ΑΜΑΞΙΤΗ. ΕΝΑ ΓΙΓΑΝΤΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΗ
ΑΜΑΞΙΤΗ. ΕΝΑ ΓΙΓΑΝΤΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΗ Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Περιοδικό ΑΙΓΛΗ, που ήταν προσφορά της εφημερίδας ...
ΑΜΑΞΙΤΗ. ΕΝΑ ΓΙΓΑΝΤΙΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΗ
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Περιοδικό ΑΙΓΛΗ, που
ήταν προσφορά της εφημερίδας ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ, με αριθμό τεύχους 16 το 2006 με
τον τίτλο:
ΛΙΓΗ - ΑΜΑΞΙΤΗ – ΠΑΡΑΜΑΝΤΡΙ ΚΑΚΛΙΟΥ
(Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης)
ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
Το Μοναστήρι του Μικρού Σωτήρος της Λιγής, ίσως είναι μια τοποθεσία όχι και τόσο γνωστή σε αρκετούς, αν και με τη διάνοιξη των δρόμων που επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια, και τα πιο απρόσιτα και δύσβατα εξωκλήσια κατέστησαν προσβάσιμα και επισκέψιμα.
Το μοναστήρι του Μικρού Σωτήρος της Λιγής.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη του Σωτήρη της Λιγής, εκτός φυσικά από τον πλούσιο διάκοσμο στο εσωτερικό του ναού, είναι οι τεράστιοι όγκοι ορθογώνιων λίθων που αποτελούσαν το εξωτερικό προστατευτικό τείχος του παλαιού οικισμού, που λίγοι φαίνονται διάσπαρτοι στο χώρο, ενώ η κεντρική εσωτερική οχύρωση διακρίνεται καλλίτερα, και πάνω της συμπλήρωσαν οι μεταγενέστεροι την τοιχοποιία, ενώ χρησιμοποίησαν αρκετούς λαξευμένους λίθους για το κτίσιμο του ναού.
Όσον αφορά το όνομα Λιγή, όπως λέει ο Νικήτας
Χαβιαράς, προέρχεται από το «Ηλυγή», το σκότος, το σκιασμένο, μια και η περιοχή
λόγω του σκοτεινού χρώματος των βράχων και του δάσους, δύσκολα φαίνεται για
κάποιον που θέλει να την προσεγγίσει.
Ο οικισμός του Σωτήρος της Λιγής, άκμασε κατά
την αρχαιότητα, έχοντας στην κατοχή του, μεγάλες πεδινές εκτάσεις, που αρχίζουν
από την τοποθεσία που βρίσκεται, και καταλήγουν με αναβαθμίδες ανατολικά μέχρι
τα Βαρούχα.
Ένα οροπέδιο, που το πιο σημαντικό ήταν ότι
ήταν αθέατο, λόγω του υψομέτρου από τη θάλασσα 478 μέτρα, και της δυνατής
οχύρωσής του.
Έτσι η όποια επιθυμία εχθρών να επιβουλευτούν την ακεραιότητά του, προσέκρουε στις απόκρημνες πλαγιές κατά μήκος της ακτής, το μεγάλο υψόμετρο και την οχυρή του θέση.
Η ανάγκη όμως του οικισμού να αποκτήσει πρόσβαση στη θάλασσα για το εμπόριο, επινόησαν και δημιούργησαν ένα γιγάντιο έργο, που για την εποχή του, θα πρέπει να ήταν ένα επίτευγμα δύσκολο, χρονοβόρο και πολυδάπανο, που ακόμα και τη σημερινή εποχή θαυμάζεται σαν τέτοιο, αν αναλογιστούμε τα μέσα που είχαν τότε στη διάθεσή τους για να το φέρουν εις πέρας.
Κατασκεύασαν
λοιπόν έναν αρκετά φαρδύ δρόμο, από τον
οικισμό, μέχρι τον όρμο της Νανούς, ο οποίος κατεβαίνοντας ανάμεσα σε απότομες
πλαγιές και φαράγγια – σε κάποια σημεία σκάβοντας τα βράχια, και σε άλλα
κτίζοντας με πελώριους ογκόλιθους αναλημματικούς τοίχους για να τον στηρίξουν –
φτάνει μέχρι την παραλία, όπου φαίνονται ελάχιστα υπολείμματά του.
Αυτός λοιπόν ο δρόμος μέχρι σήμερα ονομάζεται «Αμαξιτή ή Αμαξική», και τα μεγαλύτερα κομμάτια του τα βρίσκουμε ορατά κάτω από την απότομη πλαγιά του Μοναστηριού της Παναγίας της Καμπιώτισσας.
Εκεί διακρίνεται η χάραξη και οι μεγάλοι
βράχοι που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της.
Αν και ονομάζεται Αμαξιτή - Αμαξική, πιστεύουμε ότι περισσότερο ήταν μόνο για υποζύγια, και όχι για άμαξες, χωρίς να το αποκλείουμε και αυτό. Απλά το θεωρούμε δύσκολο, λόγω της κλίσης σε κάποια σημεία, αλλά και τα φαράγγια που υπάρχουν.
Για όσους έχουν προσπαθήσει να την
ακολουθήσουν, θα έχουν ακουστά το «Σκαλί», ένα σημείο πολύ επικίνδυνο μέσα σε
ένα φαράγγι, που εκεί αν δεν γνωρίζεις πως να το κατέβεις, θα φθάσεις σε ένα
σημείο, και μετά θα μείνεις εκεί, μη έχοντας τη δυνατότητα να επιστρέψεις ή να
προχωρήσεις.
Παλαιότερα σε αυτό το σημείο, παγιδεύτηκαν 2
– 3 φορές τουρίστες, και επιστρατεύτηκαν βοσκοί που γνώριζαν την περιοχή για να
τους απεγκλωβίσουν.
Εδώ
θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε κάποιους που θα θελήσουν να ψάξουν την
Αμαξιτή, πως δεν είναι εύκολο, και υπάρχει μεγάλη δυσκολία και επικινδυνότητα
στις απότομες πλαγιές, και μάλιστα σε μέρη που είναι δύσβατα, χωρίς επιλογές
παράκαμψης. Πέραν αυτού, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες να ακολουθήσεις, για το πως θα την περπατήσεις.
Επανερχόμενοι στην Αμαξιτή, θα πρέπει η κατασκευή της να διήρκεσε αρκετά χρόνια, αλλά και η συντήρησή της πρέπει να ήταν διαρκής μετά το τέλος πάντα των βροχών.
Πιστεύουμε ότι στη δημιουργία της θα πρέπει
να συνέβαλαν και οι παραπλήσιοι οικισμοί που χρειάζονταν την πρόσβαση στη
θάλασσα, όπως αυτοί που καλλιεργούσαν το
Πότι και την κοιλάδα της Καμπιώτισσας,
και ίσως και πιο μακρινοί.
Έτσι μπόρεσαν με αυτό τον τρόπο – αν και
δύσκολα – να λύσουν το πρόβλημα επικοινωνίας δια θαλάσσης, που ήταν απαραίτητη
για να διεξάγουν το εμπόριο.
Εκεί που καταλήγει ο δρόμος της Αμαξιτής στην
παραλία της Νανούς, μπορεί να διακρίνει ένα εκπαιδευμένο μάτι λίγα υπολείμματα,
γιατί ο κεντρικός χείμαρρος που διατρέχει το χειμώνα την παραλία περνάει από το
σημείο που ήταν χαραγμένη.
Εδώ θα κάνουμε μια παρένθεση, για να σχολιάσουμε το χάρτη στην εικόνα πιο πάνω, όπου έχουμε σχεδιάσει τη χάραξη της Αμαξιτής. Έχουμε δύο επιλογές, όταν πια φτάνει κάτω στην παραλία της Νανούς. Η μία πάει κάθετα προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει και ο βράχος που λέγεται "Λύσε - δέσε", και λένε ότι εκεί έδεναν πλοία, αλλά και η άλλη διαδρομή που πάει νότια στην άκρη της παραλίας, όπου φαίνονται μέσα βουλιαγμένες μεγάλες πλάκες.
Ο Νικήτας Χαβιαράς υποθέτει, ότι οι μεγάλες πλάκες αυτές είναι για να βγαίνουν τα πλοία για συντήρηση, επειδή δεν έχει λιμάνι η Ναννού. Σε μελέτη που δημοσιεύσαμε στο περιοδικό ΑΙΓΛΗ, τεύχος αριθμός 22 του 2012, με τίτλο ΑΡΧΑΙΕΣ ΛΙΜΕΝΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΥΜΗ, η γνώμη μας είναι, ότι είναι αποβάθρες για την πρόσδεση πλοίων, και μάλιστα, βρίσκονται στα σημεία που δημιουργείται κάπως απάνεμο μέρος. (Η πλαγιοδέτηση του πλοίου, διευκολύνει τα μέγιστα στην φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων).
Τις ίδιες μεγάλες πλάκες, που έσπασαν βέβαια με τον καιρό, (ήταν ενιαία προβλήτα) έχουμε σε παραλίες στα σημεία που προστατεύονται από τον καιρό, όπως είναι στην Μαραθούντα, πάλι στο νότιο μέρος της παραλίας της, στις Σάρπες στο πρώτο λιμανάκι αριστερά, στο Μαρόνι μπαίνοντας αριστερά, και πιθανόν υπήρχαν και σε άλλες παραλίες που με το χρόνο καταστράφηκαν. Μια σημείωση. Η στάθμη της θάλασσας την εποχή προ Χριστού, ήταν 1,70 - 1,50 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή.
Εξ' άλλου, ήταν πολύ δύσκολο, να διατηρεί πλοία ο οικισμός της Λιγής, λόγω της μεγάλης απόστασής της από τη θάλασσα, της έλλειψης λιμανιού που να προσέφερε προστασία, και καταφυγίου πλοίων. Πέραν τούτων να πούμε, ότι θα ήταν εκτεθειμένα, εκτός και από τον καιρό και σε παντός είδους εχθρούς. Βάρκες μικρές σίγουρα πρέπει να είχαν, που μπορούσαν δύο άτομα να τις καθελκύσουν και να τις ανασύρουν.
Μετά την παρένθεση αυτή, συνεχίζουμε το άρθρο μας για την Αμαξιτή, για να πω ότι, ανιχνεύσαμε και περπατήσαμε την Αμαξιτή με το
φίλο Δασοφύλακα Νίκο Αντωνίου το 1998,
αλλά έχουν απομείνει λίγα κομμάτια που μπορείς να δεις τις μεγάλες πέτρες που
είναι κατασκευασμένη.
Οι περισσότερες πέτρες με τις βροχές, τις κατολισθήσεις, και με τη δράση των χειμάρρων, έχουν πλέον κυλήσει στις απόκρημνες πλαγιές.
Ερχόμαστε τώρα σε ένα σημαντικό στοιχείο, το
οποίο μου έκανε εντύπωση, και που συνδέεται κατά παράξενο τρόπο με την Αμαξιτή,
παρόλο που απέχουν μεταξύ τους εκατοντάδες μέτρα.
Κάποτε
μιλώντας με τον αείμνηστο Στάτη (Ευστάθιο) Τσαβαρή (Κωσταλιό), μου αποκάλυψε, πως
υπάρχει ένας τοίχος με μεγάλες πέτρες σε ένα σημείο του Κάβου δεξιά μπαίνοντας
για τη Νανού, σε αρκετό ύψος πίσω από ένα λόφο που δεν φαίνεται από τη θάλασσα,
και λέγεται «Παραμάντρι του Κακλιού».
Εκεί ο βοσκός, είχε κτίσει ένα μικρό σπιτάκι
για τις ανάγκες του.
Αρχαία τοιχοποιία, στο παραμάντρι του Κακλιού.
Με το τόξο το σημείο της αρχαίας τοιχοποιίας.
Αυτό το μέρος είναι δύσκολο στην πρόσβαση,
και μόνο από τη μεριά της θάλασσας με
βάρκα, αλλά η πλαγιά που πρέπει να ανέβεις για να πας εκεί, είναι απότομη με
χαλαρά βράχια και πέτρες και έδαφος σαθρό, που ανά πάσα στιγμή, μπορεί να
φτάσεις πέφτοντας μέχρι τη θάλασσα. Ανεβαίνεις περπατώντας στα τέσσερα.
Πήγα λοιπόν εκεί, και ανακάλυψα πράγματι, ότι
υπήρχαν υπόλοιπα τοίχων που δεν ήταν σύγχρονα, αλλά ανήκαν στην αρχαία εποχή.
Όμως, σε
τι μπορεί να χρησιμεύει μια κατασκευή εκεί για να μείνει κάποιος, αφού
δεν υπάρχει νόημα μέσα στο πουθενά;
Όταν κοίταξα ψηλά, είδα ότι τα Βαρούχα, ήταν
ακριβώς πάνω από μένα. Η θέα μάλιστα από εκείνο το σημείο που βρισκόμουν, ελέγχει
την είσοδο του λιμανιού της Νανούς.
Τότε κατάλαβα συνδυάζοντας και τις δύο αυτές
παρατηρήσεις, πιο ήταν το κρυφό νόημα της μυστικής αυτής τοποθεσίας, που δε
φαίνεται από τη θάλασσα.
Όποιο πλοίο ερχόταν για να μπει μέσα στο
λιμάνι της Νανούς, είχε την ευχέρεια ο παρατηρητής, να δει και να ελέγξει από
πού είναι.
Γιατί τότε με τα πανιά, κάνοντας ζικ – ζακ
για να πιάνει τον καιρό (αέρα), αναγκαστικά θα ερχόταν κάτω από τον παρατηρητή,
ακούγοντας μέχρι και τις ομιλίες του πληρώματος.
Αν προχωρούσε το πλοίο, σε λίγο θα το σκέπαζε
ο επόμενος κάβος. Άρα, θα μπορούσε, να δώσει σήμα σε κάποιον που βρισκόταν στην
άκρη στα Βαρούχα ειδοποιώντας τον για το πλοίο, αν είναι φιλικό, αν είναι αυτό
που περίμεναν για το εμπόριο, ώστε και εκείνος με τη σειρά του να ειδοποιήσει
τον οικισμό της Λιγής στο Σωτήρη τον Μικρό.
Ήταν ουσιαστικά, ένα σύστημα έγκαιρης
προειδοποίησης. Έτσι, κερδίζοντας χρόνο, θα ξεκινούσαν τα υποζύγια και τα άτομα
που ήταν επιφορτισμένα γι’ αυτή την εργασία να κατέβουν την Αμαξιτή, ώστε το
πλοίο, να μην περιμένει πολύ, επειδή μπορεί να είχε να κάνει και άλλους
σταθμούς μετά την Νανού.
Φυσικά οι βάρδιες αυτές, ήταν μόνο ενεργές
την ημέρα, και κυρίως τις εποχές που η ναυσιπλοία λόγω καιρού επιτρεπόταν.
Ο
παρατηρητής στο Παραμάντρι του Κακλιού, υποθέτουμε ότι κατέβαινε από τα Βαρούχα
τις πρωινές ώρες από κάποιο μονοπάτι, και θα ανέβαινε το απόγευμα ή μπορεί και
να έμενε εκεί κάποιες μέρες.
Η ανάπτυξη λοιπόν του οικισμού της Λιγής, ο
οποίος πρέπει να ήταν πλούσιος και δυνατός, φαίνεται πως βασίστηκε στην
καλλιέργεια της πεδιάδας των Βαρούχων, τη ζωοτροφία, αλλά κυρίως στην
Αμαξιτή, το θαυμαστό αυτό έργο, που δημιουργήθηκε με πολύ τέχνη και κόπο, από
την ανάγκη της πρόσβασης στη θάλασσα για το εμπόριο.
Οι
πρώτες ύλες κυρίως από μεταλλεύματα και
είδη μεταλλουργίας, και προϊόντα που δεν παρήγαγε το νησί και του ήταν απαραίτητα, η πρόσβαση στη
θάλασσα, ήταν επιτακτική ανάγκη και ο μόνος δρόμος για να τα αποκτήσει.
Ακόμα
και πριν από ένα αιώνα αν ήταν ενεργός ο οικισμός, η Αμαξιτή, θα ήταν ακόμα σε
χρήση πιστεύουμε, σαν ο πιο κοντινός δρόμος για επικοινωνία μέσω θαλάσσης.
Σίγουρα
οι άνθρωποι του οικισμού του Σωτήρος της Λιγής - ο σημερινός ναός κτίστηκε πάνω
στον αρχαίο ναό του Διός Σωτήρος όπως λέει η παράδοση – είχαν τα απαραίτητα
εφόδια για να προοδεύουν. Εργατικότητα, εφευρετικότητα, διορατικότητα,
εμπορικό μυαλό, και το γνωστό δαιμόνιο της φυλής, όπου ανάμεσα σε δυσκολίες και
ανυπέρβλητα εμπόδια, βρίσκει καινοτόμες λύσεις και καινούργιες ιδέες να
προτείνει.
Άγνωστο γιατί αυτός ο οικισμός ερημώθηκε. Η μόνη εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι η ξηρασία, μια και είναι γνωστό ότι η Σύμη στα παλιά χρόνια, αποικήθηκε και εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον 2-3 φορές στο απώτερο παρελθόν.
ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ