ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Αφιερωμένο στον Μανώλη Ταμπακκάκη Είναι βασισμένο σε ένα πραγματικό γεγονός που του συνέβη, κατά τη διάρκεια ε...

ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Αφιερωμένο στον Μανώλη Ταμπακκάκη

Είναι βασισμένο σε ένα πραγματικό γεγονός που του συνέβη, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του σαν δύτης στη βόρεια Αφρική, όπως μου το διηγήθηκε ο ίδιος.

 Το διήγημα, περιέχεται στο βιβλίο ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΙΩΠΗΣ του Κρητικού Σαράντη, των εκδόσεων Book Stars.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

   Ο Μανώλης, παλιός δύτης σφουγγαριών, προχώρησε μ΄ εκείνο το αργόσυρτο χαρακτηριστικό βήμα και κοντοστάθηκε στην άκρη του μόλου. Έριξε μια εξεταστική ματιά σα να φοβόταν μήπως τον παρακολουθεί κανένας και μετά κατέβηκε προς τη μεριά της θάλασσας προσεκτικά.
   Πέρα η Ανατολή έδιωχνε βιαστικά τα πέπλα της νύχτας, αναγγέλλοντας την καινούργια ημέρα που ερχόταν, ενώ οι πετεινοί της κάθε γειτονιάς έβαζαν τα δυνατά τους για να ακουστούν πρώτοι σε όλο το νησί της Σύμης.
   Ο Μανώλης έφτασε μέχρι την άκρη της θάλασσας και την κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα. Έβαλε κοντά στο πρόσωπό του το ρολόι να δει την ώρα και ερεύνησε ξανά την επιφάνειά της.
   Το φεγγάρι, πανσέληνος, δημιουργούσε ασημένια σχήματα στην επιφάνεια που τρεμόπαιζαν με το κύμα.
   Έμεινε εκεί να στέκει όρθιος για αρκετή ώρα. Μετά κάθισε σε ένα βράχο χωρίς ποτέ να πάρει τα μάτια του από εκείνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

   Στο καφενείο της παραλίας του νησιού, άρχισαν ήδη να σερβίρονται οι καφέδες στους ναυτικούς που ήταν καθημερινοί θαμώνες, αν και ακόμα δεν είχε ξημερώσει.
   Οι συζητήσεις στις παρέες με τα γνωστά θέματα είχαν ανοίξει προ πολλού. Αυτά έχει ο χειμώνας ….
   Όλα κυλούν αράθυμα, νωχελικά, καθώς οι άνθρωποι της θάλασσας ξεκουράζονται από τα ταξίδια και το επίπονο επάγγελμα του δύτη μετρώντας τις πληγές τους.
   Θυμούνται τις περιπέτειες και τα κατορθώματά τους, κι είναι οι τυχεροί που γλίτωσαν απ΄ την αγκάλη της.
   - Ότι και να λέμε την αγαπάμε, είπε ένας «λιανός» μαυριδερός, που πρωί - πρωί ακόμη αντί για καφέ κατέβαζε ούζο.
   Σκαμμένο πρόσωπο από τον ήλιο και την αρμύρα και χοντρά ροζιασμένα χέρια από το πάλεμα με τα βράχια του βυθού. Ότι μαλλί του είχε μείνει ήταν τραβηγμένο πίσω, και καθώς μιλούσε, ένα χρυσό δόντι φαινόταν να λαμπυρίζει πότε - πότε ανάμεσα στα χείλη.
   - Γι  αυτό μας κάνει ότι θέλει, απάντησε χαμογελώντας ο πιο χοντρός της παρέας.
   Προσπάθησε να μετακινηθεί στην καρέκλα του κι έσυρε το σακατεμένο του πόδι, σημαδεμένο από τη μάχη με το θεριό.
   Μπορεί να ήταν ο πιο χοντρός της παρέας, αλλά το πάχος το είχε αποκτήσει αφ΄ ότου εγκατέλειψε την ενεργό δράση. Κανένας δύτης δεν υπήρχε περίπτωση να είναι ευτραφής όσο ασκούσε το επάγγελμα.
   - Δεν μπορείς να παίρνεις μόνο, συμπλήρωσε ο τρίτος της παρέας, ακουμπισμένος σ΄ ένα μπαστούνι. Πρέπει και να δίνεις. Αιώνες της κλέβουμε τους θησαυρούς της. Ε, κάτι πρέπει να πληρώσουμε.
   Έγινε λίγο σιωπή, και μετά ο πρώτος, που τον έλεγαν Σταύρο, είπε.
   - Τον Μανώλη δε βλέπω.
   - Πραγματικά, άργησε σήμερα.
   - Δεν ξέρω, είπε αυτός με το μπαστούνι, που τον έλεγαν Γιώργη, αφότου έκανε το τελευταίο ταξίδι κάτω στη Μπαρμπαριά, γύρισε διαφορετικός. Τον βλέπω απόμακρο. Σα να τον βασανίζει κάτι.
   - Δεν είναι και λίγο αυτό που έπαθε, είπε ο χοντρός, που τον έλεγαν Πανορμίτη.
   - Πάντως, κάτι έγινε εκεί κάτω και άλλαξε ο Μανώλης σαν χαρακτήρας. Έγινε πιο φευγάτος.
   - Κάποιοι τον έχουν δει το χάραμα να κάθεται στο Μόλο, σα να περιμένει κάτι.
   - Εγώ τον άκουσα πολλές φορές να μιλάει μόνος του.
   - Καλά, αυτό το χούι το έχουμε σχεδόν όλοι οι Συμιακοί.
   - Τι εννοείς ρε Σταύρο;
   - Έλα τώρα, πόσες φορές δεν έχουμε πιάσει κουβέντα με τους Αγγέλους;
   - Α, έτσι πες μου να καταλάβω. Σίγουρα, κάτι το ιδιαίτερο έχει το νησί μας με τους Αγγέλους, αυτό είναι φανερό. Ή εμείς τους επιλέξαμε, γι αυτό χτίσαμε εννιά Μοναστήρια προς τιμήν τους, ή εκείνοι διάλεξαν τον τόπο μας για να κατοικήσουν.
   - Οι παλιοί λένε ότι έχτισαν εννιά Μοναστήρια προς τιμήν των Αρχαγγέλων για να αντιπροσωπεύουν τα εννιά Τάγματά τους.
   - Ξέρεις γιατί το έκαναν αυτό; Για να δέσουν λένε το νησί, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος από πουθενά.
   - Ότι και νάναι πάντως, ταχτικά μιλάμε μαζί τους. Κάθε φορά που τους έχουμε ανάγκη αρχίζουμε «Πανορμιτάκι μου, Μιχαήλη μου, Κοκκιμήδη μου, Κουρκουνιώτη μου, Καϊλλιώτη μου, Περιμπλιώτη μου, Αυλακιώτη μου και όλους τους υπόλοιπους. (Ονομασίες μοναστηριών αφιερωμένων στους Αρχαγγέλους).
   - Μας ακούνε όμως, δεν μπορείς να πεις.
   - Σίγουρα. Αν δεν ήταν οι Αρχάγγελοι, οι περισσότεροι από εμάς δε θα ζούσαμε τώρα.
   - Θυμάμαι, όταν βούτηξα στις 25 οργιές  ένα απόγεμα, άρχισε να λέει ο Σταύρος, δεν έβλεπα καλά γιατί το φως του ήλιου ήταν λιγοστό. Εκεί που έπεσα ήταν βράχια και μετά απότομα πήγαινε πάνω από 50 οργιές. Προσπάθησα να κρατηθώ, αλλά είχε ένα διαβολεμένο ρεύμα που μ΄ έσπρωχνε προς τα κάτω και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Πήγα να κάνω σινιάλο με το σχοινί να με τραβήξουν, αλλά κόπηκε, κι έπεφτα προς τα κάτω χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα, με φόβο να σπάσει το μαρκούτσι του αέρα και να μείνω στο κενό. «Πανορμίτη μου» φώναξα, βοήθα….
   Σκάλωσα τότε πάνω σ΄ ένα βράχο που εξείχε και σταμάτησα το πέσιμο. Σιγά-σιγά και με τα τέσσερα ανέβηκα πάλι στις 25 οργιές και δε θα το πιστέψετε. Η άκρη του σκοινιού που κόπηκε είχε σφηνωθεί σε μια σχισμή και μπόρεσα να το ξαναδέσω και να τους κάνω σινιάλο. Αν δεν ήταν ο Πανορμίτης, μεγάλη η Χάρη του να βοηθήσει, ούτε ξέρω πού θα ήμουν τώρα.
   - Απ΄   όλες  τις  ιστορίες  όμως  που  έχω  ακούσει, είπε ο Πανορμίτης, η ιστορία του Μανώλη πάντα με συναρπάζει.
   - Αλήθεια, παράξενη ιστορία.
   - Όσες φορές και να του ζητήσουμε να την πει, ποτέ δε λέει όχι, και πάντα τη διηγείται με τον ίδιο τρόπο, κι ας έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια απ΄ το γεγονός εκείνο.
   Την τελευταία φορά, πριν αρχίσει τη διήγηση, έμεινε να κοιτάζει μ΄ ένα βλέμμα απλανές, λες και ταξίδευε αλλού.
   Λοιπόν Μανώλη τον ρώτησα. Σα να συνήλθε από αυτό που τον απασχολούσε, άρχισε:
   «Εκείνη τη χρονιά, που λέτε, είχα αποφασίσει να κάμω το τελευταίο μου μπάρκο. Αν δεν ήταν το δάνειο που είχα πάρει για το σπιτάκι που έφτιαχνα, θα σταμάταγα. Το είχα βάρος στο στήθος μου και θα το ξεχρέωνα με το ταξίδι αυτό. Όσο για λεφτά, ξέρετε όλοι αν κρατάνε λεφτά όσοι δύτες καταφέρνουν να επιβιώσουν. Είναι ευχαριστημένοι που έζησαν κι αυτό τους φτάνει.
   Κι επειδή όλοι γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι το επάγγελμα, τις προκαταβολές οι περισσότεροι τις εξαφανίζουν πριν το ξεκίνημα των μηχανοκάικων στο πιοτό, γιατί δεν είναι σίγουροι αν θα γυρίσουν πίσω.
   Στα καφενεία εκείνες τις μέρες όπως λένε, το κάτουρο κυλάει στο δρόμο περισσότερο κι απ΄ το νερό της βροχής.
   Ευτυχώς, δεν είχα τέτοια συνήθεια, κι έτσι τα βόλευα χωρίς να κάνω μεγάλα έξοδα. Μόνο ένα τσιγάρο τραβώ κι αυτό τώρα το μείωσα.
   Ξεκίναγα που λέτε λοιπόν για το τελευταίο ταξίδι και θα άραζα μετά στο νησί να κάνω οτιδήποτε για να συντηρώ την οικογένειά μου.
Βλέπετε,  τα  χρόνια  δε με  έπαιρναν πια για μακρινά ταξίδια και για το διαβολεμένο επάγγελμα. Θέλει νέους να αψηφούν τους κινδύνους, κι εγώ ήδη ήμουν 55 χρονών. Δυστυχώς, αλλιώς τα λογαριάζεις κι αλλιώς σου έρχονται.
   Εκείνη τη χρονιά, όπως ξέρετε, οι Τράπεζες στη Σύμη, δεν έδωσαν δάνεια για το ξεκίνημα των μηχανοκάικων, με αποτέλεσμα να μη λύσει κάβο κανένα από το λιμάνι.
   Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Η αγωνία και το άγχος μου μεγάλωσε, μαζί και η ανησυχία για την τύχη της οικογένειας και του σπιτιού που έπρεπε να ξεχρεώσω.
   Η μόνη λύση ήταν να ψάξω να βρω δουλειά σε άλλο νησί, όπως έκαναν τότε και άλλοι συνάδελφοι. Έτσι, πήγα στην Κάλυμνο, το άλλο μεγάλο σφουγγαρονήσι και μια και είχα καλή φήμη σφουγγαρά, με βοήθησε να βρω αμέσως δουλειά. Αλλά τι τα θες; Ξένος σε ξένο μέρος, μέχρι να γνωριστώ και να πιάσω φιλίες, ήθελε λίγο χρόνο.
   Ευτυχώς όμως η δουλειά μου ήταν αυτή που άνοιγε τα στόματα σε χαμόγελο και κουβέντα. Μέσα σε λίγες μέρες όλοι με γνώριζαν με το παρατσούκλι «ο Συμιακός».
   Μου έλειπαν φυσικά οι φίλοι και τα πειράγματα της παρέας, αλλά με τον καιρό είχα δημιουργήσει καινούργιες φιλίες. Ξέρετε, αυτές που γεννιούνται από τον κοινό κίνδυνο και φόβο που μας κυβερνά σ΄ αυτό το δύσκολο και επικίνδυνο επάγγελμα.
   Όταν κάνεις το σταυρό σου και λες «έλα Μιχαήλη μου βοήθα με», ξέρεις ότι οι πιθανότητες ενός ατυχήματος είναι μεγάλες. Από παντού υπάρχουν οι απρόβλεπτοι παράγοντες. Τα ψάρια, οι βλάβες στο σύστημα, στον αέρα, στη στολή, στα μαρκούτσια, στο γρήγορο ανέβασμα, στη λάθος κίνηση, οπουδήποτε.
   Άμα είσαι συνεπής στη δουλειά, δυστυχώς δεν ανταμείβεσαι και με λιγότερους κινδύνους. Όταν βυθίζεσαι μέσα στα γαλάζια νερά, στον κόσμο της σιωπής, δεν έχεις κανέναν. Μόνο τον εαυτό σου και το Θεό.
   Η κάθε σου κίνηση μετρημένη και μελετημένη από πριν, μειώνει λίγο - όσο αυτό είναι δυνατό - τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη ζωή σου.
   Η θάλασσα …. Αχ αυτή η θάλασσα ….. Χαμογέλασε πικρά και αναστέναξε. Μεγάλη αγάπη και «Λάμια». Σαγηνεύτρα και μάγισσα. Αφροδίτη και «Γιαλλού».
Σε προσκαλεί στην αρχή να τη γνωρίσεις, σου προσφέρει τα πλούτη και τους θησαυρούς της και ξαφνικά ….. ζητά ανταλλάγματα.
   Ούτε χρυσό, ούτε πολύτιμα πετράδια. Μα κάτι πιο πολύτιμο. Τη ζωή σου. Αυτή είναι η ανταμοιβή της.
   Κι αν εσύ προφτάσεις και τρυγήσεις τους θησαυρούς της κλεφτά όταν κοιμάται, είσαι τυχερός. Έλα όμως που δεν ξέρεις αν κοιμάται στ΄ αλήθεια ή κάνει την κοιμισμένη; Γι  αυτό πρέπει να προσέχεις. Παλικάρια και παλικάρια έφαγε κι ακόμη να χορτάσει την πείνα της. Όσοι γλιτώνουν, οι πιο πολλοί σακατεμένοι, σαπίζουν στη στεριά, όπως οι παλιόβαρκες, εκλιπαρώντας βοήθεια για την οικογένεια που ζει πια ανάμεσα στη ζητιανιά και στην ελεημοσύνη των καλών χριστιανών.
   Γι   αυτούς  όμως  που  έχουν  χάσει  τους δικούς τους, παρακαλούν    να     είχαν     σακατευτεί    «κι    ας   τους ντάντευαν» σα μωρά παιδιά.
  Δεν  ξέρω  πια   αν  το  σωστό   είναι   να  χάνεσαι  στα γαλάζια   νερά,   ή  να   υποφέρεις  σακατεμένος  χρόνια και να σε λυπούνται όλοι γύρω σου …

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

   Σ΄ αυτό το σημείο η αφήγηση του Μανώλη σταματά και γίνεται μικρή παύση. Βγάζει με αργές κινήσεις το πακέτο τα τσιγάρα, το ανοίγει, παίρνει ένα και το ανάβει, αφού διορθώνει με το δάχτυλο την άκρη που θα ανάψει.
   Σχεδόν με κλειστά μάτια τραβά 2-3 ρουφηξιές καπνού και ανακάθεται στην καρέκλα. Αναζητά το φλιτζάνι του καφέ και αφού πάρει την ανάλογη δόση διορθώνει το σκούφο κι είναι έτοιμος για τη συνέχεια.
   Ο Μανώλης, είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του παλιού ναυτικού. Βραχύσωμος, με δασιά φρύδια κι ένα σκούφο να συμπληρώνει την εμφάνιση, σε κοιτάζει και νομίζεις ότι αγναντεύει το πέλαγος. Αυτό το γνώρισμα δεν ξέρεις αν το είχε αφότου γεννήθηκε ή το απέκτησε με τη συναναστροφή του με τη θάλασσα.
   Ίσως παραξενεύει τους μη γνώστες των πραγμάτων όταν πει πως είναι δύτης.
   Προς επικύρωση των λόγων, υπάρχει και πτυχίο δύτη της εποχής εκείνης, από τα λίγα που δόθηκαν τότε.
   Μετρημένος στις κινήσεις και στις αποφάσεις, όχι γιατί είναι ίδιον του χαρακτήρα του, αλλά γιατί το επέβαλε η θαλασσινή πείρα.
  Όταν  είσαι  μόνος  στα  βάθη  της  θάλασσας και το υγρό  στοιχείο  παραμονεύει  από  παντού να γεμίσει όπου υπάρχει στεγανό μέρος, δε χωρούν λάθη.
   Κάθε απερίσκεπτη κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία.
   Όλοι όμως κάνουν λάθη. Φτάνει να μην τα κάνουν σε κρίσιμες στιγμές.
   Κι ο Μανώλης έκανε λάθος σε λάθος στιγμή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

   Μέσα στο καΐκι από την Κάλυμνο, συνεχίζει ο Μανώλης, δυο ήταν οι καλοί φίλοι που είχαμε να πούμε τα δικά μας κάθε μέρα. Ο Μικές και ο Παύλος. Αυτοί ήταν οι κολλητοί μου. Μαζί στο φαΐ, στην κουβέντα, στην πλάκα.
   Για τους ναυτικούς του καταστρώματος, της επιφάνειας που δεν κάνουν βουτιά, η ζωή είναι λίγο πιο εύκολη χωρίς κινδύνους και ρίσκο. Σ΄ αυτούς η αρμύρα φτάνει μέχρι το κόκαλο. Σ΄ εμάς περνά και το μεδούλι.
   Ώρες μέσα στο αλάτι, περισσότερο μοιάζουμε με τα ψάρια παρά με τους ανθρώπους. Όπως κι εκείνα, μένουμε σιωπηλοί χωρίς να μιλάμε.
 Όταν  όμως  βγούμε  έξω,  όλες οι  κουβέντες  είναι δικές μας. Ίσως για να ξεσπάσουμε για τις ώρες που δε μιλούσαμε.
   Γι  αυτό ταιριάζαμε με τον Μικέ και τον Παύλο. Ήταν, όπως κι εγώ, του βυθού, κι είχαμε τις  ίδιες ανησυχίες και συνήθειες.
   Όταν έπεφτε ο ήλιος, αν και κουρασμένοι από τη δουλειά της μέρας, είχαμε να πούμε πολλά, όσα είδαν τα μάτια μας στα βάθη της θάλασσας, κι  όσα είχαμε μάθει και ακούσει στα ταξίδια που κάναμε.
  Γερμένοι  στην  κουβέρτα με συντροφιά τα αμέτρητα αστέρια, ταχτικά ξεδιπλώναμε κομμάτια από τη ζωή μας.
   Δεν ξέρω, αλλά σε όποια καΐκια είχα κάνει δύτης, πάντα μου τύχαινε να συναντήσω από όλους τους τύπους των ανθρώπων.
   Το καΐκι είναι μια μικρή κοινωνία που αναγκαστικά πρέπει να ζεις μέσα, είτε σου αρέσει, είτε όχι. Εκεί θα δεις τους πραγματικούς χαρακτήρες των ανθρώπων, γιατί δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από τοίχους και δρόμους.
   Μοιράζεσαι μαζί τους ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και δε γίνεται να προσποιηθείς ή να κάνεις τον αδιάφορο.
   Σ΄ ένα καΐκι 15 μέτρων δεν έχεις ιδιωτική ζωή ή μυστικά. Όλα είναι φανερά.
   Τους διηγιόμουν μια μέρα, που λέτε, πως μπαρκάρισα μ΄ ένα Συμιακό μηχανοκάικο και ο ένας ο δύτης, παραδόξως κάθε φορά που ερχόταν η σειρά του να βουτήξει, άρχιζε να παραπονιέται για φοβερούς πονοκεφάλους.
   Ο καπετάνιος όμως που γνωρίζει το πλήρωμά του όπως η μάνα τα παιδιά της, είχε πάντα την κατάλληλη λύση.
   Ένα άσπρο στρογγυλό χάπι για τους πονοκεφάλους, και αμέσως ο δύτης γινόταν καλά.
   Περίεργος και με θαυμασμό για την αποτελεσματικότητα  των  χαπιών,  πήγα και ρώτησα τον καπετάνιο για την προέλευσή τους.
   Άνθρωποι είμαστε, σκέφτηκα, μπορεί να πονέσουμε κι εμείς, να τα προμηθευτούμε για μια ανάγκη.
   Ο καπετάνιος με κοίταξε μέσα στα μάτια και μου είπε.
   - Ό,τι θα σου πω θα μείνει μεταξύ μας;
   - Φυσικά, του απάντησα.
   - Τα χάπια που βλέπεις, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ξεραμένα μάτια ροφών που πιάνουμε με πετονιές. Τα φυλάω για ειδικές περιπτώσεις….
   - Δηλαδή δεν ……
   - Δηλαδή δεν έχουν καμιά θεραπευτική αξία, εκτός από τον κύριο που έχει τους πονοκεφάλους.
   - Είναι δηλαδή μπλόφα;
   - Σωστά. Επειδή κάθε φορά προφασίζεται πως τον πονάει το κεφάλι του για να μην κάνει την προγραμματισμένη βουτιά, του χορηγούμε το κατάλληλο χάπι…….

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

   Όταν φύγαμε από την Κάλυμνο, περάσαμε από Κάρπαθο, σταματήσαμε λίγο στην Κρήτη και μετά τραβήξαμε για βόρειο Αφρική.
   Εκεί τα σφουγγάρια φυτρώνουν όπως τα αγριόχορτα. Πρέπει όμως να ξέρεις και τα μέρη. Αλλά όσο περισσότερα έχει, τόσο πιο πολλά είναι και τα παλικάρια που θάβονται κάτω χωρίς ποτέ να ξαναδούν τους δικούς των.
   Στην καυτή άμμο της Αφρικής, έχουν αφήσει τα κόκαλά τους άντρες που έστυβαν την πέτρα και μπορούσαν να τραβήξουν με το ένα χέρι το καΐκι μόνοι τους.
   Κάθε φορά που κοιτάζω τις ουρές από κόσμο να ακολουθούν κάποια κηδεία πνιγμένου δύτη, η καρδιά μου γίνεται πιο μαύρη κι από το χρώμα των ρούχων που φορούν οι χήρες και οι συγγενείς τους.
   Εκείνο όμως που με σκοτώνει περισσότερο, είναι όταν ακούω τις σπαραχτικές φωνές των πονεμένων μανάδων και συζύγων που έχασαν το παιδί ή τον άντρα τους, μόλις πληροφορηθούν το γεγονός στο καΐκι που πλευρίζει την προβλήτα χωρίς το δικό τους άνθρωπο.
   Καταραμένο επάγγελμα !!!
   Εμείς είμαστε οι τυχεροί που ζήσαμε, αλλά και άτυχοι γιατί πρέπει να πονάμε βλέποντας τους φίλους να πέφτουν θύματά της, όπως οι πεταλούδες της νύχτας στο φως.
   Αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι ….. μήπως εκείνοι είναι πιο τυχεροί;
   Ναι. Ένα τέτοιο τέλος ταιριάζει ίσως στο δύτη. Να πεθαίνει στη θάλασσα κι όχι στη στεριά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

   Φτάσαμε στη Βόρεια Αφρική μ΄ έναν ήλιο φονιά στα κεφάλια μας και την καυτή ανάσα της ερήμου να μας εμποδίζει την αναπνοή.
   Πιάσαμε δουλειά στα μέρη της Πικάτζας (Βεγγάζης) αλλά το μυαλό κι η σκέψη μου ήταν στη Σύμη. Για μένα ήταν πιο δύσκολα γιατί δεν είχα κάποιο συμπατριώτη μου να μιλάω για το νησί μου. Εντάξει, ο Μικές κι ο Παύλος ήταν πολύ καλοί φίλοι, αλλά ήταν από την Κάλυμνο και δεν μπορούσαν να ξέρουν τι γίνεται στη Σύμη για να συζητήσουμε. Μιλούσαμε μόνο για τη δουλειά, τις προσωπικές μας σκέψεις και ανησυχίες. Πολλές φορές μ΄ έπιανε νοσταλγία και πήγαινα μπροστά στον «ματταφέρο» (το κομμάτι ξύλου που προεξέχει της πλώρης) κι ονειρευόμουνα. Το σπίτι, τους δικούς μου, τους φίλους, τα στενά δρομάκια της Σύμης, γνωστά μέρη, και νόμιζα ότι θα δω σε λίγο στον ορίζοντα τις γνώριμες γραμμές των βουνών του νησιού. Μ΄ έπιανε το παράπονο και τα μάτια μου βούρκωναν όταν αντίκριζα το αφρικάνικο τοπίο με τις κίτρινες αποχρώσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

   Ο καιρός κυλούσε αργά, βασανιστικά, με τον ήλιο να συνοδεύει τις μέρες και το φεγγάρι τις νύχτες μας κι εμείς να τρυγούμε από το βυθό τον πολύτιμο καρπό της θάλασσας.
   Πιάσαμε τον δεκαπενταύγουστο και θυμήθηκα πως είχαμε νηστεία στο σπίτι. Εκείνες τις μέρες δεν έλειπαν ποτέ από το τραπέζι οι κοχλιοί και οι πεταλίδες να συνοδεύουν το νηστίσιμο φαγητό.
   «Πεθύμησα λίγους κοχλιούς», είπα στον Μικέ. «Τι λες πάμε έξω με τη βάρκα;» Δεν ήθελε και δεύτερη κουβέντα. Λύσαμε τη βάρκα, πήραμε ένα μικρό καλάθι μαζί μας και κωπηλατώντας φτάσαμε στην παραλία.
   Ξέχασα να σας πω, πως είχαμε φύγει από την Πικάτζα (Βεγγάζη Λιβύης) και ερχόμασταν συνέχεια ανατολικά. Έτσι, τον Αύγουστο βρισκόμασταν στα νερά της Αιγύπτου. Εκείνη την παραλία την ήξερα από άλλες φορές κι ήταν γεμάτη κοχλιούς.
   Σήμερα, 15 Αυγούστου, σκέφτηκα όταν βγήκαμε, της Παναγίας και κάθε χρόνο τέτοια μέρα πηγαίναμε στην εκκλησία.
   Τις σκέψεις μου αυτές διέκοψε ένα παράξενο πράγμα που είδα στην παραλία, σε μια μεγάλη απόσταση από μένα.
   Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά, αλλά ήταν ένα μαυριδερό πλάσμα που φαινόταν να χτυπιέται στα βότσαλα έξω. Το έδειξα στον Μικέ και δεν έβγαλε κι εκείνος άκρη για το τι μπορεί να ήταν.
   Τρέξαμε αμέσως κατά κει κι όταν φτάσαμε κοντά, αντικρίσαμε με έκπληξη ένα μικρό δελφίνι όχι μεγαλύτερο από ενάμισι μέτρο να σφαδάζει και να χτυπιέται. Λίγο κάτω από την ουρά είχε ένα μεγάλο ανοιχτό τραύμα, που του το προξένησε κάποιο σκληρό αντικείμενο.
   «Μάλλον προπέλα καϊκιού του δημιούργησε αυτή την πληγή» είπα στον Μικέ. «Πάρε τη βάρκα και τρέξε στο καΐκι. Πήγαινε στα πράγματά μου και φέρε ένα σεντόνι άσπρο, νέφτι (ακάθαρτο πετρέλαιο) και καπνό».
   Ο Μικές έφυγε κι εγώ έμεινα να βλέπω το δελφίνι που χτυπιόταν από τους πόνους και από την πληγή του να τρέχει πολύ αίμα.
   Μέχρι να έρθει ο Μικές, άρχισα να ανησυχώ για τη ζωή του. Επιτέλους! Ήρθε η βάρκα και πήρα με βιασύνη όλα τα σύνεργα και άρχισα το έργο μου.
   Στη αρχή ξέπλυνα την πληγή με νέφτι για να την απολυμάνω και μετά έπιασα αρκετό καπνό και τον τοποθέτησα πάνω στο τραύμα για να σταματήσω την αιμορραγία. Έπειτα, έσκισα λουρίδες από το σεντόνι κι έδεσα σφιχτά την πληγή.
   Όσο καιρό έφτιαχνα όλα αυτά τα γιατροσόφια, το δελφίνι λες και ένιωθε ότι το κάναμε για καλό του, καθόταν υπομένοντας καρτερικά τις ενέργειές μας. Μας κοιτούσε μάλιστα μ΄ ένα παράπονο, σα να ρώταγε πως και γιατί συνέβη αυτό.
   Αφού τελείωσα, το σηκώσαμε με προσοχή και το αφήσαμε στη θάλασσα ελεύθερο να πάει όπου ήθελε.
Έκανε δυο-τρεις γύρους μπροστά μας και εξαφανίστηκε.
   «Ευτυχώς», είπα, γιατί φοβόμουν μήπως και ξαναρχόταν πάλι πίσω στη στεριά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

   Το πρωί της επόμενης μέρας ετοιμάστηκα για τη βουτιά, ενώ ο Μικές ψάρευε με καθετή στην πλώρη.
   Πιάναμε πολλά ψάρια και σχεδόν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα είχαμε ψάρι για φαγητό.
   Μόλις κατέβηκα στο βυθό, έπεσα πάνω σ΄ ένα χωράφι ολόκληρο με σφουγγάρια.
   Άρχισα το μάζεμα κι είχα απορροφηθεί τόσο που δεν πήρα είδηση ότι κάτι με πλησίασε.     
 Όταν έφτασε κοντά δεν φαντάζεστε την έκπληξή μου, Ήταν το δελφινάκι με τους επιδέσμους στην ουρά.
   Το τι χαρές μου έκανε δεν περιγράφεται. Ερχόταν και έπαιζε με τα μαρκούτσα, έκανε κύκλους γύρω από μένα και πολλές φορές μ΄ ακουμπούσε ελαφρά.
   Άφησα τα σφουγγάρια και άρχισα κι εγώ να παίζω μαζί του, λες και ήμουνα παιδί.
   Όταν ανέβηκα πάνω, πήγα στον Μικέ που είχε πιάσει αρκετά ψάρια, πήρα μερικά και άρχισα να του τα ρίχνω.
   Τα έτρωγε φυσικά, αλλά πιο πολύ ήταν η διάθεσή του για παιχνίδι παρά για φαγητό. Από εκείνη τη μέρα ο «Μιχάλης», όπως ονόμασα το δελφίνι, είχε γίνει αχώριστος σύντροφός μας. Όπου πήγαινε το καΐκι, από πίσω. Στις βουτιές μας ειδικά, ήταν πλάι μας να μας συντροφεύει και να κάνει χίλια δυο παιχνίδια.
   Δεν ξέρω, με όλους έπαιζε, αλλά είχα την εντύπωση πως μαζί μου είχε άλλη σχέση. Καταλάβαινε τα πάντα. Ακόμη και πότε θα ανέβω από το σινιάλο που έκανα με το σχοινί.
   Μπορεί να ήταν ιδέα μου, αλλά ήταν φορές που όταν με κοίταζε, νόμιζα ότι με κοιτάζει άνθρωπος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

   Οι μέρες περνούσαν και όλοι νοσταλγούσαμε τα σπίτια μας. Είχαμε μπει πια στο Σεπτέμβρη και κάποιοι αγόρασαν από την Αίγυπτο διάφορα δώρα για τους δικούς τους. Πήρα κι εγώ ένα μαντίλι, ένα ζευγάρι παντόφλες κεντημένες κι ένα άρωμα για τη Βαγγελίστρα, χουρμάδες και λουκούμια για τα παιδιά.
   Ο Μανώλης έκανε μια παύση και χαιρέτησε τον πέμπτο της παρέας που κάθισε στο τραπέζι.
   - Καλώς τον Νικολιό, είπε, κι έβγαλε ξανά το πακέτο τα τσιγάρα από τη τσέπη. Πήρε ένα, και κάνοντας την ίδια κίνηση με την προηγούμενη φορά το άναψε και κατάπιε τον καπνό και από πάνω του έριξε και μια γουλιά καφέ.
   - Λοιπόν Νικολιό, είπε, τους λέω για το τελευταίο ταξίδι που έκανα στη Μπαρμπαριά.
   - Α, ωραία, είπε εκείνος και ανακάθισε στο κάθισμά του, έτοιμος να απολαύσει άλλη μια φορά την ιστορία που τους καθήλωνε με την πλοκή της.
   - Πού είχαμε μείνει παιδιά, ρώτησε ο Μανόλης.
   - Εκεί που αγοράσατε δώρα για τους δικούς σας, απάντησε ο Πανορμίτης.
   - Α, ναι.  Σίμωνε πια ο καιρός να φύγουμε από τα νερά της Αφρικής και κάναμε τις τελευταίες βουτιές εκεί. Απ΄ ότι άκουσα, συζητούσαν πως θα αναχωρούσαμε μέσα σε λίγες μέρες και ήμουν πολύ χαρούμενος.
   Ήταν Σαββάτο. Ο Μικές και ο Παύλος είχαν τελειώσει τις δικές τους βουτιές και έμενε σε μένα μια ακόμη. Είχε αρχίσει να φεύγει ο ήλιος προς τη δύση, και ξέρετε το απόγευμα και το πρωί όλος ο κόσμος του βυθού βρίσκεται σε κίνηση.
   Ετοιμάστηκα λοιπόν, έβαλα το φόρεμα του δύτη, μου φόρεσαν την περικεφαλαία, έκανα έναν έλεγχο στον αέρα και κατέβηκα στο βυθό.
   Στην αρχή δεν είχε πολλά σφουγγάρια, αλλά όσο προχωρούσα πιο βαθιά γινόντουσαν περισσότερα.
   Εδώ είμαστε, είπα μέσα μου.
   Άρχισα να κόβω με γρηγοράδα τα πολύτιμα γεννήματα της θάλασσας γιατί ο ήλιος είχε φύγει και δεν είχα πια καλή ορατότητα. Έφταιγε όμως και το γεγονός ότι ήταν και βαθιά και το φως δεν έφτανε αρκετά εκεί κάτω.
   Όπως ήμουν απορροφημένος με το μάζεμα των σφουγγαριών, δεν πήρα είδηση ότι ένα μεγάλο πράγμα σε όγκο με πλησίαζε.
   Όταν έφτασε κοντά κατάλαβα πως ήταν ένα πολύ μεγάλο ψάρι. Καρχαρίας, σκέφτηκα. Στο λιγοστό φως όμως που υπήρχε δεν μπορούσα να το διακρίνω καλά.
   Στο μυαλό μου ήρθαν, όλοι αυτοί που μου είχαν διηγηθεί συνάντησή τους με καρχαρία. Θυμήθηκα έναν που είχε μείνει με ένα πόδι από δάγκωμα καρχαρία και ανατρίχιασα. Τι μπορούσα να κάνω; Τίποτα. Κάθισα μόνο μπρούμυτα περιμένοντας την αντίδρασή του. Το ψάρι έκανε δυο-τρεις κύκλους γύρω μου και ξαφνικά …. ένιωσα να τραντάζομαι ολόκληρος σα να έπεσε βράχος στην πλάτη μου.  Μετά από λίγο ξανάγινε το ίδιο.
   Ο καρχαρίας προσπαθούσε χτυπώντας με την ουρά του να με αναποδογυρίσει για να μπορέσει να με πιάσει στα δόντια του. 
  Η αγωνία μου μεγάλωσε και ποτάμια ιδρώτα έτρεχαν από το σώμα μου. Μ΄ έπιασε πανικός και άρχισα να ψάχνω τρόπο για να γλιτώσω. Μου ήρθε μια ιδέα. Να πετάξω την απόχη που έχει μέσα τα σφουγγάρια και είναι δεμένη από τη μέση μας με ένα λεπτό σχοινί, για να έχω μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. 
  Με βιασύνη έψαξα στα τυφλά το σχοινί και άρχισα να το λύνω. Όταν το κατάφερα, διαπίστωσα πως είχα κάνει λάθος, αλλά ήταν πλέον αργά. Αντί να λύσω το σχοινί της απόχης των σφουγγαριών, έλυσα το σχοινί που κρατά κάτω το θώρακα και δεν τον αφήνει να σηκωθεί πάνω, πράγμα που θα έκανε το κεφάλι μου να φύγει μέσα από την περικεφαλαία και να χωθεί πιο χαμηλά στο φόρεμα, με αποτέλεσμα να μην έχω πια ορατότητα, όπως και έγινε.
   Κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Προσπαθούσα στα τυφλά να κάνω σινιάλο για να με τραβήξουν κι έψαχνα το συγκεκριμένο σχοινί. Όταν το βρήκα, το τράβηξα με δύναμη και όπως όλες οι δυσκολίες και κακοτυχίες πάνε μαζί, έσπασε, και το μόνο πια που με ένωνε με τη ζωή και τον πάνω κόσμο ήταν το μαρκούτσο που μου έδινε αέρα.
   Το ψάρι συνέχιζε να με χτυπά και τα μαρκούτσα γύρω μου είχαν μπλέξει και από τα χτυπήματα του ψαριού, αλλά και από τις δικές μου απελπισμένες κινήσεις.
   «Θεέ μου», σκέφτηκα «τι θα κάνω τώρα;»
   Σε μια στιγμή το χτύπημα του ψαριού ήταν τέτοιο που έκανα μια απότομη κίνηση να κρατηθώ για να μην πέσω, αλλά αυτό που κατάφερα τελικά ήταν να σπάσει το μαρκούτσι στο σημείο που ενώνεται με την περικεφαλαία, που το λέμε μαρκουτσέρα. 
   Αυτό ήταν κάτι που φοβόμουν μήπως συμβεί, μια που με το σήκωμα του θώρακα προς τα πάνω πιεζόταν το μαρκούτσι εκεί. Κανονικά για όσους δεν ξέρουν το σύστημα που έχει η μαρκουτσέρα, στο σημείο δηλαδή που ενώνεται το μαρκούτσο με την περικεφαλαία, λειτουργεί όπως η ανεπίστροφη βαλβίδα. Μπορεί δηλαδή να μπαίνει αέρας, αλλά δεν μπορεί να βγει αν δεν πατήσεις ένα μικρό διακόπτη λίγο πιο κάτω από μέσα που λέγεται «βαρβάρα». 
  Κόπηκε λοιπόν και το οξυγόνο και τώρα βρισκόμουν στα χέρια του Θεού. Θα ζούσα όσο είχε αέρα μέσα το φόρεμα και μετά δεν ήθελα να σκέφτομαι το τέλος. 
Δηλαδή μου έμεναν …… λεπτά ζωής.
   Με μάτια διάπλατα από τον τρόμο, περνούσαν από μπροστά μου όλα τα γεγονότα της ζωής μου. Από τότε που μικρό παιδάκι έπαιζα στις αλάνες του Κάμπου στο Γιαλό μέχρι που έπιασα στα χέρια μου το πρώτο μου παιδί τον Μιχάλη. Τι θα απογίνουν τα παιδιά και η γυναίκα μου; Ποια τύχη τους περιμένει μετά τον δικό μου χαμό ……..
   Ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς μέσα στο φόρεμα, δείγμα ότι το οξυγόνο λιγόστευε όπως και η ζωή μου.
   Δάκρυα μου ανέβηκαν στα μάτια.
   Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος !!!!!! Δε θα ξανάβλεπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και δε θα ξαναπερπάταγα στα στενά δρομάκια του νησιού μου.
   Πώς θα είναι ο θάνατος, σκέφτηκα. Ένα πηχτό σκοτάδι να σε τυλίγει και να βουλιάζεις μέσα, ή ένα φως που έρχεται προς τα σένα.
   Φωτεινές ανταύγειες έπαιξαν για λίγο πάνω απ΄ το κεφάλι μου.
   Αυτό λοιπόν είναι ο θάνατος. Φως. Γιατί στις 25 οργιές και με τον ήλιο να χει φύγει προ πολλού, δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο. Εκτός και είχα παραισθήσεις επειδή λιγόστευε το οξυγόνο.
   Σε λίγο όλα άρχισαν να μαυρίζουν. Ένα πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα κι εγώ χανόμουν μέσα του.
«Μιχαήλη μου»,  ψιθύρισα.  Δεν  είχα  κουράγιο  ούτε   τα   μάτια   μου   πια   να   κρατήσω   ανοιχτά  και   τα έκλεισα. Αυτό ήταν το τέλος.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

   Στο καΐκι πάνω οι σύντροφοί μου άρχισαν να ανησυχούν. Όταν είδαν το σχοινί που έσπασε και μετά το κομμένο μαρκούτσι, κατάλαβαν ότι δεν είχα πια δυνατότητες. Το κακό ήταν ότι το σκοτάδι είχε πέσει και να ήθελαν δεν μπορούσαν να βοηθήσουν σε τίποτα.
   Έμειναν στο μέρος εκείνο για αρκετό διάστημα πιστεύοντας πως θα με ξεβράσει η θάλασσα από το βυθό, αλλά τίποτε. Έριξαν ένα βαρίδι με σχοινί και άφησαν μικρή σημαδούρα για να με ψάξουν με το πρώτο φως της ημέρας. 
  Απογοητευμένοι και στεναχωρημένοι όλοι ξεκίνησαν για το αραξοβόλι τους. Δεν μπορούσαν να δώσουν κάποια εξήγηση για το τι μου συνέβη στο βυθό. Αμίλητοι ο Μικές κι ο Παύλος, δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα τους και ξάπλωσαν παλεύοντας με τρομερές σκέψεις και με το μακάβριο θέαμα που θα αντίκριζαν αύριο στο βυθό. Πώς θα το ανακοίνωναν στους δικούς μου ……
   Κουρασμένοι από το μόχθο της μέρας, ο Μικές κι ο Παύλος προσπαθούσαν να κλείσουν τα βλέφαρά τους, αλλά το τραγικό γεγονός ερχόταν και ξαναρχόταν μπροστά τους με το κομμένο σχοινί και το μαρκούτσι. Η ώρα είχε πάει δυο μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο Μικές ένιωσε σταγόνες νερού να του βρέχουν το πρόσωπο.
   Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε πλάι τον Παύλο που τον είχε πάρει ο ύπνος. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, δεν είχε σύννεφο. «Ιδέα μου θα ήταν», σκέφτηκε. Έκλεισε ξανά τα μάτια, όταν νέες σταγόνες ήρθαν να τον βρέξουν κι ένας παφλασμός ακούστηκε από το πλάι του καϊκιού. Σηκώθηκε, έσκυψε προς τη θάλασσα και δεν πίστευε στο θέαμα που έβλεπε.
   Το δελφίνι με σηκωμένο το κεφάλι να τον κοιτάζει και να πετάει σταγόνες νερού και πλάι εγώ να πλέω στην επιφάνεια ακίνητος. Πότε-πότε το δελφίνι μ΄ έσπρωχνε για να βρίσκομαι κολλημένος στο καΐκι να μη με πάρει το ρέμα.
   Έβαλε τις φωνές και ξύπνησε όλο το πλήρωμα που βάλθηκαν να με τραβήξουν πάνω. Όταν τα κατάφεραν, μου έβγαλαν με δυσκολία το φόρεμα και πήραν καινούργια ρούχα να με αλλάξουν.
   - Ρε παιδιά, για σταματήστε, φώναξε ο Παύλος. Αυτός είναι ζεστός.
   Έπεσαν πάνω μου και άρχισαν τις εντριβές και τις μαλάξεις με κονιάκ κι άνοιξα τα μάτια μου.
   Κανείς, μα κανείς, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει στ΄ αλήθεια ότι συνέβη αυτό το ατύχημα κι εγώ ήμουν ακόμη ζωντανός. Όμως εγώ ξέρω ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλης με κράτησε στη ζωή, στέλλοντας το δελφίνι που είχε το όνομά του να με σώσει. Γιατί αν το δελφίνι δε με κρατούσε κοντά στο καΐκι και δεν ειδοποιούσε με τον τρόπο του, θα με έπαιρνε το ρέμα και θα χανόμουν στο πέλαγος.
   Δέθηκα περισσότερο με το δελφίνι γιατί ήταν ο σωτήρας μου. Δε θα το πιστεύετε παιδιά, αλλά όταν φώναζα Μιχάλη αγόρι μου, ερχόταν κοντά μου.
   Τη μέρα που φύγαμε πια από τα νερά της Αφρικής το αποχαιρέτησα με δάκρυα στα μάτια.
   Στο δρόμο για τη Σύμη μας έπιασε κακοκαιρία και αράξαμε σ΄ ένα λιμάνι της Κρήτης. Ήμουν στη πρύμνη και κοίταζα αφηρημένος, όταν άκουσα πίσω μου ένα θόρυβο μέσα στη θάλασσα. Γύρισα έκπληκτος και είδα το δελφίνι να κάνει βουτιές και να παίζει πετώντας νερό προς το καΐκι. Φαίνεται πως μας είχε ακολουθήσει μέχρι την Κρήτη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

   Η παρέα στο καφενείο εξακολουθούσε να συζητά για διάφορα πράγματα, όταν ξαναθυμήθηκαν τον Μανώλη.
   - Μα πού χάνεται τις πρωινές ώρες κάποιες μέρες, είπε ο Γιώργης.
   - Φοβάμαι, είπε με σιγανή φωνή ο Πανορμίτης, μήπως του συμβαίνει κάτι, κι  έδειξε με το δάχτυλό του το κεφάλι.
   - Η θάλασσα τον χτύπησε αλλιώς αυτόν, είπε ξανά ο Γιώργης.
   - Θα σας πω κάτι αλλά να μείνει μεταξύ μας, είπε ο Πανορμίτης εμπιστευτικά.
   - Τι; Είπαν όλοι με μια φωνή.
   - Να, έμαθα από δικό του άνθρωπο τελευταία, ότι του είπε πως τα πρωινά που φεύγει - επειδή το παρατήρησε κι εκείνος- ότι έχει κάποια συνάντηση.
   - Με ποιον;
   - Δεν ξέρει κανένας.
   - Αχ ρε αυτή η θάλασσα…… Πάντα κάποιο κουσούρι μας αφήνει. Σε άλλους στο σώμα και σ΄ άλλους στο μυαλό ……


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

   Ο Μανώλης καθόταν σιωπηλός στο βράχο κοιτώντας τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.
   Σηκώθηκε και πήγε στην άκρη της, έσκυψε και άπλωσε τα χέρια του λες και ήθελε να πιάσει κάτι.
   Ένας παφλασμός ακούστηκε από τη μεριά της θάλασσας κι ένα πελώριο δελφίνι έβγαλε το κεφάλι του πλάι στα βράχια.
   - Έλα βρε Μιχάλη αγόρι μου, άργησες σήμερα, είπε ο Μανώλης και του χάιδεψε τρυφερά τη μουσούδα...


Καλό ταξίδι φίλε Μανώλη, και γαλήνιες θάλασσες να έχεις εκεί που πας.

Κρητικός Σαράντης




Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 3252542920865217686

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item