ΤΑ ΤΣΟΠΑΝΟΣΠΙΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ

  ΤΑ ΤΣΟΠΑΝΟΣΠΙΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ     Παντού όπου και να πας στη Σύμη, θα συναντήσεις τα μικρά λιθόκτιστα σπιτάκια των βοσκών, που ήταν απαραί...

 

ΤΑ ΤΣΟΠΑΝΟΣΠΙΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ

 

  Παντού όπου και να πας στη Σύμη, θα συναντήσεις τα μικρά λιθόκτιστα σπιτάκια των βοσκών, που ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες τους.

   Καμωμένα πρόχειρα γι’ αυτούς που η διαμονή εκεί ήταν σύντομη και για λίγες μέρες, και πιο οργανωμένα για εκείνους που ξόδευαν αρκετό από το  χρόνο τους για τα ζώα.

  Ο Δημοσθένης Χαβιαράς, αναφέρει κάπου τα πετρόκτιστα σπιτάκια που υπήρχαν στο βουνό για τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ανάγκες με το όνομα «Διγοί».

  Όλες αυτές οι κατασκευές ως επί το πλείστο, ήταν κοντά στην περιοχή που δραστηριοποιούνταν, γιατί παλιά – δεν είναι όπως τη σημερινή εποχή – ο βοσκός, έπρεπε ορισμένη εποχή, να οδηγεί τα ζώα στο μαντρί καθημερινά για να γίνουν κάποιες απαραίτητες εργασίες, όπως είναι το άρμεγμα κυρίως, αργότερα το κούρεμα στην αρχή του καλοκαιριού, το μαρκάρισμα (βούλα) στα καινούργια ζώα κ.λ.π.  (Στο Ετήσιο Συμαϊκό Περιοδικό ΑΙΓΛΗ με αριθμό τεύχους 3 του 1993, έχουμε δημοσιεύσει εμπεριστατωμένη μελέτη με τίτλο «Τα ποιμενικά της Σύμης», όπου αναφέρονται οι ονομασίες των κατσικιών, το μαρκάρισμα – βούλα και τα διαφορετικά σχήματα που έκαναν σε αυτό, εργαλεία και εξαρτήματα βοσκών, και λέξεις από την ιδιαίτερη γλώσσα τους. Υπάρχει αναδημοσιευμένο και εδώ στο ΣΥΜΑΙΩΝ ΓΗ).

  Κάποιοι βοσκοί, δεν είχαν μόνο ένα σπιτάκι, αλλά είχαν και δεύτερο σε άλλη περιοχή, όπου ανάλογα με την εποχή μετέφεραν τα ζώα τους.


  Όμως το σπιτάκι, δεν ήταν η μοναδική κατασκευή. Ως συνήθως πλάϊ ήταν το παραμάντρι, όπου μάζευαν τα ζώα για τις αναγκαίες εργασίες όπως αναφέραμε.

  Ήταν ένας χώρος περιτριγυρισμένος με υψηλό τοίχο για να μη διαφεύγουν τα ζώα, και η είσοδός του ήταν πολύ στενή, ίσια – ίσια για να περνάει ένα ζώο, ώστε να μπορεί να τα ελέγχει και να πιάνει ο βοσκός που καθόταν εκεί αυτό που ήθελε.

  Μέσα τώρα το σπιτάκι, αν ήταν πρόχειρο πολύ, δε διέθετε τσιμιά (τζάκι), και οι όποιες ανάγκες σε αυτό τον τομέα, καλύπτονταν με μια εξωτερική πρόχειρη κατασκευή, κάτι που ήταν απαραίτητο για το γάλα.

  Επειδή όμως εμείς θα εξετάσουμε τα οργανωμένα λιθόκτιστα σπιτάκια των βοσκών, κάθε τέτοια κατασκευή, διέθετε οπωσδήποτε τσιμιά, όπου γινόταν το βράσιμο του γάλακτος για την παρασκευή των απαραίτητων προϊόντων του, όπως τυρί μυζήθρα, βούτυρο, σιτάκα, κ.λ.π.

  Ταυτόχρονα όμως, έπαιζε και το δικό του ρόλο στις κρύες μέρες του χειμώνα και στο μαγείρεμα.



Τσιμιά (Τζάκι), και αριστερά ορθογώνιες εσοχές που χρησίμευαν για ντουλάπια

  Υπάρχουν τσιμιές απλές, και τσιμιές πολύ πιο προσεγμένες αρχιτεκτονικά, και άλλες που διέθεταν για εξαερισμό 3 ανοίγματα όπως συναντήσαμε, ώστε να γίνεται ρεύμα αέρος και να φεύγει ο καπνός, κι άλλες είχαν πάλι 2 ανοίγματα, ανάλογα με τους συνηθισμένους ανέμους που φυσούσαν στην περιοχή.

  Πάνω, η οροφή της τσιμιάς κατέληγε στενεύοντας σε ορθογώνια βάση και έμπαινε μια πλάκα για να προστατεύει από το νερό της βροχής, ή συνέκλιναν οι πέτρες στην απόκλιση και γινόταν πιο κωνική.

  Το άνοιγμα της τσιμιάς μέσα στο σπίτι, ήταν καμάρα στο πάνω μέρος της όπως και στα παλιά Συμιακά σπίτια, και στηριζόταν δεξιά και αριστερά σε ορθογώνιους τοίχους.

  Συνήθως η τσιμιά, ήταν μια κατασκευή που εξείχε από την εξωτερική πλευρά του κτιρίου, μια και το πλάτος της όπως και το ύψος της, καθοριζόταν, αφού είχε τελειώσει το οίκημα, και υπήρχε μόνο ολοκληρωμένο το άνοιγμά της.

  Οι τσιμιές στα σπιτάκια των βοσκών, δε βρίσκονται ψηλά από το πάτωμα όπως των σπιτιών, αλλά όσο πιο χαμηλά γίνεται, γιατί έπρεπε να μεταφέρουν το καζάνι με το γάλα πιο εύκολα.

  Ακόμα αυτές οι τσιμιές ήταν μεγαλύτερες σε πλάτος και ύψος από αυτές των σπιτιών, γιατί ο όγκος των καζανιών που χρησιμοποιούσαν ήταν αρκετά μεγάλος σε μέγεθος.



Σπιτάκι με Σουφά, παράθυρο και την εσοχή για ντουλάπι.

  

Μέσα το σπιτάκι είχε σουφά (σοφά) που βρισκόταν από την αντίθετη πλευρά που ήταν η τσιμιά, χωρίς αυτό να είναι κανόνας.

  Ο σουφάς συνήθως ήταν καμωμένος από τέσσερα χοντρά ξύλα ή κορμούς δέντρων (κυπαρίσσι), που ένωναν δύο απέναντι τοίχους, μπαίνοντας σε υποδοχές που είχαν αφήσει κατά το κτίσιμο του σπιτιού, σ’ ένα ύψος από το έδαφος 60 – 70 εκατοστά.

  Πάνω από τα ξύλα τοποθετούσαν κάθετα τάβλες τις οποίες κάρφωναν.

  Ο χώρος ο κενός που έμενε κάτω από του σουφά, χρησιμοποιούνταν σαν αποθηκευτικός, γιατί άλλωστε υπήρχαν πολλά εργαλεία και εξαρτήματα της δουλειάς τους που έπρεπε να φυλάξουν.

  Για ντουλάπια, είχαν ορθογώνιες εσοχές μέσα στους τοίχους, οι οποίες δημιουργούνταν κατά το κτίσιμο, τοποθετώντας στο κάτω μέρος της εσοχής μια επίπεδη πλάκα, (σαν σενάζι) ανάλογα με το πλάτος που ήθελαν να πιάνει το ντουλάπι.

  Μετά έκτιζαν τον τοίχο, αφήνοντας το ορθογώνιο κενό που επιθυμούσαν, και πάλι στο πάνω μέρος (σενάζι) έβαζαν ανάλογη πλάκα, ώστε να συγκρατεί τον τοίχο, και συνέχιζαν προς την οροφή.

  Στο μέσα μέρος του ντουλαπιού, ο τοίχος αναγκαστικά ήταν πιο στενός, ώστε να έχει αρκετό βάθος.

  Καμιά φορά, τοποθετούσαν ακόμα μια επίπεδη πλάκα στη μέση (σενάζι), δημιουργώντας έτσι ένα διπλό ντουλάπι καθ’ ύψος.

  Ανάλογα με τις ανάγκες, μπορεί ένα λιθόκτιστο σπιτάκι να διαθέτει 1 - 2 - 3 - 4 ντουλάπια.

  Τα παράθυρα στα σπιτάκια ήταν μικρά, και μπορεί να είχαν μόνο ένα ή δύο.



Παράθυρα μικρά σε σπιτάκια βοσκών που προσομοιάζουν με πολεμίστρες. Έμπαινε αρκετό φως, και ήταν εύκολη η κάλυψή του σε κρύο και βροχή, με πρόχειρα μέσα.

  Το πάτωμα αποτελείτο από πλάκες, τις οποίες τοποθετούσαν στο χώμα, και σπάνια μπορείς να δεις να έχουν βάλει κονίαμα μεταξύ τους.

  Στην οροφή δινόταν μεγαλύτερη προσοχή, γιατί εκεί έπρεπε να την φτιάξουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπαίνει μέσα το νερό της βροχής, αλλά και να είναι ανθεκτική.

  Το πρώτο τους μέλημα, ήταν να τοποθετήσουν τα δοκάρια της στέγης.



Σπιτάκι με τα δοκάρια της στέγης

  Ως συνήθως ήταν ίσιοι κορμοί που είχαν επιλεγεί από κυπαρίσσια, και δεν είχαν επεξεργαστεί πολύ. Έκοβαν τα κλωνάρια και έβγαζαν το φλοιό και τίποτε παραπάνω.

  Πολύ σπάνια να δεις δοκάρια με επίπεδες πλευρές.

  Παλαιότερα μάθαμε, τότε που υπήρχαν σε μεγάλα μεγέθη Αρόϊνες στη Σύμη, (Ανάγυρις η δύσοσμη. Η επιστημονική ονομασία του θάμνου είναι Anagyris Foetida, και φύεται κυρίως προς τη νότια Ελλάδα, και αναφέρεται με πολλά διαφορετικά ονόματα, όπως Αγριολουβκιά, Αγριοφασούλι, Αδράβανο, Αζόγερας, Αζόγερος, Αζόγυρο, Βρωμολυγαριά, Βρωμοκλάδι, βρωμόχορτο κ.α.) χρησιμοποιούσαν τους κορμούς τους, γιατί είναι πολύ ανθεκτικοί. (Έχουμε γράψει ειδικά για τον Αρόϊνα κάνοντας ένα οδοιπορικό στα μέρη που φύονταν φτάνοντας μέγεθος δέντρου. Περιοδικό ΑΙΓΛΗ 1997, αριθμός τεύχους 7).

  Αφού λοιπόν τοποθετούσαν τα δοκάρια μεταξύ των τοίχων επιλέγοντας την πιο στενή πλευρά του κτίσματος, έβαζαν κάθετα πάνω από τα δοκάρια, λεπτά ίσια κλωνάρια πολύ κοντά μεταξύ τους, ή σε μικρές αποστάσεις το ένα με το άλλο,  τα λεγόμενα «μερτέκια».

  Πάνω από τα κλωνάρια αυτά τοποθετούσαν ξερούς θάμνους, (συνήθως απολίγανο)  τους οποίους κατένειμαν ομοιόμορφα, ώστε να μην υπάρχουν κενά, και η επιφάνειά τους να είναι στο ίδιο επίπεδο, και πάνω από τους θάμνους έστρωναν φύκια ξερά της θάλασσας, για να μην υπάρχουν τρύπες, δημιουργώντας μια συμπαγή επιφάνεια.

  Εκεί πάνω άπλωναν την «Πατελιά», το αργιλώδες αυτό χώμα, αφού προηγουμένως το είχαν περάσει από κόσκινο, για να αφαιρέσουν τις πέτρες που περιείχε, όταν το πήραν από συγκεκριμένα μέρη της Σύμης, όπως ήταν το Λάδι, από το Νημπορειό και αλλού.

  Εννοείται ότι η στέγη είχε μια μικρή κλίση για να φεύγουν τα νερά.

  Μετά έβρεχαν την πατελιά, και με τον κύλιντρο – α (κύλινδρος), που ήταν ένας πέτρινος στύλος περίπου μισό μέτρο, περνούσαν πολλές φορές την επιφάνεια κυλώντας τον πάνω της, και αποκτούσε ομοιομορφία και συνεκτικότητα, και λόγω της ιδιότητας του χώματος αυτού να μην απορροφά εύκολα νερό, η ταράτσα γινόταν αδιάβροχη.

  Μάλιστα, κάθε τόσο μετά από κάποια δυνατή βροχή, ανέβαιναν πάνω για να στρώσουν την ταράτσα με τον κύλιντρο, και συμπλήρωναν πατελιά, σε σημεία που μετά από έντονη βροχόπτωση είχαν δημιουργηθεί μικρές λακκούβες, γιατί από αυτά τα σημεία θα ξεκινούσε η διαρροή του νερού και η φθορά της.



  Σε κάποια από τα σπιτάκια, επειδή χρειαζόντουσαν σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν στην ταράτσα, κατά το κτίσιμο του σπιτιού, προνόησαν και τοποθέτησαν πλάκες εξωτερικά μέσα στην τοιχοποιία που εξέχουν από τον τοίχο, βάζοντάς τες λοξά κατά διαστήματα, μιμούμενοι τα σκαλοπάτια, δημιουργώντας μόνιμη σκάλα.

 Έξω από το σπιτάκι, υπήρχαν μικρότερες βοηθητικές κατασκευές, ανάλογα με τις ανάγκες που είχαν.

  Στην είσοδο δεξιά – αριστερά έφτιαχναν πολλές φορές πεζούλες για να κάθονται, και ανάλογα με το σημείο που ήταν κτισμένο όλο το σπίτι, αν κάποιος άνεμος τους δημιουργούσε πρόβλημα, έκτιζαν σε απόσταση έναν προστατευτικό τοίχο για να μειώνει τη δύναμή του.

  Μέσα  στα δοκάρια του σπιτιού, συνήθως κάρφωναν καρφιά ή έβαζαν σύρμα, για το κρέμασμα διαφόρων πραγμάτων, προφυλάσσοντάς τα από ποντίκια και άλλα ζωύφια, ενώ σε μια γωνιά κρεμόταν το κλουβί με ψιλή σήτα για τη φύλαξη φαγητών. Κατά το καλοκαίρι, το μετέφεραν κοντά στο παράθυρο για να γίνεται ρεύμα για περισσότερη δροσιά.

  Συνήθως οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν απλές κατασκευές, και σε λίγες περιπτώσεις, οι λαμπάδες και τα τοιχώματα γύρω από τις κάσες είχαν κονίαμα.

  Εξ’ άλλου, τα περισσότερα παράθυρα δεν είχαν κάλυψη, και απλά ήταν ένα στενό ορθογώνιο άνοιγμα σαν πολεμίστρα που οι εσωτερικοί πλαϊνοί τοίχοι άνοιγαν προς το εσωτερικό του σπιτιού για να μπαίνει αρκετό φως, αντισταθμίζοντας με αυτό τον τρόπο το μικρό άνοιγμα.

Το χειμώνα πιστεύουμε ότι τα έκλειναν ιδίως τα βράδια και τις κρύες μέρες, φράζοντας το άνοιγμά με κάτι πρόχειρο. Ένα κομμάτι ξύλο, ή ένα παλιό ρούχο σφηνωμένο, μπορούσε να βολέψει την κατάσταση, με μια πέτρα να το πιέζει που θα το εμπόδιζε να φύγει.

  Ένα άλλο που πρέπει να πούμε πως ήταν σπάνια να υπάρχει στα σπιτάκια των βοσκών στέρνα.

 Ο λόγος που δε γίνονταν στέρνες έστω και μικρές, είναι ότι τα περισσότερα από αυτά που υπάρχουν, ήταν για εποχιακή κατοίκηση, ήταν δύσκολη η μεταφορά υλικών ιδίως σε αυτά που ήταν κτισμένα σε μακρινά μέρη, ενώ ήταν δυσκολότερη ακόμα η δημιουργία ταράτσας, πριν ακόμα βγει το τσιμέντο, συν το σπουδαιότερο, απαιτούσε τεχνίτη (κτίστη) για να τη φτιάξει, ενώ υπήρχε και το οικονομικό θέμα.

  Έτσι η μεταφορά νερού γινόταν με ζώα (γάϊδαρο – μουλάρι), και αποθηκευόταν σε μεγάλο πιθάρι ή σε άλλα δοχεία.

  Πάντως να πούμε πως η διαμονή στα σπιτάκια των βοσκών δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

  Ανάλογα με τις εποχές, υπήρχαν κάποιες δυσκολίες που έπρεπε να τις αντιμετωπίσουν, είτε αυτό λεγόταν κρύο το χειμώνα, ή ζέστη το καλοκαίρι.

  Εκτός αυτών, όταν ζεις στο βουνό, είσαι εκτεθειμένος σε είδη ερπετών μια και οι κατασκευές αυτές ποτέ δεν παρείχαν ασφάλεια εκατό τοις εκατό.

  Πάντα κάποιο φίδι, ένας σκορπιός ή οτιδήποτε άλλο, μπορούσε να μπει μέσα και να σου δημιουργήσει προβλήματα, ενώ οι βροχές και ο δυνατός αέρας δεν τους άφηναν ανεπηρέαστους.

Να πούμε εδώ, ότι κάποιοι βοσκοί  - κυρίως για τη βροχή και τον αέρα και για να μην επωμισθούν το βάρος ενός κτίσματος που απαιτούσε γνώσεις κτίστη, άρα έπρεπε να πληρώσουν - προτιμούσαν να μένουν σε σπηλιές όταν τύχαινε να υπάρχουν κοντά στα μέρη που δραστηριοποιούνταν.

  Τα σπιτάκια των βοσκών της παλιάς εποχής, κυρίως δε αυτά που ήταν οργανωμένα διαθέτοντας σουφά, τσιμιά κ.λ.π., ήταν μια μικρογραφία συμπυκνωμένη ενός λιτού μικρού Συμιακού σπιτιού, που είχε προσαρμοστεί, για να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες των ενοίκων τους.

Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 1645166624718423522

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item