έχουν μεταξύ τους διαφορές, μπορεί να φύγει από τα όρια της ευπρέπειας, και αρχίζει να εκτρέπεται, καθώς ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον για το δίκαιο των απόψεών του.
Με δυνατές φωνές και έντονη φρασεολογία, επιχειρεί να περάσει τη δική του όπως θεωρεί λογική άποψη ο ένας.
Αν όμως και ο άλλος επιμένει και δε δέχεται να ακούσει τα επιχειρήματά του, τότε κάποιος από τους δύο βγαίνει εκτός ορίων, και αρχίζει τις ύβρεις.
Στη Βυζαντινή εποχή, αυτός που έβριζε εκτός εαυτού, έλεγαν ότι «Βαύζει» ή «Υλάσσει, ή υλάζει», που θα πει κάνει σαν τον σκύλο.
Στη Σύμη λέμε ακριβώς το ίδιο, ότι ο σκύλος «Βάσσει», χρησιμοποιώντας το ίδιο ρήμα «Βαύζει» από την εποχή του Βυζαντίου.
ΣΤΟΝΟΜΥΡΙ - ΣΤΕΝΟΜΥΡΙ
Στη
Σύμη όταν λέμε «Στονομύρι - Στενομύρι», εννοούμε το στενό δρόμο, το σοκάκι, και ίσως αυτόν που είναι
σε απόμερο σημείο, και όχι σε κεντρικό μέρος.
Ας δούμε όμως, πως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί
τους στενούς δρόμους, πριν την Άλωση και μετά από αυτήν, για να καταλάβουμε τη
σχέση της λέξης αυτής με αυτήν που λέμε στο νησί σήμερα.
Η λέξη «Στενή – Στενόν» κατά τη Βυζαντινή περίοδο, σήμαινε στενή οδό, και μετά υπήρχε η λέξη μετά την άλωση «Ρύμη ή Ρύμνη», που σήμαινε το ίδιο πράγμα. Ο Συνδυασμός λοιπόν και των δύο, έγινε «Στενορρύμην και Στενορύμιον», και διαμορφώθηκε στη Σύμη σε «Στονομύρι - Στενομύρι».
ΓΡΟΥΚΕΛΟ
Στην Αρχαία όπως και στη Βυζαντινή εποχή, στην πόρτα εξωτερικά υπήρχε ο κρίκος για να χτυπήσεις την πόρτα.
Απλός ή διακοσμημένος ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του καθενός, έκανε βέβαια την ίδια δουλειά. Να ειδοποιεί τον ένοικο της οικίας, ότι κάποιος θέλει να του ανοίξεις την πόρτα.
Έτσι λοιπόν είχαμε το «Κρικέλλιον» και τον «Κούρκουμο» αντίστοιχα, που αντιπροσωπεύουν την ίδια έννοια για τον κρίκο, στην αρχαία και στη Βυζαντινή εποχή.
Στη
Σύμη τον κρίκο της πόρτας τον λέμε «Γρούκελλο», από το «Κρικέλλιον».
Αλλά
και η λέξη «Κούρκουμος», χρησιμοποιήθηκε στο νησί.
Η τοποθεσία όπου είναι τα σπίτια των
Τσακκίρηδων στη ράχη προς την κορυφή στο Τολί λέγεται «Κουρκουμάς», και
προέρχεται από τη λέξη «Κούρκουμος» (κρίκος) που αναφέραμε πιο πάνω, και όχι βέβαια
από το μπαχαρικό «Κουρκουμάς», το οποίο είναι αρκετά πρόσφατο.
ΠΑΣΒΑΝΤΗΣ
Θα αναφερθούμε σε ένα προσωνύμιο, το οποίο έχουν κάποιες οικογένειες στη Σύμη, αλλά ίσως δεν γνωρίζουν από πού προέρχεται, και πως το απέκτησαν.
Σήμερα
λοιπόν θα παρουσιάσουμε μια εκδοχή, από την οποία πιθανόν προέρχεται αυτό, και το απέκτησαν, επειδή κάποιος
πρόγονός τους, εξασκούσε μια συγκεκριμένη υπηρεσία σε πόλη τη Βυζαντινή εποχή.
Παλιά στις πόλεις του Βυζαντίου υπήρχαν νυχτοφύλακες που λέγονταν «Νυκτοτατάλιοι».
Αυτοί
γυρνούσαν στους δρόμους κάνοντας περιπολία τη νύχτα, για να προφυλάσσουν τους
ανθρώπους από παράνομους, κυρίως κλέφτες.
Μάλιστα, για να δηλώνουν δε την παρουσία τους, κρατούσαν ένα μπαστούνι που το χτυπούσαν κατά διαστήματα.
Αυτοί οι νυχτοφύλακες, και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εξακολουθούσαν να υπάρχουν σαν υπηρεσία, αλλά τους μετονόμασαν πλέον σε «Πασβάνηδες».
Περνώντας λοιπόν από τους δρόμους, χτυπούσαν το λιθόστρωτο με το μπαστούνι τους, φωνάζοντας «Πασβάνης Εδώ».
Με
τη δήλωση της παρουσίας τους - όταν χτυπούσαν το μπαστούνι - οι ένοικοι των
σπιτιών που τους άκουγαν αισθάνονταν ασφαλείς, οι κλέφτες δεν αποτολμούσαν
εύκολα να κάνουν κάτι από το φόβο της σύλληψης, αλλά ταυτόχρονα, ο αριθμός των χτυπημάτων,
αντιστοιχούσε και με την ώρα.
Έτσι λοιπόν, ο «Πασβάνης», που στη Σύμη έγινε «Πασβάντης», ήταν νυχτοφύλακας την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και εντεύθεν.
ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ
Στη Σύμη, χρησιμοποιούμε τη λέξη «Καταχανάς», που θέλει να πει τελείως μαύρο, μαζί με άλλες δύο λέξεις, τις οποίες θα αναλύσουμε πιο κάτω.
Ας δούμε λοιπόν από πού προέρχεται η λέξη, που η ρίζα της ξεκινάει από το Βυζάντιο.
Όπως διαβάζουμε την εποχή εκείνη, οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες υπήρχαν και τότε, και ίσως περισσότερο από ότι σήμερα.
Υπήρχε λοιπόν η δοξασία που έλεγε ότι, οι άνθρωποι που έκαναν κακές πράξεις στο βίο τους, και γενικά διαβιούσαν μια αμαρτωλή ζωή με αδικία, εγκλήματα, διαφθορά, ανηθικότητα κ.λ.π. μετά το θάνατό τους, το σώμα τους δεν έλιωνε.
Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι εκαλούντο «Καταχθόνιοι» και κοινώς «Καταχανάδες».
Στη Σύμη λοιπόν λέμε «Καταχανά(ς)», όταν είναι να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ έντονα μαύρο, επειδή οι «Καταχανάδες» του Βυζαντίου, δηλαδή οι νεκροί, είναι στο απόλυτο μαύρο σκοτάδι, όχι μόνο γιατί είναι νεκροί, αλλά και από την εν γένει ζωή τους ήταν σκοτεινοί και «καταχθόνιοι».
Έχουμε όμως ακόμα δύο λέξεις μάλλον νεότερες, για να χαρακτηρίσουμε το τελείως μαύρο.
Και
οι δύο πιθανολογούμε, ότι προέρχονται
από την Αραβική γλώσσα, όταν τα καΐκια των σφουγγαράδων πήγαιναν Αίγυπτο και
Λιβύη.
Η
πρώτη λέξη που λέμε για το πολύ μαύρο είναι το «Τζουντάνι», που μάλλον προέρχεται
από την λέξη aswad Jiddaan ( Ασαουτ τζιντάν) θα πει πολύ μαύρο, ή από τη
λέξη muzlim jiddaan,
(Μουσλιμ τζιντάν) που θα πει πολύ σκοτεινό. Εμείς, κρατήσαμε την τελευταία λέξη τζιντάν, που ουσιαστικά θα πει «πολύ»,
όταν συνοδεύει άλλη λέξη. (Τζιντάν – Τζουντάν – Τζουντάνι).
Η
δεύτερη λέξη που λέμε για πολύ μαύρο,
είναι η λέξη «Σουδί».
Εικάζουμε ότι προέρχεται από το Σουδάν, και πιθανόν άρχισε να ακούγεται και αυτή μετά τα ταξίδια των σφουγγαράδων στην Αφρική.
Αν
συνάντησαν κάποιους Σουδανούς, οι οποίοι αποδεδειγμένα είναι πιο μαύροι στο
δέρμα από τους κατοίκους της Αιγύπτου ή της Λιβύης, που πήγαιναν τακτικά, ήταν πιο
εύκολο να κάνουν την παρομοίωση αυτή.
Μην ξεχνάμε ότι η Αίγυπτος και η Λιβύη, συνορεύουν
και οι δύο με το Σουδάν, και σίγουρα υπήρχαν και στις δύο κάποιοι από το
Σουδάν.
ΣΥΓΧΑΡΙΑΣΤΗΣ
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχαν αγγελιαφόροι, που προανήγγελλαν την εκκίνηση ή την μέλλουσα άφιξη της νύμφης στο γαμπρό.
Αυτοί λοιπόν οι αγγελιαφόροι λεγόντουσαν «Συγχαριάριοι», και μετέφεραν χαρούμενες ειδήσεις.
Στη Σύμη, έχουμε τους «Συγχαριαστές», αυτούς που μεταφέρουν χαρμόσυνες ειδήσεις, οι οποίες ονομάζονται «Συγχαρίκια».
Μάλιστα παλαιότερα, αντάμειβαν κάποιον – κάποια μου μετέφερε καλές ειδήσεις.
Παράλληλα «Συγχαριαστές» λέμε και ένα είδος εντόμου της τάξης των λεπιδόπτερων, το οποίο όταν το δούμε να μπαίνει στο σπίτι, υπάρχει η δοξασία και εικάζουμε, ότι κάποια καλή είδηση θα ακούσουμε επειδή μας επισκέφθηκε αυτό το είδος πεταλούδας, ή θα έχουμε επισκέπτες που έχουμε καιρό να δούμε.
ΣΙΚΛΑ
Το δοχείο που χρησιμοποιούσαν τη Βυζαντινή εποχή για να παίρνουν νερό και να το ρίχνουν στο λουόμενο, είχε μια ονομασία, τόσο γνωστή και γνώριμη στη Σύμη.
Ακόμα όμως, έχουμε και δεύτερη επιβεβαίωση ότι το όνομα αυτό έρχεται κατευθείαν από το Βυζάντιο, και ευτυχώς εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα στη Σύμη, άσχετα αν έχουμε εγκαταλείψει κατά μεγάλο ποσοστό, τις παλιές μας συνήθειες και χρήσεις του νερού, που μαζευόταν στις «γιστέρνες» (στέρνες) από τις στέγες των σπιτιών μας, και από εκεί έπρεπε να το αντλήσουμε για τις ανάγκες μας.
Σήμερα η χρήση της γιστέρνας πάει να εκλείψει για πόσιμο νερό, μια και το εκτόπισε το εμφιαλωμένο, αλλά και η συνεχής και καθημερινή υδροδότηση της πόλης από το Δήμο, κι έτσι πολλές στέρνες έγιναν δωμάτια, για να εξυπηρετήσουν την αυξανόμενη ζήτηση για ενοικιαζόμενα καταλύματα τουριστών.
Στη Βυζαντινή λοιπόν εποχή, σε γάμους Βασιλέων και μελών του Βασιλικού οίκου, αναπόσπαστο κομμάτι της γαμήλιας Βασιλικής τελετής, ήταν και η τελετή του λουτρού, που γινόταν τη τρίτη ημέρα από το γάμο.
Σύμφωνα λοιπόν με το τελετουργικό που υπήρχε γι’ αυτές τις περιπτώσεις, με πομπή γινόταν η παρέλαση προ του λουτρού με τα απαραίτητα που ήταν αναγκαία για το λουτρό, όπως φορέματα, μυροθήκες και διάφορα άλλα αντικείμενα που χρειάζονταν, και μεταξύ αυτών και των «Σικλοτρούλλων», δηλαδή των δοχείων που αντλούσαν νερό και το έριχναν στους λουόμενους.
Ακόμα, το δοχείο που χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν το νερό το έλεγαν «Σίτλα».
Στη Σύμη αντικαταστάθηκε το (τ) από το (κ), κι έτσι έχουμε τη γνωστή μας «Σίκλα».
Αλλά όπως και να πάρουμε τη λέξη, ή από τους Βασιλικούς «Σικλοτρούλλους» που χρησιμοποιούνταν για το λουτρό στους γάμους, ή από τη «Σίτλα» που αντλούσαν νερό, η ρίζα που προέρχεται η «Σίκλα» και το «Σικλί» (μικρότερο σε μέγεθος) είναι από εκεί.
ΜΟΥΧΟΥΡΤΑ – ΜΟΥΧΟΥΡΤΙ
Στο Βυζάντιο, οι λεκάνες για φαγητό ήταν ξύλινες ή πήλινες, ανάλογα και με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός.
Επειδή δε παλιά τρώγανε όλοι από ένα πιάτο, τα τραπέζια «Σουφράς» ή «Σοφράς», ήταν πάντα στρόγγυλα και χαμηλά, σπάνια δε υπερέβαιναν σε ύψος τα 40 εκατοστά, και κάθιζαν γύρω από το τραπέζι συνήθως σταυροπόδι, και η λεκάνη βρισκόταν πάντα στο κέντρο, για να μπορούν να απέχουν όλοι οι καθήμενοι από την λεκάνη την ίδια απόσταση, όπως λέει και ο Ευστάθιος από τη Θεσσαλονίκη.
Τη λεκάνη αυτή την λέγανε στο Βυζάντιο «Μουχρούτια», και στη Σύμη έμεινε «Μουρχούτα» - «Μουχούρτα» και «Μουχουρτί» για το μικρότερο μέγεθος.
Ο
Μιχαήλ Γρηγορόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε επί οκταετία στη Σύμη σαν δάσκαλος, μας
πληροφορεί στο βιβλίο που συνέγραψε για τη Σύμη το 1877 με τίτλο «Η ΝΗΣΟΣ ΣΥΜΗ Πραγματεία
υπό Γεωγραφικήν, Ιστορικήν, και Στατιστικήν Έποψιν», ότι υπήρχε ο χορός της
«Μουρχούτας».
Όπως
αναφέρει ο Γρηγορόπουλος, στα Μοναστήρια που βρίσκονταν εκτός πόλεως, εκτός από
το δείπνο που προσφερόταν την εσπέρα της παραμονής της εορτής, ελάμβανε χώρα
και ο λεγόμενος χορός της «Μουρχούτας» (Χύτρα).
Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν, υπό των ήχο πολλών
μουσικών οργάνων ή και μιας μονής λύρας, στο περίβολο του ναού και πλάι από την
πόρτα, ομάδα από χορευτές και χορεύτριες χόρευαν ένα είδος κυκλικού χορού που
ονομάζεται «Γύρος» ή «Συμιακός» (εννοεί μάλλον τη Συμιακιά Σούστα).
Μετά από μικρό χρονικό διάστημα αυτός που
είναι μπρος στον κάβο, αποσπάται και παίρνοντας με το αριστερό του χέρι μια
πήλινη λεκάνη, τη «Μουρχούταν», όπως την λένε στη Σύμη, και ένα μαντήλι με το
δεξιό του που περιέχει διάφορα χάλκινα και αργυρά νομίσματα, τα ρίχνει κατά διαστήματα, χωρίς να σταματήσει το χορό,
ώστε να βλέπουν όλοι αυτό που κάνει.
Τότε κάποιος άλλος, που παροτρύνεται από την
επίδειξη αυτή, έρχεται αμιλλώμενος, και αναλαμβάνει την πήλινη λεκάνη αντικαθιστώντας
τον χορευτή που πάει παραπλεύρως, και
βγάζοντας από τη δική του τσέπη χρήματα,
τα ρίχνει μέσα.
Ταυτόχρονα, όπως και ο πρώτος, δεν σταματά να
παροτρύνει άλλους να αναλάβουν και να συμπληρώσουν χρήματα μέσα στην πήλινη
λεκάνη.
Μάλιστα λέει ο Γρηγορόπουλος, πως εκείνη τη
νύχτα πάρα πολλά χρήματα ρίχνουν μέσα στη λεκάνη, προς όφελος βέβαια της Μονής.
«Μουρχούτα»
λοιπόν η πήλινη ή ξύλινη λεκάνη, και «Μουχούρτα» αργότερα, όπως καθιερώθηκε
μεταγενέστερα να λέγεται στο νησί, μας έρχεται κατευθείαν από το Βυζάντιο, για
να συμπληρώσει την πλειάδα λέξεων που συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε από την
εποχή εκείνη.
Κρητικός Σαράντης
ΧΑΜΑΛΗΣ
Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε το επάγγελμα του «Χαμάλη», του αχθοφόρου στη Σύμη, αλλά η άφιξη του αυτοκινήτου και η διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων, εξάλειψε το επάγγελμα αυτό.
Οι Χαμάληδες στη Σύμη, είχαν αποκτήσει και σωματείο την ΕΦΛΑ, για να προστατεύουν τα δικαιώματά τους, αλλά και να υπάρχει κοινή γραμμή για τις μεταφορές και το αντίτιμο ανάλογα με τις αποστάσεις κ.λ.π.
Έχω αφηγήσεις αχθοφόρων, για μεταφορές βαρειών αντικειμένων σε απομακρυσμένα μέρη, όπως τα μοναστήρια, με σιδερένιες καγκελόπορτες, καμπάνες κ.λ.π. που έπρεπε να πάνε με συνεργασία πολλών ανθρώπων, ανεβαίνοντας μονοπάτια σε ανηφόρες και κακοτράχαλα βράχια.
Μάλιστα μέσα στην πόλη, είχαν κάποια επιλεγμένα μέρη που έκαναν στάση για να ξεκουραστούν όταν ήταν φορτωμένοι με κάποιο αντικείμενο.
Τα μέρη αυτά τα επέλεγαν, γιατί μπορούσαν να ακουμπήσουν (μοθέκουν) τα αντικείμενα χωρίς πρόσθετη βοήθεια από άλλον, και να πάρουν μερικές ανάσες.
Η λέξη Χαμάλης προέρχεται από την Τουρκική λέξη Hamal και την Αραβική Hammal, αλλά εμάς, δε θα μας απασχολήσει αυτή, γιατί εμείς θα επικεντρωθούμε σε μια άλλη που έρχεται κατευθείαν από το Βυζάντιο, και είναι ακόμα σε χρήση στη Σύμη.
Στη Βυζαντινή λοιπόν εποχή, αυτοί που μετέφεραν βαριά αντικείμενα, για να μη τους πονάνε οι ώμοι, αν τα αντικείμενα προς μεταφορά εκτός από βαριά ήταν σκληρά ή είχαν γωνίες, τοποθετούσαν το «προσώμιν» που ήταν ένα είδος μαξιλαριού διαμορφωμένο.
Ακριβώς έτσι λέγεται μέχρι σήμερα και στη Σύμη, αυτό που έβαζαν οι αχθοφόροι στους ώμους, για να τους προστατεύει και να απαλύνει την πίεση που ένοιωθαν από το βάρος των αντικειμένων.
Συνήθως έπαιρναν ένα τσουβάλι και το διαμόρφωναν κατάλληλα γι’ αυτό το σκοπό. Ανάλογα το έκαναν σαν κουκούλα που έφτανε μέχρι την πλάτη βάζοντας μέσα το κεφάλι τους, ή το τοποθετούσαν στους ώμους, αφού το δίπλωναν κατά μήκος ή πλάτος.
ΚΡΟΚΚΑΣ
Ο
γνωστός μας «Κροκκάς», η σαύρα που συνήθως βλέπουμε πάνω στα βράχια με χρώματα,
μαύρο, γκρίζο, μπλε, φάβα ξεθωριασμένη, και λευκό, έχει την επιστημονική
ονομασία Laudakia stellio, Agama
stellio, η δε εξάπλωσή της ξεκινά από τα νότια της
Κοζάνης μέχρι το Καστελόριζο.
Το
ολικό της μήκος φτάνει τα 30 εκατοστά, και γεννά 2 φορές το χρόνο από 6 -10
αυγά, είναι ένα ακίνδυνο και δειλό ερπετό, που πολλές φορές εξαφανίζεται με την
παρουσία του ανθρώπου.
Απαντάται
με διάφορα ονόματα όπως, Σκούτζικας, Σκουτζίκι, Άγαμα, Δράκος, Κουρκούταβλος,
Κουρκουτάς, Κουρκόδιαλος, Κορκόφιλας και άλλα.
Τρέφεται με έντομα, ασπόνδυλα, σαύρες και φυτικές τροφές.
Συνήθως
κάθεται κοντά στην κρυψώνα του που είναι κάποια σχισμή του βράχου, ή κάτω από
ξερολιθιά και λιάζεται στον ήλιο.
Στη
Βυζαντινή εποχή, οι σαύρες ονομάζονταν «Κροκόδειλοι», ερμηνεύοντας το όνομά
τους με το ότι, για να τους διώχνουν από τις κυψέλες, τοποθετούσαν έξω από
αυτές κρόκο, τον οποίον φοβόντουσαν.
«Κρόκος
– δειλός» = Κροκόδειλος.
Δεν
ξέρουμε αν η ονομασία των μεγάλων ερπετών στα ποτάμια του Νείλου του Αμαζόνιου
κ.λ.π. προήλθε αργότερα από την ομοιότητα του Κροκκά με αυτά.
Η
Βικιπαίδεια λέει ότι η ονομασία των μεγάλων ερπετών (Κροκόδειλοι), προέρχεται
από την αρχαία σύνθετη Ελληνική λέξη Κροκόδριλος, που ετυμολογείτε από τις
λέξεις Κρόκη = βότσαλο, και Δρίλος = σκώληξ, που σημαίνει σκώληκας των βότσαλων,
ή από τη συνήθεια των κροκοδείλων να λιάζονται στα βότσαλα, είτε λόγω του
φολιδωτού δέρματός του που θυμίζει πέτρες. Αργότερα η ονομασία αυτή από
Κροκόδριλος, έγινε Κροκόδειλος.
Νομίζουμε, ότι πιο αληθοφανής είναι η εξήγηση που προέρχεται από το
Βυζάντιο. Δηλαδή, το Κρόκος + δειλός, που
αποδόθηκε στις σαύρες λόγω της φοβίας τους στον Κρόκο ταιριάζει καλλίτερα, και
επεκτάθηκε αργότερα στα μεγάλα ερπετά, λόγω της ομοιότητάς τους σωματικά.
Γιατί, μόνο δειλούς δεν μπορεί κανένας να πει τους μεγαλόσωμους κροκόδειλους.
Αν
προσέξουμε το πρώτο συνθετικό «Κρόκος», υπάρχει στις περισσότερες ονομασίες που
αναφέραμε πιο πάνω της σαύρας στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Άρα
αυτό δεν είναι σύμπτωση.
Κλείνοντας
θα πούμε, ότι εμείς στη Σύμη, κρατήσαμε μόνο το πρώτο συνθετικό του ονόματος
από τον Κρόκο, και έτσι ονομάσαμε τη σαύρα αυτή «Κροκκάς». Κρητικός Σαράντης
Οι ηλικιωμένοι Συμιακοί, θα θυμούνται, ότι την εποχή που ήταν μικρά παιδιά, ανάμεσα στα παλιά παιχνίδια που έπαιζαν, έπαιζαν φυσικά και ποδόσφαιρο.
Μόνο, που λόγω δυσκολίας εξεύρεσης μπάλας την εποχή εκείνη, και εξαιτίας των στενών οικονομικών, αρκούνταν σε πρόχειρες κατασκευές για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Ως συνήθως η πιο πρόχειρη λύση ήταν κουρέλια δεμένα και τυλιγμένα για να πάρουν στρόγγυλο σχήμα και να προσομοιάζουν με μπάλα, την οποία, δεν την έλεγαν μπάλα, αλλά «Μάππα», όπως την λέγαμε και εμείς σε μικρή ηλικία.
Υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να πάρουν ένα παλιό κομμάτι υφάσματος και να το ράψουν σαν σακούλι και να το γεμίσουν με κουρέλια και να το κλείσουν πάλι με βελόνα και κλωστή.
Πέραν από τα κουρέλια ελλείψει μπάλας, όταν η διοργάνωση του αγώνα γινόταν πρόχειρα χωρίς προγραμματισμό, αρκούσε και κάποιο παλιό κονσερβοκούτι σιδερένιο ας ήταν και σκουριασμένο από κάποιο «χαλατό» (ερειπωμένο σπίτι), ή όταν βγήκε η πρώτη συσκευασία της Χλωρίνης σε πλαστικό, και αυτό χρησίμευσε σαν μπάλα.
Όμως, ας επανέλθουμε στη λέξη «Μάππα», που οι Συμιακοί εννοούσαν τη μπάλα.
Στους Ρωμαϊκούς Ιπποδρόμους, ο άρχων που είχε την διοργάνωση των αγώνων αλλά και έδινε το σινιάλο έναρξης των αγώνων, κρατούσε στο χέρι του ύφασμα λευκό λινό που λεγόταν «Μάππα» ( υποθέτουμε αν και δεν το γνωρίζουμε, ότι μπορεί να ήταν σαν κουβάρι στρόγγυλο) και το έριχνε προς τον Μαππάριον.
Ο Μαππάριος ήταν αυτός που έδινε το σήμα εκκίνησης του αγώνα.
Ακόμα στο Βυζάντιο, ο ιπποδρομικός αγώνας κάποια εποχή εκαλείτο «Μάππα».
Συνοψίζοντας λοιπόν όσα αναφέραμε πιο πάνω για την έννοια της λέξης «Μάππα», ή από το λευκό λινό ύφασμα που έριχνε ο άρχων της διοργάνωσης των αγώνων στον Μαππάριο και λεγόταν «Μάππα», ή τον αγώνα τον ίδιο, όλα συνηγορούν ότι πίσω από τη λέξη «Μάππα», της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής εποχής, κρύβεται η μπάλα που λέγαμε μικροί στη Σύμη, που αποτελείτο από ύφασμα που το διαμόρφωναν ώστε να τους εξυπηρετεί στο παιχνίδι που έπαιζαν. Άλλωστε και η ορθογραφία της λέξης συνηγορεί σε αυτό.
ΟΙ ΑΧΙΝΟΙ
Στη Σύμη έχουμε 3 ονομασίες για τους αχινούς,
ανάλογα με το είδος τους. Η μία ονομασία, προέρχεται από τη Βυζαντινή εποχή,
και είναι πολύ παράξενο, ότι η ονομασία αυτή έχει σχέση με τις τρίχες, και
κυρίως με το γένι, όπως ανακάλυψα.
Στη Βυζαντινή εποχή όπως διαβάσαμε,
αναπόσπαστο κομμάτι της εμφάνισης των ανδρών, εθεωρείτο και η συνήθεια το να
αφήνουν γένι, όπως γίνεται τώρα τελευταία που επικρατεί σαν μόδα και στη
σύγχρονη εποχή.
Εκείνοι
όμως που το γένι τους το περιποιούνταν και το έκοβαν κοντό, καλούνταν «κορεψογένηδες».
Στη Σύμη,
έχουμε τους «καλούς» αχινούς, δηλαδή αυτούς που τρώμε, (με τα βρώσιμα μέρη τους
τα «γλαντιά» όπως τα αποκαλούμε, σε κίτρινο και πορτοκαλί χρώμα), περίφημος μεζές - που η συνεχής αλίευσή τους, αρχίζει να δείχνει επικίνδυνα σημάδια μείωσής τους - και είναι σε διάφορα χρώματα, καφέ, καφέ
σκούρο, πράσινο, μωβ, πυρόξανθο, κ.λ.π. και πολλές φορές τους ξεχωρίζουμε εάν
μοιάζουν με αυτούς που δεν τους τρώμε, από το ότι στα αγκάθια τους κολλάνε διάφορα
μικρά αντικείμενα, όπως βότσαλα μικρά, κομμάτια από φύκια, ή κελύφη άδειων μαλακόστρακων.
Τους άλλους
που δεν τους τρώμε και η επαφή των
αγκαθιών τους με το δέρμα μας μπορεί να είναι και επώδυνη λόγω του δηλητηρίου
που φέρουν στις άκρες τους, έχουν
συνήθως μαύρο χρώμα τους λέμε «Εβριούς - Οβριούς», για τους προφανείς λόγους με τον Χριστό.
Έχουν λίγο μεγαλύτερα αγκάθια σε μήκος από τους «Καλούς», και τους «Κραψοένηδες», όπως καθιερώθηκε στη Σύμη να λέμε, αυτούς τους αχινούς που έχουν μικρά, κοντά αγκάθια, και που όταν παύουν να ζουν, φεύγουν τα αγκάθια τους, και πολλοί έχουν στολίσει τα πολύχρωμα κελύφη τους που τα αποκαλούμε και «κυρτάκια» επειδή μοιάζουν με κύρτο σε περίοπτη θέση στο σπίτι τους, ενώ εκτός από τις διακοσμητικές έχουμε δει και πρακτικές χρήσεις μετά από επεξεργασία, όπως πορτατίφ κ.λ.π. Τους ακούσαμε και σαν "αχινομάνες", αλλά το όνομα "Κραψοένης", είναι αυτό που τελικά επικράτησε.
Έτσι λοιπόν, οι «κραψοένηδες» αχινοί με τα κοντά αγκάθια, είναι οι «κορεψογένηδες» άνδρες της Βυζαντινής εποχής, που έκοβαν κοντά τα γένια τους.
Μια ωραία παρομοίωση, που κατάφερε να φτάσει μέχρι τις μέρες μας και να χρησιμοποιείται ακόμα στη Σύμη. ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ