ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΤΣΟΥΒΑΛΛΑΤΑ

  ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΤΣΟΥΒΑΛΛΑΤΑ   ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ   Κάθεται μέσα στη σάλα του σπιτιού του ο Νικόλας, άντρας της Αννίκας και προσπαθεί να φτιάξει ένα ...

 



ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΤΣΟΥΒΑΛΛΑΤΑ 

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ 

Κάθεται μέσα στη σάλα του σπιτιού του ο Νικόλας, άντρας της Αννίκας και προσπαθεί να φτιάξει ένα παραγάδι.

Χτυπά η πόρτα, κι είναι το Μιχαλιό παλιός του φίλος..

- Ποιος είναι, ρωτά ο Νικόλας.

- Το Μιχαλιόν είμαι.

- Πιο Μιχαλιό πρε;

- Πρε το Μιχαλιό της Πατούνας.

- Πού εκάουσου πρε άθρωπε κι εχάθης; Ππώσε κι άμπα μέσα.

 

Μπαίνει το Μιχαλιό μέσα και ανταλλάσσουν χαιρετισμό.

 

- Καλώς τον. Κάτσε. Πότε πρε ήρτες;

- Εχτές εξημπάρκαρα, κι είπα άρτω α τα πούμε κομμάϊ.

- Κάλενα έκαμες.

- Λοιπό  Νικόλα, τι χαμπάρια;

- Να, λέουμε δα καλά για να γίνονται.

- Η Αννίκα η γυναίκα σου πρε εγκάηται;

- Σε μια γειτόνισσαν επήεν α καταναλήσου πάλε.

- Πόσο καιρόν πρε έχουμεν α βρεθούμε;

- Εθθάναι μαθές καένας χρόνος; Α ππώς έφυες.

- Εγώ πιο, έκαμα και το τελευταίο ταξίδι, κι έριξα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη.

- Άντε με το καλό. Τώρα ταλοιπονίς Μιχαλιό, α μου κάμνεις παρέα ταχτικά ε;

- Μόνο παρέα; Εθθα πααίννουμε μαθές και στο ψάρεμα;

- Ρωτάστο κιόλα; Τώρα έχω όξω τη βάρκα, κι είναι ξιστανιασμένη. Σκέττη κοφίνα. Α την τοιμάσω, α πααίννουμε α πιάννουμε καένα ψαράκι. Ναε που τοιμάτζω και παραάδι.

- Μια χαρά, γιατί κριάς- κριάς συνέχεια, ε είναι και καλό πράμα. Όχι δηλαδή ότι τρώω, αλλά που λέει ο λόος.

- Εμουνού α τα πεις;

- Τί δηλαδής;

- Άστα κακόμοιρε. Έπαθα μεάλο χαττά μέουτο, που ακόμα το θυμούμαι.

- Με τι μουρέ;

- Με το κριάς.

- Καλά, με το κριάς, πρέπει νάχεις και γόντια, κι εγώ ενέχω.

- Μ’ αυτά δά τον η αιτία που τόπαθα.

- Πια πρε τα γόντια;

- Ινναί.

- Δηλαδής;

- Τα γόντια μας γούλοι μας, εν τα προσέχουμε. Μόνον α μα δούμε τα παράναγκα πααίννουμε στον γοντογιατρό.

- Άστα. Κι εγώ τα ίδια πάσκω, και στο τέλος α πάω για μάσκες (μασέλλες).

- Που λέεις, όταν επήα στο γοντογιατρό, έβρισέ με. Τώρα μου λέει πιο ήρτες;

- Τα ίδια θα μου πει κι εμένα. Θώρρε να δεις.

- Τώρα του λέω, ότι έγινεν - έγινε. Έφτασα πιο Μιχαλιό στο απροχώρητο κι εναγκάστη και πήα. Ξέεις τ’ είναιν να πολεμάς α κανέψεις στο στόμα σου μιαν ελιά, όταν έχεις τρία γόντια πάνω και άλλα τόσα κάτω κι ούτε γειτίτζου αναμεταξύ τους;

- Ξέω τα. Εν ημπορείς α φάεις ένα φαί της προκοπής.

- Αφού πιο τα φαγιά εκατήβατζα τα αμάσητα, κι έπιαννέ με το στομάχι μου.

- Τα ίδια και χειρόττερα.

- Που λέεις. Έβγαλέ μου δυό τρεις ρίτζες πούχα πάνω, και λιμέναμεν α μεστώσου τα ούλη μου.

- Ενεπόνε;

- Επόνε ξηπόνε, έπρεπε να γενεί. Αφού ‘τον ανάγκη.

- Αυτοδά ναι πρε που φοούμαι κι εγώ κι έ μπααίνω.

- Εμέναν όμως, μούχε ντίξει α πάω α φάω κομμάι κριάς που το λιμπίτζουμου, κι ενεμπόρου. Έλεα ταλοιπονίς μέσα μου. Πού θα πάει; Άμα βάλω τα γόντια μου, α πάω α φάω ένα σουβλάκι α το φχαριστηθώ.

- Εκειά σου κόλησε πρε;

- Εκειά. Εκάουμου που λέεις και φαντάτζουμου α πάω στο σουβλατζίδικο α παραγγείλω ένα σουβλάκι. Α κάτσω στη καρέκλα και να τραβώ απου το καλαμάκι, έναν - ένα τα τακκιά το κριάς και να τα μασώ.

- Χα, Χα.

- Έβγαλέ μου ταλοιπονίς ο γοντογιατρός ότι ήτον να μου βγάλει, και λιμέναμεν α μεστώσου τα ούλη α μου ξαμώσει τα μέτρα. Είπε μου ππως, επειδή οι φρονιμήτες ήτο γεροί, α μου βάλει πάνω στη μασέλα κάτι σίδερα σαν αγκίστρια, α πιάνου πάνω τους για να μη μου φεύγει εύκολα.

- Εκείνος πρε ο πηλός που σούβαλε μέσ’ το στόμα σου για τα μέτρα, εν εναούλας; 

- Μωρέ, επήρα το πιο απόφαση, κι εμμε σταμάτα τίποτε. Εξάμωσε μου που λέεις τα μέτρα, κι επαράγγειλε την μασέλα απου τη Ρόδο.

- Ργεί πολύ;

- Μηε θυμούμαι. Εμένα μένοιατζεν νάρτει α πάω στο σουβλατζίδικο.

- Ε για τόνομα. Εσύ εκεί !!!

- Ινναί. Το μυαλό μου στο σουβλάκι. Όταν πιο με πήρε τελήφωνο ότι ήρτε, εκατήβη τα σκαλιά απού το Χωριό, θαρρείς κι ήμου παιδάκι.

  Θυμούμαι ήτον απόγευμα Παρασκής.

- Ακόμα και τη μέρα θυμάσαι;

- Ινναί γιατ’ ήτο σημαδιακή. Ήμπα ταλοιπονίς καμαρωτός – καμαρωτός γούλο χαμόγελα, κι έκατσα στη καρέκλα. Έφερε τη μασέλα ο γιατρός, και έβαλέν τη στο στόμα μου. Τε μπουκάμνει μου λεει; Χτυπά σε πουθενά;

Εγώ, ενεκαταταλάβαινα Χριστό.

- Δηλαδή εχτύπα σε και εν του τάπες;

- Γόχι. Αλλά και να με χτύπα, εθθάδωνα σημασία.

  Λέει ο γιατρός, άμα σε χτυπήσει, έλα να μου τα πεις, α τη λιμάρουμε.

- Και τε μπούκαμε, εχτύπησέ σε μετά και ξαναγύρισες;

- Γόχι. Μόλις έφυα από του γοντογιατρού, επήα κατευθείαν στο σουβλατζίδικο και παράγγειλα ένα σουβλάκι πάνω σε καλαμάκι.

Έκατσα που λέεις αναπαυτικά στη καρέκλα, και σκεύγουμου, τε μπου κάμνει η επιστήμη.

- Τε μπου κάμνει;

- Τε μπου κάμνει; Βάλλει σου γόντια ξένα για δικά σου, και γίνεσαι πάλε νιός. Δακκάς, και μηε πονούν μηε τίποτε.

- Έσκασές με πρε. Τεμπούγινε;

- Ξέεις δα που στις ταβέρνες και στα σουβλατζίδικα, καούντε κάττες και σκύλοι και λιμένουν α τους ρίξου τίποτε.

- Θωρρώ τες δα ταχτικά.

- Μόλις ταλοιπονίς έκατσα, ήρτεν κι ένας σκύλος, κι εθρονιάστην απέναντί μου και θώρρε με καλά – καλά.

- Ε, σου λέει, για νάρτει έουτος έδω, κάτι θάβγει και για μένα δα.

- Όππως τα λέεις ήτο. Ενεμματοκλάδιατζεν α με θωρρεί στα μάτια. Όταν πιο ήρταν και τα σουβλάκια, εκόντεψε πιο κοντά και λίμενε.

- Καμμιά βολά πρε Νικόλα, θωρούσε, και λέεις: πρε παιδιά, άθρωπος είναι;

- Σωστά. Πιάννω λοιπόν και δακκώ το τακκί το κριάς απου το καλαμάκι, και μάσουν ντο με τα καινούργια μου γόντια. Ο σκύλος, εθώρε με και ξεροκατάπινε ματζί μου.

- Με ας τούριχτες δα τίποτε του κακόμοιρου.

- Ινναί, ελυπήθη ντο κι εγώ. Πιάννω που λέεις κι εγώ ένα τακκί κριάς και ρίχτο του το.

  Μόλις τόφαε, ήρτε πιο κι εμπρατίκαρε κοντά μου.

- Σου λέει, τώρα θα βγάλουμε το βραδινό μας.

- Όππως τα λέεις. Ξαναδακκώ που λέεις και δεύτερο τακκί κριάς απου το σουβλάκι, και πολέμησα α το βγάλω απου το καλαμάκι, και έκαμνέ μου το μάγκα. Ενέθελεν νάβγει.

  Λέω μέσα μου, τώρα με τα καινούργια γόντια, έθθα μου τη κατσιρδίσεις. Αυτά ε παιρνού σε μένα.

Ετράβου ντο, κι ενέλεεν α ξηκολλήσει το ξηλλεμματικό.

- Φαίνεται ότι επέτυχες τακκί με νεύρα πάνω.

- Ινναί, είχε νεύρα. Έβαλά το που λέεις πιο μέσα κοντά στους φρονιμήτες, και γιάσαρά το δυνατά.

- Ε για τόνομα.

- Τίποτε πάλε. Τραβώ ταλοιπονίς μια δυνατή προς τα όξω, και ξηκολλά η μασέλα και φεύγει χάμω ματζί με το σουβλάκι.

- Χα, χα χα. Καλά πρε. Ππως πιο έφυε;

- Εμπλέχτησα τα νεύρα του κριατού πάνω στα σιδεράκια, και με το τράβηγμα εξιγκιστρώθην η μασέλλα.

- Κι ακό;

- Πιάννει κι ο σκύλος το καλαμάκι με τη μασέλα πάνω αγκιστρωμένη, και πολέμαν α φάει το κριάς, γιατί εθθάρεν ότι του τόριξα.

- Χα, χα , χα.

- Ουστ! Φωνάτζω εγώ για να το φήκει. Ουστ! Τίποτε.  Κόφτει ο σκύλος με το σουβλάκι στο στόμα, γιατί εθάρε με το ουστ ότι τον ηδιώχτο, ενώ εγώ ελεάτο για να μολήκει τη μασέλα.

- Χα, χα χα.

- Εσηκώθη πάνω και κυνήου το σκύλο α το φήκει, αλλά τίποτε. Εκείνος εβάστα το σουβλάκι κι εν τόφηνε.

- Ενέχεν εκειά άλλους αθρώπους;

- Ένα σωρό. Εθωρούσαμε α κυνηώ το σκύλο α του πάρω το σουβλάκιν απου το στόμα του πουτο γκιστρωμένη πάνω η μασέλα, αλλά ενεκαταλαβαίναν γιατί τον εκυνήου.

Λέει  ένας εκειά: Καλά με το σκύλο τάβαλε ολόκληρο καπλάνι; Α το δα καένα παιδάκι α το καταλάβω.

- Χα, χα, χα.

- Λέει ένας άλλος: Καλέ, επαραμώρησεν  ο Νικόλας; Πολεμά α πιάει α φάει το σουβλάκιν απου το σκύλο. Τι άλλο θα δου τα μάτια μας.

- Χα, χα, χα.

- Μπρος ο σκύλος αο πίσω εγώ, ενήβη στο Καντιρίμι κι έτρεχε τεσσαρί. Που α τον ηφτάσω;

- Ας τον έπιανες με το καλό.

- Επίτηδες τον εκυνήου, για να μην εύρει εύκαιρη ώρα και φάει το σουβλάκι ματζί με τη μασέλα.

- Εσύ δηλαδή τι, ελίμενες α μολήκει το κριάς;

- Έλεα, μπας και φοβεριστεί α το φήκει.

- Αφου το τζω ήτο πεινασμένο, σιγά να μην τόφηνε.

- Επεράσαμε που λέεις το Καντιρίμι, κι έκαμε κατά το Μουράγιο.

- Μηε Μαραθώνιο πρε νάτρεχες..

- Ινναί, και βράδιατζε κιόλας.

- Με τι πιο, έθάμπλεπες.

- Γόχι μόνο εν έμπλεπα, αλλά απου το τρέξιμο εψύχην, και τα μίλια πιο είναι και πατζαρισμένα.

- Η γριά που λέου, στο τρέξιμο και στον ανήφορο φαίνεται.

- Εμαΐναρα που λέεις πριν την αστενομία, γιατί πιο εν τον εθθώρου. Έχασά τον.

- Κι ακό;

- Έκατσα στο σκαλί της πόρτας του ρολογιού, κι έκλαια τη μοίρα μου.

- Και φαφούτης.

- Αυτόν ήτο το πιο λλίο. Έχασα τα γόντια μου, πούκαμνα όνειρα και σκέδια για τα φαγιά που θάτρωα.

- Πάει και το σουβλάκι.

- Είπα μέσα μου, ένητο γραφτόν α το φάω. Εκάουμου και σκεύγουμου, τε μπου θάλεα στο γοντογιατρό.

- Τε μπου θάλεες μαθές; Ότι σούφαε τη μασέλαν ο σκύλος;

- Εσκεύγουμου πρε μια δικαιολογία. Α του πω ότι μούφυε στη θάλασσα όταν εφταρνίστη.

- Κάλενη δικαιολογία.

- Εσηκώθη που λέεις και γύρισα πίσω στο σπίτι σα βρεμένη κάττα.

- Η Αννίκα πιο τε μπούλεε; Ε σε ρώτηξε;

- Είπα της ψευτιές, ότι εν του την εστείλα του γοντογιατρού ακόμα τη μασέλα.

- Εχαψέτο;

- Μια χαρά τόχαψε. Αλλά, εγώ έκαμνα σκέδιο στο μυαλό μου.

- Τι σκέδιο πρε;

- Είπα α κατηβώ αξημέρωτα, απάω α κάμω το ίδιο δρομολόγιο που κάαμε ματζί με το σκύλο, πριν η ρκινίξου τα ποδαρικά.

- Και πήες;

- Ινναί. Εσηκώθη πρωί - πρωί, και λέει η γυναίκα μου, που πάεις; κι είπα της στο ψάρεμα. Έπιαα τα τέρα – τέρα του δρόμου και προχώρου, κι έφτασα μέχρι το Ρολόι αλλά τίποτε.

- Άπραχτος δηλαδή.

- Ινναί. Μόλις ήβγεν ο νήλιος, θωρρώ και γυάλιτζε κάτι εκειά ζερβά του ρολογιού. Πάω κοντά, και θωρρώ ένα πράμα σα τενεκκεδί πατημένο.

- Η μασέλα το;

- Ινναί.

- Εν τη εκατάπιε δηλαδής ο σκύλος.

- Γόχι, αλλά, αυτή πιο, ενητο μασέλα. Είδα κι έπαθα α την ηγνωρίσω.

- Έτσι έ;

-  Αμα την έριχτες στη θάλασσα για δεκαλίστρες, θάκαμνε καμμιά δεκαριά.

- Δηλαδή πρε, εν την εμάσησεν ο σκύλος;

- Μπα, αφού έφαε το κριάς ο σκύλος, εμόλικέ την.

- Και ππως έγινεν ετσιά;

- Φαίνεται πως επέρασε καέναν αυτοκίνητο αοπάνω της και τσιλοπάτησέν τη.

΄Ηρτε μου α κιλιώ.

- Με είναι μαθές του κιλιαμάτου;

- Πάω στο γοντογιατρό.

- Τε μπούλεε πιο;

- Μόλις μέδε, λέει: Τι έγινε Νικόλα, σε χτύπησεν η μασέλα;

Λέω γόχι. Τη μασέλαν εχτύπησε αυτοκίνητο.

- Χα, χα, χα.

- Εγρούλλωσεν ο γιατρός τα μάτια του όταν έκουσεν τη κουβένταν έουτη.

- Εν του τόκαμες λιανά;

- Ότα πιο του τάπα γούλα χαρτί και καλαμάρι, εβάστα τη κοιλιά του απου τα γέλια.

Πρε άθρωπε, μούπε. Ππως τα κατάφερες ετσιά; Αυτό κι αν είναιν ανέκδοτο.

- Χα, χα, χα. Άδικον έχε μαθές;

- Καλέ γιατρέ τούπα, τε μπα κάουμε τώρα; Α γενεί θέλει τίποτε;

Κάτι α κάουμε μούπε.

Έπιαε που λέεις ο άθρωπος, και τζέσταινε τα σίδερα και λύιτζέ τα με μια γοντάκρα μικρή, εχτύπα τα προσεχτικά, και άστα. Ετυρρανίστη καιρό, μέχρι α τη φέρει στα σύγκαλά της.

- Εκαμέ τη;

- Μια χαρά την εκατάφερε. Εδοκίμασά τη κιόλα, κι όπου με χτύπα εδιόρτωσεν τη.

- Και μη ε ξανάφαες πιο σουβλάκι ε;

- Ενεκατάλαβες. Μόλις ετελείωσε, έφυα και πήα στο σουβλατζίδικο.

- Πάλι τα ίδια;

- Λέω στο σουβλατζή, δυό σουβλάκια, περασμένα σε σίδερο, γόχι σε καλαμάκι. Α μην ημπορεί α σπάσει. Εθθώρρε με ο άθρωπος καλά – καλά.

- Μη μου πεις ότι εκάητο κι ο σκύλος;

- Εκεί εκάητο, αλλά ενεκόντευγε πιο κοντά μου. Εκάητον απα λάργα κι εθώρρε με με λοξό μάτι.

- Ε τον κακόμοιρο.

- Μόλις όμως ήρτα τα σουβλάκια και καλόμαρά του με το χέρι μου ένα τακκί κριάς, εξήασε και το κυνητό που παίτζαμε και τα «ουστ» που τούπα.

- Τι ήρτε κοντά;

- Αν ήρτε λέει, τώρα είμεττεν οι πιο καλοί φίλοι. Οπότε πάω στο σουβλατζίδικο, περιμένει με και κουνά την νουρά του.

- Θα λέει μέσα του: Ήρτε το φαί μου.

 

Γίνεται για λίγο σιωπή και μετά ο Νικόλας λέει:

 

- Πρε Μιχαλιό, με τη κουβέντα, εξήασα α  σε τρατάρω τίποτε.

- Εγώ έλεα πιο καλά α πααίνναμε στο καφενέ α πιούμε καέναν ούτζο.

 

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα η γυναίκα του η Αννίκα.

 

- Γειά σου Μιχαλιό. Καλώς όρισες. λέει η Αννίκα.

- Καλώς σε βρήκα Αννίκα.

- Καλέ, μηε σε τράταρε τίποτε ο άντρας μου;

- Να, επιάαμε την κουβέντα και ξήασα α το. Λέει ο Νικόλας

- Ευχαριστώ Αννίκα, αλλά εκανονίτζαμεν  α πάμε στον καφενέ.

 

Σηκώνονται πάνω και βγαίνουν από την πόρτα, και η Αννίκα λέει στο Μιχαλιό.

 

- Δώκε χαιρετισμούς στη γυναίκα σου το Πλαγιό.

- Ευχαρίστως. Λέει εκείνος και βγαίνουν από την πόρτα. (Κλείνει η σκηνή)


ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

 

Η Αννίκα μόνη συγυρίζει το σπίτι καθαρίζοντας τα έπιπλα από τις σκόνες. Σιγοτραγουδά το «θαλασσάκι μου».

Κάποτε σταματά και μονολογεί.

-  Καιρόν έχει να πάρει τελήφωνο το παιδί μου ο Νικήτας. Άμε γύρευγε τι φουρτούνες βρίσκουν εκεί που ταξιδεύγου. Ο Πανορμίτης α τον φυλάει α γυρίσει α κάμει και το γάμο του με το Σεαστάκι.

 

Χτυπά η πόρτα.

 

- Ποιος είναι;

- Έλα μωρή Αννίκα, η Αοπαντή μαι.

- Ππως ήτον μωρή έουτο ντο καλό;

- Να, ήρτα μέχρι τη γειτονιά σου πούχα δουλειά, κι είπα α σου πω μια καλησπέρα.

- Με καλάκαμες δα. Κάτσε. Α σου φέρω καένα συκαλλάκι  απου τη συκιά μου πούναι παράμορφα;

- Γόχι. Γόχι. Λλίο νερό θέλω γιατί εψύχει μέχρι νανηβώ.

 

Ετοιμάζει το νερό η Αννίκα και η Αοπαντή λέει:

 

- Έκουα που μίλας, κι εθθάρουν ότι έχεν άθρωπο μέσα και συτζητάτε.

- Γόχι μωρή. Μοναχή μου κάομαι και κανοναρκώ.

- Τι χαμπάρια;

- Κάτσε δα α τα πούμε, γιατί έχουμε καιρό να μιλήσουμε.

- Ινναί, κι έχουμε κάμποσα α ξιφουρνίσουμε.

- Να λέε;

- Ξέεις δα τον Νικήτα της Φραγκοσυκιάς πούναι κομμάϊ μπελός.

- Ινναί. Αλλά τυραννούντο τον κακόμοιρο, α τον ηστέλλουν εδώ κι εκεί.

- Μαγάρι άχαμε τέτοιους μπελούς.

- Με ατι μωρή;

- Επειδή έβαλε τα γυαλιά σε γούλους τους γνωστικούς και σε γούλα τα τσάμπυρα.

- Τε μπούκαμε δηλαδής;

- Να. Εκαούνταν επροχτές έμαθα στο καΐκι του Γιωργιού, κι έχα βγαλωμένη μια μηχανή πάνω στη κουβέρτα κι εδιορτώναν τη.

  Αφού την εμοντάρα, επιάα α τη δοκιμάσουν α βάλλει μπροστά. Εβάλα που λέεις πετρόλαδο στο τεπότζιτό της, κι εγυρίσαν το βολάντι και πήρε μπροστά.

- Κι ακό;

- Επειδή όμως δεν ήτο στερεωμένη γερινέ, ερκίνηξε και σαρτοκόπα πάνω στη κουβέρτα, κι ενεμπορούσαν α την ησταματήξου.

- Μ’ εδώ θάχε και φόο α βάλει καένα κάτω.

- Όππως τα λέεις είναι. Εμαμμάλε, κι ενέχε το σταματημό.

- Επααίννα γύρω – γύρω, αλλά ενεμπορούσαν α κάμου τίποτε.

  Πιάνει ένας αποκειά, και σαβουρδά της μια με μια ξυλάρα, αλλά τίποτε. Εκείνη το χαβά της. Εσυνέχιτζεν α σαρτοκοπά σα κομμένη νουρά σανάμυττα.

  Ένας άλλος επάτζαρέ της ένα βαριό α τη κανέψει, αλλά εκόντευγεν α τσακκατέψει έναν άλλο.

Έφερεν ένας μια πέτραν απόξω και χτύπησέ τη, αλλά μάγια. Καένας ένε μπόρεν α  τη κάμει α λεβαρίσει.

  Σηκώνεται που λέεις ταλοιπονίς ο Νικήτας της Φραγκοσυκιάς, που κάετον εκειά και θώρρε που της ερίχτα τα ξύλα, τις πέτρες και τους βαρειούς, κι ετοιμάστην α πάει κοντά της κι’  εμουντάραντον.

«Κάτσε πρε στ’ αυγά σου τούπαν, α μη σου δώκει καμμιά και φήκει σε αθεκειά».

- Τε μπούκαμε πιο;

- Επολέμησεν α ξαναπάει, αλλά εμποδίσαν τον.

«Φηκείτε τον πρε α δούμε τεμπου θέλει α κάμει α γελάσουμε και κομμάϊ,  είπεν ένας».

Έτσι, εμολίκαν τον που λέεις, και πήεν και κείνος χαμογελαστός και καμαρωτός και ποτάνησε με τη χέρα του, κι έβγαλε το σωληνάκι του πετρολάδου, και λεβάρισεν η μηχανή αφού πιο ενέχε πετρόλαδο για να δουλεύγει.

- Μανά; Μηε εγώ μωρή εν το περίμενα ότι θα σκεύβγετο τέτοιο πράμα. ‘Εβαλε τα γυαλιά σε γούλους.

- Οι άλλοι πιο άστα, εκάμνα πεντάρες ο ένας στον άλλο, που εν το σκέφτησαν, κι ας ενομίτζαν ότι είχαν πιο πολύ μυαλόν απου το Νικήτα της Φραγκοσυκιάς.

 

 Γίνεται για λίγο σιωπή. Μετά η Αννίκα λέει:

 

- Άστα μωρή Αοπαντή τε μπούπαθα τη περασμένη βδομάδα.

- Τι;

- Ακούσεις θέλεις κι α γελάς.

- Να λέε.

- Ξέεις δα που πάω στο παπόρι και στέλλω καμιά βολά καένα ποδοσίμι της κόρης μου στη Ρόδο.

-Ινναί.

- Να, καένα βοτυρένο κουλουράκι, καμιά τούρτα, αργανιά και θρούμπη, που μπορεί νάχει και στη Ρόδο, αλλά η μυρωδιά τους, έ είναι σαν της Σύμης μας. Μυρίτζεις τα και παίρει το φυλοκάρδι σου αέρα.

- Ινναί δα, όπου και να καούντεν οι Συμιακοί, θέλου τα δικά τους, γιατί έχουν άλλη χάρη.

-  Που λέεις, ταχτικά μούλεεν η κόρη μου, «έλα μωρή μάνα στη Ρόδο μαζί με τον αφέντη α δείτε και τ’αγγονάκι σας κομμάϊ». Ο Νικόλας πιο, πού α φύει απου τη Σύμη. Αππός ελεβάρισεν από τη θάλασσα, έγινε πατελίνα πάνω της.

Επροχτές που λέεις, εκειά που κάουμου το βράδυ, ήρτε μου α φύω το πρωί στη Ρόδο.

Ετελεφώνησα στη κόρη μου άρτει α με παραλάβει, και να γυρίσω πίσω σε καένα δυό μέρες.


  Όταν επήα στη Ρόδο, ο καιρός ήτο λάδι. Εκάαμε  κάλενο ταξίδι.

Είδα που λέεις και τ’ αγγονάκι μου, εγυρίσαμμε και με το αυτοκίνητο σένα σωρό μέρη. Επήαμε στις Πεταλούδες, στην Παναγιά τη Τσαμπίκα τη ψηλή, στη Λίντο, κι εν θυμούμε πού αλλού.

- Η Ρόδος δα, έχει ένα σωρό παράμορφα μέρη α πάεις.

- Εκείνα μωρή τα σκαλιά στη Παναγιά τη Τσαμπίκα στο βουνό, είδα κι έπαθα α τα νηβώ. Κάθε τόσον ε σταμάτου κι εκόβγετον ο αέρας μου, κι έλεα. Μεάλη η Χάρη σου Παναγιά μου.

- Ναεδα, κι είναι και Συμιακιά. Μωρή τα σκαλιά πούχουμε στη Σύμη λλία ναι;

- Γιατί, εσύ νηβαίνεις; Ποιος νηβαίνενει τώρα σκαλιά, που καλομάθαμε γούλοι με τ’ αυτοκίνητα;

- Δίκιον έχεις δα.

- Γι’ αυτόν κι οι πιο πολλοί στη Σύμη τώρα που ενηβαίννουν πιο σκαλιά, εκάμα κάτι σκεμπέδες και περιφέρειες, άστα.

- Φήκε τα έουτα τώρα, και πε μου τεμπούγινε.

- Ινναί.  Ήρτεν που λέεις κι η ώρα να φύω. Λέει η κόρη μου. «Μάνα, ο καιρός πούκουσα στην τελεόραση, λέει για πολλά μποχό αύριο. Κάτσε α περάσουν ακόμα δυό - τρεις μέρες α καλοσυνέψει πρώτα,  κι ακό φεύγεις».

- Με καλά σούλεε δα.

- Βγαίνω που λέεις όξω απου το σπίτι, γυρίτζω και θορρώ τον καιρό και κάτσερε κάτι ανέφαλα ο Γαρμπής, αλλά έχε και κομμάϊ κρύο.

  Λέω της κόρης μου, Γρεογάρμπια ναι, όππως τα λέει ο αφέντης σου. Αύριο θάναι καλοσύνη.

  Εσηκώθημε την άλλην ημέρα, και φύσα νοτγιδάκι. Είδες, είπα στη κόρη μου. Γόχι μποχό, μπούφοι ναιν αυτοί που τα λέου.

Ήμπα μέσα στο παπόρι, αλλά εθώρου κάτι τσαλίμια που ε μου ρέσκα. 

- Τι δηλαδής;

- Να, πολλοί με το πούμπαμε μέσα, επήα και ξαπλώσαν στους καναπέδες, και πιάα και βάλαν μπροστά τω κάτι χάρτινα κουτιά.

  Είπα μέσα μου, τόσο κακοκαιρία είναι καλέ κι εγώ εν επήρα χαπάρι;

  Εξεκινήσαμε που λέεις, ήβγαμεν απου το λιμάνι της Ρόδου, και τότε ερκινήξαν τα όργανα.

  Έχεν  ησκυλιάσει η νοτιά, κι εγένετο της κακομοίρας.

- Καλά δα, εσένα ε σε πιάννει η θάλασσα.

- Εμ με πιάνει, αλλά όταν έμπω στο παπόρι, και με χτυπήσει εκείνη η μπούφα του παποριού με τα ξερατά, ε θέλω και πολύν ανακατευτώ.

- Τι δηλαδή, έβγαλές τα μέσα στο παπόρι;

- Γόχι, κάτσε μωρή α κούσεις. Γούλοι μέσα στο σαλόνι, για ξαπλωτοί ήτο για όρτώς, ερκινήξαν και ξεριούνταν. Τα χάρτινα κουτάκια εγιμώνα και φέρναν τους άλλα, ενώ μερικές που εν εθέλαν α φανούν ότι θα ξεράσουν, ελέαν: «εμείς πάμεν όξω α μας χτυπήσει κομμάϊ τ΄αέρι». Εβγαίναν όξω  και ρίχταν μπασμό στα ψάρια.

- Δηλαδή στο τέλος, κι εσύ εν εβάστηξες κι έριξες κύρτους;

- Μωρή, λεβάρισε α σου τελειώσω. Εγώ που λέεις, ύστερα πιο απου την κατάστασιν έουτη, ερκινήξαν να ναέρου τα κούφη μου.

  Έπιαα ένα λεμονάκι που μου τόδωκεν η κόρη μου για καλό και για κακό, κι έτριψά το α το μυρίτζω, α μη μυρίτζω τη μπόχα απου τα ξερατά.

- Τελικά μωρή έσκασές μας. Εξέρασες για γόχι;

- Α το μάθεις θέλεις. Που λέεις, επεράσαμε πιο τα μισά, και γούλοι μέσα στο σαλόνι εκαούντο αθεκειά. Εγώ έκαμνα κουράγιον α μη φανεί ότι ετζαλίστην, γιατί εν το ‘χα και στη τιμή μου, α με πιάει η θάλασσα.

  Παρόλο που βαστιούμουν, εφοούμουν μην τυχόν και μου φύει καμμιά ρουκέττα και μαειρίσω και καέναν άθρωπο.

-Χα,χα,χα,χα.

- Γιαυτό, εν εσηκώνουμουν απου τη θέση μου. Εκάουμουν θρονιασμένη σε μια καρέκλα πάντοικας, και βάστου σφιχτά τα χερούλια. Μόνο το κεφάλι μου εγύρνου..

- Χα. Χα!!! Σαν άγαλμα δηλαδή.

- Μωρή γελάς;

- Με τι. Για γέλια ε είναι μαθές;

- Που λέεις, επεράσαμεν πιο τον Αλωπό, και λέει μου ενας άθρωπος από κειά. «Μωρή γυναίκα, η μούρη σου ‘ναιν άσπρη σα χασές. Μπάς κι επιαέ σε και σέναν η θάλασσα»; 

  Έκαμα γόχι με το κεφάλι μου, γιατί εφοούμουν να νοίξω το στόμα μου. Τι το ‘θελες α μου φύει και τίποτε.

- Χα, χα, χα.

«Πάνε όξω μου λέει  α σε χτυπήσει κομμάϊ τ΄αέρι, γιατί ε σε μπλέπω καλά».

Γόχι είπα μέσα μου. Έ θθα σας περάσει. Ε θθα ξεράσω.

  Τα κουλούρια τα βουτυρένα με τον καφέ και το γάλα πούφαα το πρωί στη Ρόδο, ενηβαίνναν απου το στομάχι μου πάνω, και κατάπινα συνέχεια και ξανάστελά τα κάτω με το τζόρι.

- Χα, χα, χα, χα.

- Έραξε πιο το παπόρι, κι εσηκώθην αβγω όξω. Τι τόθελα. Επάαινα σα μεθυσμένη εδώ κι εκεί. Ενακατεύτην μπουττούνικη κι εβρίσκουμου σάλλα νερά. Με το που πατώ όξω, φήνω τα μπράτη μου όπου νάναι και τρέχω απέναντι στο δρόμο, αλλά εν επρόλαβα. Μολέρω μια ρουκέττα, κι έκαμα σίχριστο έναν αυτοκίνητο που κάετο σταματημένο.

- Χα, χα, χα, χα.

- Έβγαλα που λέεις τα μελεκκούνια μου. Τέτοιο πράμα, εμ μούχει ξανατύχει άλλη βολά.

- Τελικά, εν την εκατσίρδισες κι εσύ.

- Ινναί, αλλά εν εξέρασα μέσα α μαειρίσω και το παπόρι.

- Επλήρωσέν τη το αυτοκίνητο.

- Ευτυχώς που ενέχε μέσα καέναν άθρωπο, ν’ακούσω κι αοπάνω τα πένια μου.

- Τε μπούλεε πιο η κόρη σου;

- Άστα. Είπα της τα, και μούνταρέ με. «Ε σούλεα μωρή μάνα α κάτσεις στη Ρόδο, και νάφευγες όποτε έκαμνε καλοσύνη»;

- Καλά σου τάπε δα.

- Μωρή, εγώ α δε κοιμηθώ στο γιαττάκι μου α πλώσω την αρίδα μου όππως θέλω, ένη μπορώ.

- Στης κόρης σου εκάου σου, ξένη ναι μαθές;

- Γόχι. Αλλά άμα φύω απου τα μαθημένα μου, χάνω τα στρέττη μου. Φήκε δηλαδής που μόλικα και τον Νικόλα της απολιάς, και θα μούκαμνε το σπίτιν αχούρι.

- Είδες τελικά έουτα τα μποχό πούχαν δίκιο;

- Ιναι μωρή, καλά τάλεεν η κόρη μου, κι εγώ εν την επίστευγα. Άλλη βολά α τα κούω κι εγώ.

- Μη θαρρείς όμως ότι βγαίνουν πάντα; Καμιά βολά, πέφτου κι αυτοί όξω.

- Ναι αλλά άμμα εγρήκου της κόρης μου κι επόμενα στη Ρόδο, θα γλίτωνα το χαττά πούπαθα.

- Γιατί μωρή, μόνο εσύ εξέρασες; Οι πιο πολλοί εβγάλαν τ άντερά τους  όππως μούπες.

- Ινναί, αλλά εγώ, εν το καϊλίτζομαι νάμαι Συμιακιά και ναυτικού γυναίκα και να ξεριούμαι σα καττί του Γεννάρη.  (κλείνει η σκηνή).


ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

 

Ανοίγει η σκηνή, και συνεχίζουν οι δύό τους, η Αννίκα και η Αοπαντή.

 

- Μωρή Αοπαντή, λέει η Ανίκα. Επειδή έχαμε καιρό να βρεθούμε, επιάαμε τους σκαφέτες και τα φτυάρια και θάβγουμε κάμποσους.

- Έγκάμνουμε δα μωρή και καένα κακό. Μιλούμεν α περάσει η ώρα μας. Και επί τη ευκαιρία, α σου πω και τε μπούπαθεν τ’ Ασημενιό.      

- Τι μωρή;

- Ελεέ μου τα, κι εκόντευγα α κατουρηθώ πάνω μου.

- Να λέε.

- Επήαν εις το Κοκκιμήδη κι εδαφτίσαν τον άγγονά της, κι ελεέ μου που παλιά, ενεμπόρες α κάμεις τέτοιο πράμα.

- Καλά τάλεε. Πού ώρα καλή, α πααίνεις α κουβαλάς με τους γαδάρους τα πράματα;

- Ινναί δα, ταλαιπωρία το.

- Ταλαιπωρία, ελέεις τίποτα. Και οι αθρώποι θαρρείς και  θαρκούντα; Να βάλε τι ποδαρόδρομο θα κάμνα; Αλλά και γω, εθθα μπόρου να νηβώ τον ανήφορον έουτο.

- Μ’ έθθα το δαφτίτζαν στο Κοκκιμήδη μεάλη χάρη του. Θα το κάμναν αλλού που θάτο πιο κοντά.

- Ινναί. Σε καμιάν νεκλησά θα γίνετον η δάφτιση για πιο κοντά. Ενώ τώρα, επήα με τ’αυτοκίνητα μια χαρά, και γυρίσαν ανένοιοι.

- Μεάλο πράμα τ΄αυτοκίνητο κακομοίρα μου.

- Μεάλο πράμα όμως κι ο δρόμος για τ’ αυτοκίνητα.

- Ινναί δα. Το ένα φέρνει τάλλο.

- Και καούντα και μέσα στα κυπαρίσσα, κι αναπνέα καθαρόν αέρα.

- Καλέ, ξανανοιώνεις. Γίνεσαι  άλλος άθρωπος στο βουνό.

- Οι αγγόνες της που λέεις, έχαν τοιμάσει α τρατάρου ώραία πράματα.

- Με τώρα πιο μωρή, γοράτζουντα τα γούλα έτοιμα απου τα τζαχαροπλαστεία. Μηε χολομανού καθόλου α κάμου τίποτε μοναχές τους.

- Κι ακό, επόμεινε και τίποτε α μη το βρίσκουμεν έτοιμο; Τα πιάτα λέει στο πλυντήριο. Τα ρούχα στο πλυντήριο, το φαί στο φούρνο, κι ακό καούντε με τις ώρες σ’ έουτο το μαραφέττι   και γράφου διάφορα.

- Ποιο μαραφέττι μωρή;

- Το κομπιούτε.

- Ινναί, και κατηγορούν εμανάς, που καούμεττε και καταναλούμε λέει. Μ’ έχει πιο μεάλες καταναλίστρες από αυτές, που τσαμπουνού και λέου τα πένια τους η μια στην άλλη κάθα μέρα;

- Ππως το λέου μωρή έουτο που λέουν ότι μπαίνου;

- Ξέω; Κούω και λέου φέσι μπου.

- Τι θα πει μωρή;

- Ενηξέω. Αν είναι τίποτε με καένα φέσι δα.

- Τι μας κόφτει εμανάς;

- Που τέτοια πράματα εμείς στην εποχή μας; Εμείς, ενέχαμεν α βοράσουμε ένα φουστανάκι. Θυμούμαι που γούλον άμμα εκατελειέτον ένα, επιαννέντο η μάνα μου κι έκοβγε τα κομμάτια πουτο πιο βασταερά, κι έκαμνέ μου το άλλο πράμα.

- Τα ίδια κι η δική μου. Θυμούμαι πούχα ένα φουστανάκι μακρομάνικο καρώ γαλανό με κόκκινες και κίτρινες ρίγες, κι όταν ετρυπήσαν οι αγγόνες του κι εν εμπαλώννουνταν πιο, έκοψε τα μανίκια κι έκαμέ μου το κοντομάνικο για το καλοκαίρι. Άμμα ερκίνηξεν πιο ο γιακάς α μαδεί, έκοψέ το, κι από φουστάνι, έκαμέ μου το πουκάμισσο κοντομάνικο. Όταν πιο δεν εφοριέτο, έκοψέ το, και μούκαμε μαντηλάκια για τις μίξες, και το υπόλοιπο κουρέλια για παννενίες.

- Με πάαιννε μαθές τίποτες αμόντε; Γούλα εβρίσκα τη χροιά τους.

- Σήμερα λέου, εγώ έ βάλλω έουτο το παντελόνι, έ βάλλω έουτο το πουκάμισο άμα έϊναιν αυτή η μάρκα που θέλω, κι ας κάμνει κι ένα κάρο μαϊδιά.

- Κι ακό, βαστούμε το ποκλιαμό και τον Αϊ Κακόμοιρο, που ενέχουμε να βοράσουμε το ένα, έν έχουμεν α βοράσουμε το άλλο, αλλά τη καφετέρια και το κινητό, ενη μπορούμεν α τα λεβαρίσουμε.

- Μωρή, στο τέλος α ξηάσουμε τε μπούθελες α μου πεις.

- Που λέεις εφέρα της τα τραταρίσματα.

- Τε μπουχα πιο;

- Έχε λέει ξηχωριστά σε σακουλάκια το καθένα, κουφέτα σα φράουλες, ένα γλυκό πανεράκι, κι ένα σαπουνάκι σε χρώμα και μυρωδιά απαράλλαχτη φράουλα.

- Φαίνεται εντηξέ τους με τις φράουλες.

- Ινναί. Ετρατάραντα ταλοιπονίς τον κόσμο γούλο, και μετά από λλίο φωνάτζει το Ασημενιό τις αγγόνες της.  «Μωρή Αποκουή, είπε στη μια, παράμορφα έουτα τα γλυκά που μας ετρατάρητε, αλλά κομμάϊν εναήρα τα κούφη μου όταν τάφαα. Μπας μωρή και γοράσητέ τα απου καένα τζαχαροπλαστείο κι ήτο περασμένα της υγειάς»;

 Καλέ μάμμη, είπαν εκείνες, μοναχές μας τα κάαμε τα γλυκά στο σπί μας.

 Αλλά εκείνη πιο η φράουλα μωρή, είπε τα’ Ασημενιό, εμοσκομύρίτζε, κι ήτον ίδια κι απαράλαχτη. Μόνο που γλίστρα κομμάι κι εδυσκολευτην α τη φάω.

Καλέ μάμμη!!! είπαν εκείνες, τι  τη φράουλα εφαές;

Ινναί, μπουττούνικη, αλλά έπιαέ με σαλιάς.

Καλέ μάμμη, αυτόν ήτο σαπουνάκι!!!!Εν ήτο γλυκό!!! Μάνα καλέ καόματα. Τε μπα κάουμε τώρα;

Τι σαπουνάκιν ήτο; Γιαυτό ταλοιπονίς έβγαλλα φούσκες όταν το μάσου; Μωρήηη!!!

Πάμεν α φύουμε, λέουν οι αγγόνες της α σε πάρουμε στο ιατρείο α σου κάμου καμιά πλύση.

Ωχου κακομοίρα… Σιγά α μη τρέχω στα ιατρεία. Εφάαμέ σου στον πόλεμο, χειρόττερα πράματα.

Τε μπα κάουμε ταλοιπονίς καλέ μάμμη;

Τίποτε. Μη χολοσκάτε κοράκια μου. Το πολύ - πολύ α με πιάει καμιά σούρδιση… αναστενάξου τα γκρεμμάρια.

  Κι’ ακό, ε είναι δα κι’ η πρώτη βολά που θα τον ηστέσουμε στον νήλιο. Συνηθισμένοι μεττε…    

- Μωρή έκαμές με και γέλασα. Αλλά τώρα εθυμήθη, ότι επαράφηκα κριάς του κασάπη, κι είπε μου α πάω α το πιάω στις έντεκα.

- Α πααίννω κι εγώ ταλοιπονίς.

- Γόχι. Μη φύεις. Κάτσε μέχρι νάρτω. Έθθα ργήσω. Μια στεμνήν α κάμω.

 

Φεύγει η Αννίκα, και μένει μόνη η Αοπαντή. (Κλείνει η σκηνή)


ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

 

Όταν ανοίγει η σκηνή, κάθεται ακόμα μόνη η Αοπαντή, περιμένοντας να επιστρέψει η Αννίκα.

Μονολογεί μόνη της και λέει:

- Καλέ, έργησεν έουτη νάρτει απου του κασάππη. Θάχει φαίνεται πολύ πελατεία το κασάππικο σήμερα.

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση της και χτυπά η πόρτα.

- Ποιος είναι, λέει η Αοπαντή.

-  Η Σεβαστή μαι.

- Έλα μωρή κοράκι μου.

- Θειά, εσύ εδώ; Λέει η Σεβαστή απευθυνόμενη στη θεία της την Αοπαντή.

 -Ινναί.  Έχα καιρό νάρτω, και επειδή ευρέθη στη γειτονιά της Αννίκας, είπα α περάσω α της πω μια καλησπέρα.

- Που κάηται η πεττεριά μου;

- Επήε μέχρι το κασάπη για κριάς κι είπε μου α την λιμένω α γυρίσει. Κάτσε.

 - Άστα καλέ θειά. Έχουμε χολομάνισες.

- Με ποιόν μωρή τις έχητε;

- Με την αποκάτω.

- Με ποιο, με το κατσολούγγρι το Μαριγάκι;

- Ινναί.

- Γιατί, τε μπου θέλει έουτη και φωνάτζει;

- Για το βόθρο καλέ θειά.

- Πού τον εκάμητε;

- Έδωκέ μας μπουλιέττον η δημαρκία, ότι μπορούμεν α τον κάουμε στο δρόμο που περνά αο μπροστά μας.

- Ε και, τε μπου θέλει έουτο το καννιαρό;

- Λέει ότι θα σιωπήνει, και θαρκούντεν α την ηβρίσκουν τα νερά του αόπατου.

- Καλέ, πόσο μακριά είναι το σπίτι της απου το βόθρο;

- Πάνω απου πεήντα μέτρα.

- Εέ, και κάηται και τσαμπουνά;

- Πού να δεις; Ολόκληρες φέστες μας έκαμε, αλλά ε θθα της περάσει.

-  Ατο δα κοντά, από ότι έχε δίκιο. Αλλά τόσον αλάργα;

- Από τη κακία της τα κάμνει καλέ θειά.

- Να, η Βαγγέλα πιο κάτω από μένα, έκαμε τον δικό της, μέσα στην αυλή της, κι εσιώπηνε μέσα στη γιστέρνα του Ρηνιού, αλλά ήτο δυο μέτρα απόσταση μεταξύ τους. Ελεεέ μου ταλοιπονίς ταχτικά το Ρηνιώ: Καλά τα λέου μωρή  Αοπαντή μου ππως εχαλάσαν την ατμόσφαιρα.

- Όταν την ερώτουν εγώ, γιατί τη λέει τη κουβένταν έουτη, έλεε:

«Το νερό μωρή Αοπαντή της γιστέρνας μου, θαρρείς κι έλλαξεν η γεύση του».

- Ινναί, και ππως είναι; την ερώτου.

«Τη μια μου μυρίτζει σα ταϊτ, την άλλη σαν αόπατος».

- Έλα, μωρή, της είπα. Νοιξείτε να δείτε α μην έχει κάμει καμμιά φάλλια. 

Αλλά α σου πω Σεαστάκι μου. Γούλην τη φαμίλια της την εθώρρου κείτον ολοκίτρινη, κι έλεα μέσα μου: Καλέ, οικογενειακώς  εβγάλα τη  χρυσήν έουτοι; Ενεπάαιννεν το μυαλό μας, εκεί.

  Επιάα που λέεις και βάλαν άθρωπο και ξιντίλισε τη γιστέρνα, και στο τέλος πιο στο πάτο, άστα.  Εβγαίνα κάτι μαύρα νερά που σκουνιέρα.

«Μωρή γυναίκα, είπεν ο μάστορης. Εδώ μέσα έχε βόθρο. Εν το καταλάβητε; Τε μπου πίνητε τόσο καιρό; Καλά που ενεπάθητε καένα σκουλαμέντο α φύητε συμπούππουλλοι».

- Ινναί ε;

- Το πιο καλό Σεαστάκι μου είναι, νάχεις περβολάκι μέσα στο σπίτι σου. Κάμνεις εκειά το βόθρο σου, και μηε  περιβαρείς καένα.

- Καλά θάτο δα.

- Το Ασημενιό πούχε περβολάκι, έκαμε το βόθρο της εκειά μέσα και σύχασε. Α δεις πιο τα δέντρα που καούνταν μέσα, άστα. Εδιπλοκλωνήσα απου το λίπασμα. ‘Εχε μια περτοκαλιά που στη χάση και στη φέξην παλιά  έκαμνε δύο τρία περτοκαλάκια σαν χρυσόμηλα. Έκοβγές τα με το μαχαίρι, κι ερήμασσες τα χέρια σου α τα πιέτζεις, μπας και βγάλου καένα κόμπο τζουμί. Με το που κάμαν το βόθρο μέσα, εγίμωσεν η περτοκαλιά κάτι περτοκάλια, σα πιπόνια που κλαίνα.

  Τα σύκα πιο απου τη συκιά της, εγίνησαν πέντε στο κιλό.

 - Μακάρι άχαμε κι εμείς περβολάκι να κάμναμεν τη μανούβραν έουτη.

-  Το κακόν είναι, ότι δύσκολα πιο σου κάμνει κέφιν α φάεις τα φρούτα άμα έχει βόθρο μέσα.  Στο Γιαλό πούχεν η αξαέρφη μου περβολάκι και κάμα το βόθρο, εσταματήξα πιο α τρώου τα σύκα και τα λεμόνια. Μετά όμως που τους έκαμεν η Δημαρκία βόθρους μεάλους και πήραν εκεί τους σωλήνες των αόπατων, τα δέντρα μέσα στο περβολάκιν εποκάρα. Η συκιά, εκειά πούκαμνε κάτι ποφανάτα σύκα, ερκίνηξεν α τα κάμνει μικρά, θαρρείς κι εμοιάτζα με κρούκουκκα, κι απου τα νεύρα της, μηε ξανάβγαλε πιο φύλλα.

- Α σου πω. Κι εγώ θα ντιριούμουν θειά α φάω σύκα από περβολάκι πούχει μέσα βόθρο.

- Μωρή Σεαστάκι, εδωνά που τα λέουμε, α μην έρτει και μας κούσει κιόλας,  κι η πεττεριά σου η Αννίκα, μέσα στο περβολάκιν της εδώ έχει το βόθρο της. Γι’ αυτό και η συκιά της, έγινεν σαν του Μιχαήλη το κυπαρίσσι.

- Ιναί ε; Τε πούθελες και μου τόλεες τώρα έουτο;

  Γίνεται για λίγο σιωπή.

- Α δούμε ππως α ξημπερδεύουμε μέουτο το μισοκώλικο το Μαριγάκι θειά. Λέει πάλι η Σεβαστή. Και γόχι τίποτε. Πρέπει α  κάουμε το βόθρο, γιατί τοιματζούμεττε και για το γάμο.

- Και πότε με το καλό μωρή Σεαστάκι;

- Να, α τελειώσω τις δουλειές του σπιτιού, α ξημπαρκάρει κι ο αρραβωνιαστικός μου , μέσα σε έξη μήνες το πολύ, α βάλουμε στέφανα.

- Αντε, με το καλό, η ώρα η καλή.

- Ευχαριστώ θειά.

- Μωρή, έ σε ρώτηξα τε μπου κάμνει ο  Νικήτας ο αρραβωνιαστικός σου;

- Καλά ναι. Έφυεν απου την Γιαπωνία και πάει στην Αμερική.

- Καλά ταξίδια νάχει το παιδάκι.


Μπαίνει μέσα η πεττεριά του Σεαστακιού η Αννίκα.


- Μάνα μου καλέ η κόρη μου, λέει και πάει και την αγκαλιάζει.

- Έλα μωρή κοράκι μου α σε φιλήσω, γιατί έχεις χρόνια και τζαμάνια πιο άρτεις.


Φιλιούνται στα μάγουλα.


- Καλέ μάνα, πριν δυο εβδομάδες ενεπέρασα;

- Ινναί μωρή Σεαστάκι, αλλα οι μοναχοί οι αθρώποι, θέλουν γούλο παρέα.

- Εέ. Ακριβοθώρητες εγίνητε πιο. Λέει η Αννίκα.

-Έχουμε καλέ μάνα ένα σωρό δουλειές στο σπίτι, και έπρολαβαίνω. Λέει το Σεβαστάκι.

- Κάτσε να μας πεις τα νέα σου, λέει η Αννίκα.

- Ένέχω μάνα νέα, γιατί ενηβγαίννω μη όξω απου τις δουλειές.

- Με το Νικήτα μου εμιλήσητε;

- Εχτές μούπε ππως φεύγει απου την Γιαπωνία για την Αμερική.

- Πάω α φέρω α σε τρατάρω τίποτε.

- Καλέ μάνα, έειναιν ανάγκη. Ε θθα κάτσω πολύ.

- Με γόχι δα, ήρτες στο σπί μου κι α φύεις ετσι ά;


Φεύγει και πηγαίνει στη κουζίνα για να φέρει να τρατάρει τη νύφη της το Σεαστάκι.


- Τελειώνεις πιο στο σπίτι; ρωτά η θεία της η Αοπαντή.

- Τα πολλά – πολλά εκάαμέντα θειά. Κάτι κουτσοδούλια  επομείνα, και τις ναυλές α χιλιάσουμε και σπατσάραμε.

- Ετυρρανίστεις μωρή κοράκι μου.

- Τε μπα κάμεις. Αφού έπρεπεν α γίνουν.

- Αμάναι για χαρές, εφαίνεται η κούραση.

- Όππως τα λέεις είναι θειά.


Μπαίνει μέσα η Αννίκα, με ένα δίσκο, που έχει μέσα σένα πιάτο σύκα, και ένα ποτήρι νερό.


- Έφερά σου συκαλλάκια απού τη συκιά πούχω στο περβολάκι μας, πούναι ξακουστή σε γούλη τη Σύμη για τα κουννάτα σύκα που κάμνει.


Η Σεβαστή, γυρνά με τρόπο και θωρεί τη θεία της, και σκέπτεται, πως θα αποφύγει τα σύκα, τώρα πούμαθε τώρα ότι η συκιά βυζαίνει το βόθρο.

Προσπαθεί να τα αγνοήσει, αλλά η πεττεριά λέει:


- Με φάε δα τα συκαλλάκια σου, πούναι παράμορφα.


Το Σεβαστάκι, προσπαθεί να απλώσει το χέρι της, και δεν το κάνει. Τραβά το χέρι της.


- Καλέ, ακατάδεκτή σαι; Λέει η πεθερά της. Φάε δα.


Απλώνει λοιπόν το χέρι της που τρέμει, και πιάνει ένα σύκο και το κρατά στο χέρι.

- Καλέ, μη με προσβάλεις δα, λέει η πεθερά.


Με τα χίλια ζόρια, προσπαθεί να το φέρει προς το πρόσωπό της, και όταν το καταφέρνει, αντί να το βάλλει στο στόμα της, το φέρνει μπρος στη μύτη της και το μυρίζει.

- Τε μπουκάμνεις καλέ, μυρίτζεις το, λέει η πεθερά της.

Σαν να της έρχεται μυρωδιά βόθρου, που μπορεί νάναι κα ιδέα της, και γίνεται ολοκίτρινη.

- Μ'εσύ μωρή κοράκι μου έγινες ολοκίτρινη. Εχάλασεν ο τσεχρές σου.

Της έρχεται διάθεση για εμετό, και κάνει μια κίνηση σαν να θέλει να ξεράσει.

- Πάω στον αόπατο, λέει και κόφτει τρέχοντας.

- Μωρή Αοπαντή; Εκατάλαβες τίποτε;

- Τι μωρή;

- Μωρή εσκαρώσαν το κιόλας με το γιό μου;

- Ενέχω ιδέα.

- Εμέναν έ μου ξεφεύγουν έουτα. Επήρα την είδηση που ναούλισε.

- Ενηξέω τίποτε.

- Από μένα θα περάσει; Είμαι εγώ μια… στον αέρα τα πιάννω. Αλλά ε μπειράτζει. Μηε η πρώτη ναι, μη η τελευταία. Τώρα πιο εκάμαντο της μόδας. Μωρή ε μιλάς εσύ;

- Τε μπα πω;

- Αμμάναι, α πάρω τελήφωνο το γιό μου α τον ησυγχαριάσω.

- Γόχι, (φωνάζει με μεγάλη φωνή η Αοπαντή η θεία του Σεβαστακιού, που κατάλαβεν ότι από το σύκον εναούλισε). Μόλικέ τους. Αυτοί έχου τα δικά τους.

- Καλέ εγώ ένειμαι μάνα; Έμπρέπει α ξέω αν νείναι γκαστρωμένη;

- Τώρα ελλάξα τα πράματα, μωρή Αννίκα.

- Τι ελλάξα δηλαδή; Ε πρέπει α τοιμάσουμε τα μωρουδιακά, α μπλέξω και τίποτε του μωρού μας;

- Μην ναγκάτζεις δα τόσο κάομα.

- Τε μπου ναγκάτζω καλέ. Πάω νάβρω βελόνες για να κάμω κρατσάκια.

- Μωρή κάτσε α το δούμε δα πρώτα.

- Καλέ, ετότες θάναιν αργά. Πάω νάβρω βελόνες. ( φεύγει τρέχοντας)


Η Αοπαντή  σηκώνεται και έρχεται μπροστά στη σκηνή και απευθυνόμενη προς τους θεατές λέει:


- Τε μπου της λέεις τώρα;

Α της πω ότι ε είναι γκαστρωμένη, θα με ρωτήξει γιατί εναούλισε. Α της πω ότι εναούλισε γιατί τα σύκα που της ετράταρε είναιν απου το περβολάκι πούχει μέσα το βόθρο της, α χαλάσει ο τσεχρές της.

  Μωρέ, α τη μολίκω θέλω, α πιστεύγει ότι είναι έγκυος, α κάεται α βουρλίτζεται.

  Το πολύ – πολύ, ακάμει καμιά ντουτζίνα κρατσάκια, άλλες τόσες σκούφιες, άλλα τόσα κουβερτάκια, κι άλλα τόσα παπουτσάκια. Ε, στο τέλος μπορεί α νοίξει και καένα μεατζί με μωρουδιακά. Ε μέν τη θωρείτε μαθές!!!!

ΤΕΛΟΣ

 

Related

ΤΕΧΝΕΣ 5604138480290613493

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item