ΕΝΑ ΠΑΡΑΛΙΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

        ΕΝΑ ΠΑΡΑΛΙΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΩΝ                      ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Πρωτοδημοσιεύτηκε  στο Ετήσιο Συμαϊκό Περιοδικό «ΑΙΓΛΗ» το...

       ΕΝΑ ΠΑΡΑΛΙΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΩΝ                      ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Πρωτοδημοσιεύτηκε  στο Ετήσιο Συμαϊκό Περιοδικό «ΑΙΓΛΗ» του 1994 αριθ. Τεύχους 4, προσφορά της εφημερίδας «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ».

                      Έρευνα - μελέτη Κρητικός Σαράντης

«Πολλές φορές πηγαίνουμε ή περνάμε συχνά από ένα μέρος, χωρίς ποτέ να μαντεύουμε την κρυφή ιδιαίτερη σημασία που κρύβει μέσα του.
  Κάποτε σταματάμε κοιτώντας μια μικρή λεπτομέρεια που μας τραβάει την προσοχή, και τότε αλλάζει η οπτική γωνία που το βλέπαμε, καθώς το τοπίο μεταμορφώνεται, και μηνύματα και στοιχεία μας φέρνουν σε άλλες εποχές και χρόνους.
  Κάπως έτσι συνέβη και με το θέμα που θα ασχοληθούμε, κάπως έτσι κάποια πράγματα αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία, με μια κίνηση, μια ματιά».

ΜΕΡΟΣ 1ο

 Είναι γνωστό, ότι λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη Σύμη στην αρχαιότητα. Τα περισσότερα από αυτά, αναφέρονται στη μυθολογική εξήγηση της κατοίκησης του νησιού από τον Γλαύκο, και τις διάφορες εποικίσεις του, όπως και οι στίχοι του Ομήρου που μιλούν για τον βασιλιά Νιρέα στην εκστρατεία της Τροίας, που πήρε μέρος με τρία πλοία.
  Ακόμα μια αναφορά από το Θουκυδίδη για τη ναυμαχία που έλαβε χώρα κοντά στο Σεσκλί (αρχαία Τευτλούσα) στον Πελοποννησιακό πόλεμο το 412 – 411 π. Χ. μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών και τίποτα άλλο.
  Σκοτάδι καλύπτει σχεδόν όλη την αρχαιότητα μέχρι το Μεσαίωνα, οπότε αρχίζουν οι περιηγητές και οι γεωγράφοι που πέρασαν από τη Σύμη (1420 μ. Χ. και εντεύθεν), να την αναφέρουν για τα περίφημα κρασιά της (βλέπε πατητήρια κρασιού), και για το δύσκολο και επίπονο ψάρεμα και εμπόριο των σφουγγαριών, τη ναυπηγική και τη ναυτιλία της.
  Όμως, πράγματι δεν είχε να παρουσιάσει τίποτε η Σύμη, όλους αυτούς τους αιώνες της σιωπής;
  Όπως αναφέρει και ο αείμνηστος Δημοσθένης Χαβιαράς, «Η Σύμη εν τη αρχαιότητι απερροφάτο ούτως ειπείν υπό του όγκου της Ρόδου».
   Σίγουρα, κάπως έτσι πρέπει να συνέβαινε, ενώ δεν έχει άδικο, όταν συνεχίζει παρακάτω στο ίδιο άρθρο του να λέει, ότι «Οι Συμιακοί περνούσαν ως Ρόδιοι, επειδή εσύχναζαν και συναλλάσοντο στη Ρόδο, έχοντας τα ίδια ήθη και έθιμα». Προσθέτει μάλιστα πολύ ορθά ότι, «Οι Συμιακοί προπάντων και άλλοι νησιώτες, ήταν αυτοί που αναφέροντο από τους αρχαίους συγγραφείς, ως Ρόδιοι σπογγαλιείς».
  Είναι λοιπόν σημαντικό, που βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση, να ανακοινώσω κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τη Σύμη, την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων, τα οποία προέκυψαν από τη μελέτη ενός παράλιου οικοδομήματος, και το ρόλο που έπαιζε αυτό, σε συνδυασμό με πλαϊνούς οικισμούς, και άλλα παρόμοια οικοδομήματα.

  Δε μπορούμε να πούμε σίγουρα ότι αποκτήσαμε κάποια ολοκληρωμένη εικόνα. Όχι. Απλά αρχίσαμε να υποπτευόμαστε, πως η Σύμη διενεργούσε το εμπόριό της στους Ελληνιστικούς χρόνους, ποιοι ήταν οι εμπορικοί της δεσμοί, και ποιοι οικισμοί ήταν αυτοί που κρατούσαν το εμπόριο και τη ναυτιλία στα χέρια τους.         



ΜΕΡΟΣ 2ο

   Δυτικά της Σύμης, βρίσκεται η μικρή νησίδα του Αϊ Μιλιανού, πάνω στην οποία είναι χτισμένο το ομώνυμο εξωκλήσι.
  Διαθέτει μια σειρά από δώδεκα κελιά, τα οποία χτίστηκαν όπως λένε, για να στεγάζουν τους εκάστοτε ναυτικούς κάποιων μηχανοκάικων με τις οικογένειές τους, πριν το ταξίδι για το επίπονο και δύσκολο έργο της ανέλκυσης σφουγγαριών από τα βάθη της θάλασσας.
  Πριν το κτίσιμο του εξωκλησιού και των κελιών, διέμεναν σε σκηνές, μέχρι που βρέθηκε η εικόνα του Αϊ Μιλιανού κάτω από ένα βράχο στο νησί, και για να κτιστεί ο ναός όπως και τα υπόλοιπα κτίρια, την τελευταία βουτιά που έκαναν οι σφουγγαράδες πριν επιστρέψουν ήταν για τον Άγιο. Ότι δηλαδή σφουγγάρια έπιαναν, τα χρήματα τα διέθεταν για το σκοπό αυτό.
  Το νησάκι συνδέεται με την απέναντι στεριά, με ένα βραχίονα μήκους 30 – 40 μέτρων και πλάτους περίπου δύο μέτρων, φτιαγμένο από πέτρες, που πάνω τους μεταγενέστερα απλώθηκε τσιμέντο, για να είναι πιο βατή η διέλευση.
  Ταυτόχρονα αυτός ο βραχίονας, είναι και ο κυματοθραύστης της περιοχής στους βόρειους ανέμους, δημιουργώντας ένα σίγουρο καταφύγιο για τα πλεούμενα.
  Μόλις φτάσεις στην απέναντι στεριά από το νησάκι, ένα μικρό χωμάτινο μονοπάτι σε οδηγεί παράλληλα με τη θάλασσα, και καμιά φορά χρησιμοποιώντας το ακρότατο σημείο της τα βότσαλα, φτάνεις σε μια παραλία.
  Μετά το τέλος της, εναλλάσσονται μικρά κομμάτια παραλίας με βράχους, ενώ κατά διαστήματα, φαίνονται τοίχοι χωμένοι στο χώμα, πριν φτάσεις σε μια μεγαλύτερη παραλία με προβλήτα αφού περπατήσεις επί αρκετόν.
  Μετά τσιμεντένια σκαλοπάτια στην ομαλή πλαγιά, σε οδηγούν στο μοναστήρι του Αϊ Φιλήμονα.
  Αλλά, ας ξεκινήσουμε να κάνουμε από την αρχή τη διαδρομή, περιγράφοντας λεπτομερώς, ότι αξιόλογα στοιχεία υπάρχουν κατά μήκος της παραλίας, από τη στενή λωρίδα του Αϊ Μιλιανού με τη μεγάλη στεριά, μέχρι την προβλήτα που υπάρχει προς τη μεριά του Αϊ Φιλήμονα.
  Μόλις λοιπόν περάσουμε τη στενή λωρίδα που συνδέει τον Αϊ Μιλιανό με την απέναντι στεριά, μια παραλία όχι πολύ μεγάλη αρχίζει.
  Κατά καιρούς, βρέθηκαν στο μέσον της, ορισμένοι συμπαγείς κεραμικοί τροχοί, με διάμετρο 30 εκατοστά περίπου, και πάχος 10 – 12 εκατοστά, εκεί που υπάρχουν ίχνη τοιχοποιίας, υποδηλώνοντας την ύπαρξη κάποιου παλιού κτιρίου. ( Η πρόσοψή του υπολογίζεται στα 25 μέτρα).
  Στο ίδιο σημείο, οι βροχές αποκαλύπτουν παλιά κελύφη «φοινικιών», (είδος στενόμακρου κοχυλιού), που τώρα πλέον εδώ και 2 - 3 δεκαετίες έχει εξαφανιστεί από τη Σύμη.
   Προς το τέλος της παραλίας, συναντάμε ένα καμίνι κεραμικών. (βλέπε Συμαϊκή κεραμική – Κεραμική κάμινος στις Σάρπες. Περιοδικό ΑΙΓΛΗ 1996 αριθμ. Τεύχους 6).
  Αν ανεβούμε ψηλότερα από το μονοπάτι και δούμε αυτή την παραλία από ψηλά, αριστερά της διακρίνουμε μέσα στη θάλασσα, ίχνη από προστατευτικό κρηπίδωμα βουλιαγμένο, το οποίο αρχίζει από ένα σημείο του βραχίονα που συνδέει τον Αϊ Μιλιανό με τη μεγάλη στεριά, και κάνοντας ένα τόξο, κλείνει προς το κεντρικό μέρος της παραλίας, αφήνοντας ένα άνοιγμα 5- 6 μέτρων σαν είσοδο.
  Όλο το κρηπίδωμα είναι συμπαγές, και μοιάζει σαν σκυρόδεμα με χοντρές κροκάλες.
  Εσωτερικά του τόξου, φαίνεται ακόμα ένα μικρότερο, το οποίο μάλλον υπήρχε παλαιότερα, γιατί ο χρόνος το έχει χωρίσει και καταστρέψει σε κάποια σημεία του.
  Έχουμε λοιπόν όπως όλα δείχνουν, ένα καταφύγιο για πλοία, το πλάτος του οποίου στο κεντρικό σημείο του, φτάνει γύρω στα 12 μέτρα.

   Εδώ θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι οι βροχές, οι προσχώσεις και κατολισθήσεις, έχουν κάνει το βυθό εσωτερικά αβαθή, και έχουν στενέψει το αρχικό του εύρος.



Φωτογραφία του Αι Μιλιανού. Με τα τόξα σημειωμένα, διακρίνεται το προστατευτικό καταφύγιο βουλιαγμένο πλέον.

ΜΕΡΟΣ 3ο

   Μόλις τελειώνει η παραλία, έχεις την εντύπωση ότι οι βράχοι που συσσωρεύονται κατεβαίνοντας από το βουνό, είναι έτοιμοι να πέσουν. Τόσο ετοιμόρροποι να κυλίσουν φαίνονται όπως κάθονται ισορροπώντας ο ένας πάνω στον άλλον στην απότομη πλαγιά.
  Αφού προσπεράσουμε το μεγάλο αυτό σωρό με βράχους, μετά από λίγο, ένας τοίχος διακοπτόμενος προχωρά παράλληλα προς την παραλία, για να συναντηθεί με ένα ασβεστοκάμινο και μετά με άλλους τοίχους κάθετους προς αυτόν, κομμάτια ενός κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο παράλληλα και σχεδόν αγγίζοντας την παραλία, εκτείνεται σε αρκετή απόσταση κατά μήκος της.
  Το κτίριο αποτελείται από πολλά συνεχόμενα δωμάτια πολύ μικρά βαλμένα στη σειρά.
  Στο κεντρικό μέρος του κτιρίου, οι τοιχοποιία συνεχίζεται και μέσα στη θάλασσα, δημιουργώντας είδος προβόλου.
  Το μήκος του οικοδομήματος όσο αυτό είναι ορατό, ξεπερνά τα 30 μέτρα.
  Ο τοίχος που προηγείται του κυρίως κτιρίου και διακόπτεται από κατολισθήσεις και επιχωματώσεις πριν συναντηθεί με το κυρίως κτίριο, υπερβαίνει τα 60 μέτρα.
  Αναφέρουμε ενδεικτικά τη μία μόνο διάσταση (αυτή που φαίνεται) πλάτος ή μήκος στα εν σειρά δωμάτια (χωρίσματα), αρχίζοντας από την πλευρά του Αϊ Μιλιανού. (9.30 μ. 4.10 μ. 3.,00 μ. 2.50 μ. 1.50 μ. 2.00 μ. 4.20 μέτρα).
  Εξετάζοντας τη στρωματογραφία του εδάφους μέσα στο χώρο του οικοδομήματος, φαίνονται ίχνη φωτιάς σε ορισμένα σημεία του, ενώ αρκετά κελύφη θαλασσινών οστράκων (Φοινίκια), υπάρχουν μαζεμένα πολλά σε συγκεκριμένους χώρους.
  Αν ανεβούμε ψηλότερα από το οικοδόμημα για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη, θα δούμε ότι μπρος από το κτίριο και βυθισμένοι μέσα στη θάλασσα, βρίσκονται κάθετα σωροί από βράχοι και πέτρες, η διάταξη των οποίων δημιουργεί προβλήτες.
 Ο ένας σωρός φαίνεται να αποτελεί την κεντρική προβλήτα, όπου 1-2 πλοία ταυτόχρονα μπορούσαν να αράξουν (πλευρίσουν) και να γίνει φόρτωση – εκφόρτωση.
  Το μήκος του ξεπερνά τα 5-6 μέτρα, ενώ σε ένα σημείο, ο αβαθής βυθός, σβήνει μπρος στο κτίριο σαν είδος ράμπας.

  Παρ’ όλο που η θάλασσα έχει σκορπίσει ύστερα από τόσα χρόνια τις πέτρες, εν τούτοις, είναι καθαρή και ολοκληρωμένη η εικόνα που παρουσιάζουν οι προβλήτες μπρος από το κτίριο, ώστε να καταλάβουμε την αρχική τους διάταξη.


Το σημείο που δείχνει το τόξο, βρίσκεται το παραλιακό οικοδόμημα.



Το παραλιακό κτίριο. Διακρίνονται τα χωρίσματα των χώρων και η τοιχοποιία που κατάφερε να κρατηθεί σε μεγάλο βαθμό.


ΜΕΡΟΣ 4ο

  Αξιολογώντας όλα όσα παρουσιάσαμε μέχρι τώρα από την επιφανειακή έρευνα – μελέτη που μπορέσαμε να κάνουμε, συμπερασματικά έχουμε:
  1, Ένα καταφύγιο κοντά στο νησάκι του Αϊ Μιλιανού, όπου έβρισκαν προστασία από τους βόρειους ανέμους, που και τώρα εξακολουθούν να είναι επικίνδυνοι όταν πνέουν στην περιοχή το καλοκαίρι (Τραμουντάνα – Μελτέμι).
  Για να δημιουργηθεί το καταφύγιο, μπαζώθηκε η απόσταση που χώριζε το νησάκι από τη μεγάλη στεριά, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και τη σύνδεσή του. Μετά από αυτό δημιουργήθηκε το προστατευτικό κρηπίδωμα.
2. Η προβλήτα μπρος από το κτίριο και η διάταξή της, μας επιτρέπει να υπολογίσουμε 3 - 4 πλοία ταυτόχρονα να μπορούν να προσορμίζονται και να γίνεται φόρτωση εκφόρτωση προϊόντων.
  Για τα ίδια πλοία, ήταν προφανώς κατασκευασμένο και το καταφύγιο που αναφέραμε προηγουμένως κοντά στο νησάκι του Αϊ Μιλιανού.
  Να σημειώσουμε ότι, ναι μεν η φόρτωση – εκφόρτωση γινόταν μπρος στην προβλήτα του κτιρίου, όμως επειδή το σημείο που είναι κτισμένες οι εγκαταστάσεις είναι εκτεθειμένο στους καιρούς, δημιουργήθηκε το καταφύγιο για μεγαλύτερη σιγουριά στα αγκυροβόλια των πλοίων.
  3. Όλο το κτιριακό συγκρότημα, χωρίζεται σε μικρούς και μεγάλους χώρους (δωμάτια) τα οποία αποτελούσαν είδος αποθηκών ή αγοράς, στα οποία τα προϊόντα μεταφέρονταν από και προς τα πλοία με αρκετή ευκολία.
  Υπήρχε δηλαδή εμπορική δραστηριότητα, την οποίαν πρέπει να αξιολογήσουμε και να δούμε πως και από ποιους γινόταν.
  Είναι λοιπόν σημαντικό να βρούμε πότε υπήρξε αυτή η δραστηριότητα, η οποία είναι αλληλένδετη και με τη ναυτική παρουσία στην περιοχή.



ΜΕΡΟΣ 5ο

  Θα ήταν ίσως δύσκολο να εντοπίσουμε χρονικά την εποχή της δραστηριότητας του κτιρίου, αν δεν υπήρχαν κάποια λίγα έστω ευρήματα, τα οποία μας παραπέμπουν στη σωστή κατεύθυνση.
 Τέσσερα χρόνια πριν δημοσιευτεί η μελέτη, τουρίστας, από αυτούς που μεταφέρονται με τα τουριστικά ημερόπλοια, όλως τυχαίως βρήκε στα χαλάσματα του κτιρίου, Ροδιακό μπρούτζινο νόμισμα, το οποίο έτυχε να δω γιατί βρισκόμουν στην περιοχή.
  Παρίστανε το θεό Ήλιο από τη μια πλευρά, και τον Ιβίσκο από την άλλη, εποχής 304 – 168 π. Χ.
  Ακόμα στη γύρω περιοχή και στη θάλασσα, βρέθηκαν τα κάτω μέρη οξυπύθμενων αμφορέων, προερχόμενα από την Κνίδο κυρίως και Κω εποχής 2ου – 3ου αιώνα π. Χ.
  Φυσικά, δεν είναι αρκετά τα ευρήματα, όμως μπορούμε κάλλιστα να προσδιορίσουμε χρονικά την εποχή που ανήκουν, και φυσικά και το κτιριακό συγκρότημα.
  Από πού όμως προέρχονταν αυτοί που ανέπτυξαν αυτή την εμπορική δραστηριότητα;
  Αν αναζητήσουμε κάποιο οικισμό στη γύρω περιοχή, ο μόνος που υπάρχει, είναι αυτός στον Άγιο Φιλήμονα.
  Υπάρχει παλιό Πελασγικό κάστρο, από το οποίο έχουν απομείνει λίγες πέτρες, ενώ με αφετηρία το μοναστήρι του Αϊ Φιλήμονα, ο παλιός οικισμός απλώνεται προς τα νότια, αποτελούμενος από ένα αριθμό κατοικιών γύρω στις 30.
  Κατοικήθηκε μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ αργότερα στη Βυζαντινή εποχή, ένας μικρός χώρος γύρω από το Μοναστήρι, σύμφωνα με την επιφανειακή έρευνα – μελέτη.
  Ακόμα και σήμερα διακρίνονται δωμάτια κτιρίων, ενώ παρόλη την καταστροφή και λεηλασία που έχει υποστεί κατά καιρούς, μπορεί η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει σε φως σημαντικά ευρήματα που θα πλουτίσουν τις γνώσεις μας.
   Σπαρμένα στον οικισμό, όστρακα και βάσεις οξυπύθμενων αμφορέων, που πάλι παραπέμπουν σε Κνίδο, Κω, Ρόδο, εποχής 3ου – 2ου αιώνα π. Χ.
  Αυτός λοιπόν ο αρχαίος οικισμός, που έχει ένα μικρό πλάτωμα για καλλιέργειες, βρίσκεται σε ένα σημείο, που μπορεί ταυτόχρονα να βλέπει ταυτόχρονα δύο θάλασσες. Προς τη μεριά του Λαδιού (Πρασονήσι και Διαβατές) και προς τη μεριά του Αϊ Μιλιανού, (Τολί, Μαρόνι, Γαδαρόμαντρα).



ΜΕΡΟΣ 6ο

  Για να πάει κάποιος από την περιοχή του Αϊ Μιλιανού προς την Κνίδο (17 μίλια περίπου), την εποχή εκείνη με τους καιρούς που επικρατούν και σήμερα, και τα μέσα που διέθετε (κουπιά – πανιά) θα χρειάζονταν 6 – 7 ώρες. Άρα ένα πλοίο, μπορούσε να πάει και να γυρίσει μέσα σε μια μέρα, και σε 8 ώρες περίπου για Κω, ενώ για Σταδιά (Ντάτσα) που είναι απέναντι από τον Αϊ Μιλιανό, σε 2-3 ώρες, θα ήταν αραγμένο στο λιμάνι της.
  Η Σταδιά (Σταδιαία – στάδιον, μέτρηση μήκους στην αρχαιότητα), δεν αποκλείεται να κατοικήθηκε από Συμιακούς από πολύ παλιά, όταν η αναζήτηση εύφορης γης και η έλλειψη νερού, έγινε επιτακτική ανάγκη για τους κατοίκους της άνυδρης και πετρώδους Σύμης.
  Χρησιμοποιήσαμε πιο πάνω τη λέξη «κατοικήθηκε», γιατί υπάρχει η άποψη στους αρχαιολόγους, ότι η αρχική πόλις της Κνίδου πολύ πριν το 360 π. Χ. ήταν περίπου στη θέση που είναι σήμερα η Σταδιά.
  Λόγω όμως των Περσικών επιδρομών, οι Κνίδιοι προσπάθησαν να βρουν τρόπους να τους αποφύγουν, και μέσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και η μεταφορά της πόλης στην άκρη της χερσονήσου, καθιστώντας τη νέα πόλη, εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο και ισχυρό και ανεπτυγμένο κέντρο.
  Λένε μάλιστα, πως πριν εγκαταλείψουν την παλιά θέση, προσπάθησαν να κόψουν το πιο στενό μέρος της χερσονήσου  ώστε να γίνει νησί, αλλά δεν τα κατάφεραν.
  Να σημειώσουμε ακόμα, ότι η Κνίδος την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων, που είναι η μεγαλύτερή της ακμή, αριθμούσε περί τους 70.000 κατοίκους, και εξ αιτίας της θέσης της, χρησιμοποιήθηκε σαν σημείο συνάντησης της Δωρικής ομοσπονδίας.
  Η Σταδιά λοιπόν, που είναι το πιο κοντινό σημείο από τη δυτική πλευρά της Σύμης, είχε από αρχαιοτάτων χρόνων επικοινωνία με τη Σύμη, και κυρίως με τον οικισμό του Αϊ Φιλήμονα.
  Αυτό, όχι μόνο δικαιολογεί, αλλά και αυξάνει την πεποίθηση, ότι ο οικισμός του Αϊ Φιλήμονα, ήταν η κύρια αιτία κατοίκησης των Συμιακών της Σταδιάς, αλλά και της δικής του ύπαρξης ταυτόχρονα σε αυτό ειδικά το σημείο.
  Είναι γνωστό, ότι αρκετοί Συμιακοί (Σταδιάτες), ζούσαν και ευημερούσαν στη Σταδιά, κρατώντας κυρίως στα χέρια τους το εμπόριο και τη ναυτιλία μέχρι πρόσφατα, έχοντας στην κατοχή τους τεράστιες εκτάσεις γης.
  Παραθέτουμε εδώ ακόμα μια λεπτομέρεια, που δείχνει τη συνέχεια της επικοινωνίας σ’ αυτά τα δύο μέρη.
  Πριν από αρκετά χρόνια, με βάση το μοναστήρι του Αϊ Φιλήμονα, Συμιακός καραβοκύρης στην αρχή και μετά η σύζυγός του, έχοντας στην κατοχή της 3 – 4 καΐκια, εξακολουθούσε να διενεργεί εμπόριο με την απέναντι Σταδιά (με Τούρκους πλέον), ανταλλάσοντας Συμιακά με Τούρκικα προϊόντα.
  Απλά είχαν αλλάξει κάποια δεδομένα, αλλά η βασική και πρωταρχική ανάγκη για επικοινωνία, δεν εμπόδισε και μετά την αλλαγή της ταυτότητας των πληθυσμών, να συνεχίζεται η ίδια εμπορική δραστηριότητα από το ίδιο σημείο.
  Άλλωστε, η Μικρά Ασία και γενικά η Ανατολή, ασκούσαν στους Έλληνες ξεχωριστή γοητεία.



Το μοναστήρι του Αι Φιλήμονα. Το μικρό λιμανάκι είναι το Λάδι.
ΜΕΡΟΣ 7ο

  Όμως, τι συνέβη και καταστράφηκε αυτό το κτίριο και όλες οι εγκαταστάσεις του στη παραλία;
  Μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις, κοιτώντας τα ίχνη φωτιάς που υπάρχουν όπως αναφέραμε σε κάποια σημεία του εδάφους.
  Το πιο πιθανόν είναι να καταστράφηκε από επιδρομή, και η πυρκαγιά συμπλήρωσε με το έργο της την καταστροφή.
  Δεν αποκλείεται πάλι, η καταστροφή να συντελέστηκε από φυσικά αίτια, (σεισμός – κατολισθήσεις), συνδυάζοντας και το μεγάλο σωρό από βράχους που μαζεύτηκαν στο κεντρικό σημείο της παραλίας, πέφτοντας από το απότομο βουνό (Κεφάλα), στη σκιά του οποίου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις.
  Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η δραστηριότητα του κτιρίου διακόπτεται στους Ελληνιστικούς χρόνους, με δεδομένο ότι όλα τα ευρήματα συνηγορούν σε αυτό.
  Δεν πρέπει να παραλείψουμε να υπογραμμίσουμε κάτι το οποίο πιθανόν έχει σχέση με  το κτίριο και τη δραστηριότητά του.
  Οι Ρόδιοι, διατηρούσαν ορισμένα κτίρια στην παραλία, τα λεγόμενα «Δείγματα», στα οποία εξέθεταν τα προϊόντα τους, στα μέρη που είχαν εμπορικές σχέσεις.
  Η δε μεγάλη εμπορική, οικονομική και ναυτική ακμή των Ροδίων, φτάνει στο απόγειο της στους Ελληνιστικούς χρόνους (323 π. Χ. – 146 π. Χ.)
  Είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν, μια και η Σύμη πολύ κοντά στη Ρόδο, αποτελούσε έναν σταθμό, αλλά και μια ενδιάμεση στάση μεταφοράς εμπορευμάτων προς Κνίδο, Κω, Αλικαρνασσό κ.λπ.
  Ανέκαθεν δε η Σύμη επηρεαζόταν άμεσα από τη Ρόδο, την οποία πολλάκις ακολούθησε και στις συμμαχίες και στο τρόπο λειτουργίας των Δήμων, αλλά και στη λατρεία, μια και η Ρόδος, ήταν ένα μεγάλο ναυτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.
  Μπορεί λοιπόν το κτίριο αυτό να ήταν ένα «Δείγμα» των Ροδίων, ή η Σύμη το πιθανότερο, να αντέγραψε τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας παρόμοιων κτιριακών εγκαταστάσεων.
  Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι ανάλογο κτίριο με αυτό της περιοχής του Αϊ Μιλιανού υπάρχει στη νησίδα Σεσκλί, η δραστηριότητα του οποίου, πρέπει να είναι σύγχρονη με το προαναφερθέν κτίσμα του Αϊ Μιλιανού.
  Και το κτίριο στο Σεσκλί, από ότι μπορούμε να δούμε, ότι φυσικά απέμεινε λόγω της δραστηριότητας της θάλασσας, έχει την ίδια διάταξη χώρων με αυτό του Αϊ Μιλιανού.
  Στο σημείο αυτό του κτιρίου, κατά καιρούς η θάλασσα αποκαλύπτει μέρος του δαπέδου του, και πριν 60 περίπου χρόνια, είχε εμφανιστεί κομμάτι με χαλικόστρωση.
  Το Σεσκλί είχε μεγάλες λιμενικές εγκαταστάσεις για μεγαλύτερα πλοία, όπως φαίνονται ακόμα από τα υποθαλάσσια κρηπιδώματα στην παραλία του.
  Δεν μπορούμε φυσικά βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι οι εγκαταστάσεις αυτές είναι τα «Δείγματα» των Ροδίων, ούτε φυσικά και το Ροδιακό νόμισμα επιβεβαιώνει τίποτα από τα παραπάνω, γιατί ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στις εμπορικές συναλλαγές των γειτονικών περιοχών.

  Μας είναι ακόμα γνωστό, ότι πολλές παραλιακές πόλεις με λιμενικές εγκαταστάσεις που είχαν εμπορικές επαφές με τους Ρόδιους, είχαν ειδικό μέρος στο λιμάνι, όπου ελλιμενίζονταν μόνο Ροδιακά πλοία, έχοντας συγκεκριμένη θέση, όπως έχουν βρεθεί σε επιγραφές με τη λέξη «Ροδίων», διευκολύνοντας και δίνοντας προτεραιότητα στα Ροδιακά πλοία.


Παραλιακό κτίσμα στην περιοχή του Σεσκλιού με παρόμοια διάταξη χώρων.
ΜΕΡΟΣ 8ο

  Η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας στις περιοχές όπου υπήρχαν αυτές οι κτιριακές εγκαταστάσεις παραλιακά, (εκθεσιακοί χώροι, αγορές, αποθήκες), ήταν πάντα συνάρτηση της ύπαρξης πλησίον ενός ακμαίου οικισμού.
  Άλλωστε είναι λογικό, πως το εμπόριο απαιτούσε κόσμο, και τα κτίρια αυτά, δεν ήταν ξεκομμένα και απόμακρα που λειτουργούσαν από μόνα τους.
  Γνωρίζοντας λοιπόν τις δραστηριότητες των κτιρίων αυτών την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων (εποχή της ακμής τους), ταυτόχρονα αποκτούμε και μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις πόλεις που ευημερούσαν, έχοντας αναπτύξει το εμπόριο μέσω της ναυτιλίας τους, και καταλήγουμε στο συμπέρασμα, πως και η Σύμη στους Ελληνιστικούς χρόνους γνωρίζει παρόμοια ακμή.
  Έτσι, ο οικισμός στην περιοχή του Αϊ Φιλήμονα, δραστηριοποιείται στο εμπόριο, έχοντας δεσμούς όπως αποδεικνύεται (από τους οξυπύθμενους αμφορείς), με Κνίδο, Ρόδο, Κω και Σταδιά.
  Στο Νημπορειό, όπως υπολογίζουμε, (θα μιλήσουμε γι’ αυτό αργότερα), πρέπει να υπήρχαν ανάλογες παράλιες κτιριακές εγκαταστάσεις για τον ίδιο σκοπό.
  Παρόμοια κτίρια μπορεί να υπήρχαν σε ορισμένα άλλα μέρη του νησιού, αλλά η θάλασσα και η άνοδος της στάθμης της πρέπει να τα εξαφάνισαν.
    Το Πέδι σίγουρα πρέπει να είχε, αλλά εκτός της θάλασσας, και οι προσχώσεις λόγω των χειμάρρων τα κατέστρεψαν.
  Βλέπουμε λοιπόν ότι κάποιοι οικισμοί στη Σύμη αναπτύσσονται χάρις στο εμπόριο, επικοινωνώντας με όλα τα γνωστά τότε οικονομικά κέντρα της περιοχής την Ελληνιστική εποχή. 
 Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια, ότι και στα  ηπειρωτικά της Σύμης μπορεί να υπήρχαν άλλοι ακμαίοι οικισμοί, όμως, όλοι ήθελαν πάντα ένα λιμάνι, ένα επίνειο, μια παραλιακή αγορά, για να μπορούν να επικοινωνούν, να πωλούν και να αγοράζουν προϊόντα.
  Τρανό παράδειγμα ο οικισμός του Μικρού Σωτήρη, που κατασκεύασε ένα πολύ δύσκολο και τιτάνιο έργο την «Αμαξική» ή «Αμαξιτή»,  έναν δρόμο μέσα από κακοτράχαλα βουνά και πλαγιές που κατέληγε σε μεγάλη απόσταση στη Νανού, ώστε να έχει πρόσβαση στη θάλασσα.
  Ακόμα και σήμερα, κοιτώντας κάποια κομμάτια της Αμαξικής που αντέχουν στο χρόνο, θαυμάζουμε την επινοητικότητα, τη θέληση και την απόφαση των κατοίκων του οικισμού να ξεπεράσουν όλα τα φυσικά εμπόδια, και να επικοινωνήσουν με τη θάλασσα.


   
ΜΕΡΟΣ 9ο

 Θα πρέπει να αναφέρουμε μια ενδιαφέρουσα και σημαντική παράμετρο, που μόνο σύμπτωση δεν είναι, και ίσως υποδεικνύει και τονίζει, τον κοινό ρόλο που έπαιζαν οι περιοχές του Αϊ Μιλιανού, του Σεσκλιού και του Νημπορειού.
  Είναι γνωστό, ότι η περιοχή του κόλπου του Αϊ Μιλιανού, προς τη μεριά που υπάρχει το παράλιο κτίσμα, λέγεται «Σκομισά».
  Το ίδιο ακριβώς όνομα έχει και το λιμάνι μέσα στο Σεσκλί, ενώ δεν είναι γνωστό σε πολλούς, ότι και η βόρεια πλευρά του λιμανιού μέσα στο Νημπορειό, οι παλιοί την ονόμαζαν Σκομισά.
  Η λέξη πιθανόν προέρχεται από το «εις» και το ρήμα «κομίζω», (εισεκόμισα - εισκόμισα - φέρω μέσα) και όχι όπως γράφτηκε κάπου από το «Κόμισσα».
  Σίγουρα αυτό το στοιχείο, έρχεται να επιβεβαιώσει την κοινή χρήση και δραστηριότητα των τριών αυτών περιοχών, οι δύο εκ των οποίων, φέρουν μέχρι σήμερα, φανερά τα πειστήρια της λειτουργίας των.
  Εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε πάνω σε αυτό κάτι ακόμα, αναφορικά με τη λέξη Σκομισά και τη σημασία της.
«Σκουμίτζω», δηλαδή μαζεύω, έλεγαν μέχρι πρόσφατα αυτοί που είχαν τράτες. Δηλαδή το μάζεμα της τράτας έξω. Όμως δεν νομίζουμε ότι η ονομασία των περιοχών που αναφέραμε προέρχεται από εκεί, γιατί και στο λιμανάκι του Αι Σίδερου, και στο Κοκκινόχωμα, και σε άλλες τοποθεσίες που ήταν κατάλληλες για το μάζεμα της τράτας, δεν έμεινε να φέρουν το όνομα Σκομισά.
 
  Επανερχόμενοι στο παράλιο κτίσμα της περιοχής του Αϊ Μιλιανού, θα υπογραμμίσουμε δύο σημεία, τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα, οι εγκαταστάσεις αυτές στην παραλία, να κτίστηκαν από τον οικισμό του Αϊ Φιλήμονα.
  Το πρώτο σημείο είναι ότι ο οικισμός, δε διαθέτει καλλιεργήσιμη έκταση ικανή για να καλύπτει τις ανάγκες του, αλλά και να κρατηθεί μόνο από την καλλιέργεια γης, πράγμα που παραπέμπει σε άλλες ασχολίες. (Εμπόριο, ναυτιλία).
  Το δεύτερο σημείο είναι, ότι υπολείμματα κτιρίου που φαίνονται απέναντι από τον Αϊ Μιλιανό και μέσα από το καταφύγιο πλοίων, πιθανόν να είναι για τη φύλαξη, επισκευή και συντήρησή τους, πράγμα που υποδηλώνει ότι τα πλοία προέρχονται από την περιοχή.
  Ένα ακόμα που υπογραμμίζει την εντοπιότητα των πλοίων, είναι ότι το μεγαλύτερο πλάτος του καταφυγίου, δεν υπερβαίνει τα 12 μέτρα.
  Άρα όπως υπολογίζουμε, τα πλοία αυτά, δεν είχαν μεγαλύτερο μήκος από 6 - 8 περίπου μέτρα, άρα ήταν πλοία για κοντινές αποστάσεις.
  Τρίτο σημείο είναι ότι, η παράδοση θέλει το σημερινό ναό του Αϊ Φιλήμονα, να είναι κτισμένος, πάνω στον παλιό ειδωλολατρικό ναό των Διοσκούρων.
  Είναι γνωστό ότι οι Διόσκουροι την παλιά εποχή, ήταν ότι είναι σήμερα  ο Άγιος Νικόλαος για τους ναυτικούς. Δηλαδή προστάτης των ναυτικών.
  Εξάλλου, και η θέση του ναού του Αϊ Φιλήμονα, στο σημείο που βλέπει δύο θάλασσες όπως ήθελαν να χτίζονται οι ναοί των Διοσκούρων, εκπληρώνει αυτή την προϋπόθεση.
  Είναι λοιπόν λογικό ένας οικισμός κοντά στη θάλασσα, να έχει έναν θαλασσινό προστάτη θεό, και η δραστηριότητά του να έχει σχέση με τη ναυτιλία και το εμπόριο.
  Κλείνοντας θα πούμε, ότι αποκτήσαμε μια αμυδρή εικόνα, για τον τρόπο που η Σύμη διενεργούσε το εμπόριό της στους Ελληνιστικούς χρόνους με τα γύρω αναπτυγμένα κέντρα, Ρόδο, Κνίδο, Κω, Αλικαρνασσό κ.λ.π. συνεχίζοντας την από αρχαιοτάτων χρόνων παράδοσή της στη ναυτιλία.
  Αυτήν που ήταν αναγκαία, για να μπορεί να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, και να ανταλλάσσει και να δέχεται πέραν των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών, τα πολιτιστικά δρώμενα των ανεπτυγμένων αυτών κέντρων του Ελληνισμού.

 *Να πούμε πως η αρχαιολογική υπηρεσία Ρόδου, μου ζήτησε πριν δύο χρόνια, να της στείλω - πράγμα που το έκανα - ότι αρχαιολογικές μελέτες και έρευνες έχω κάνει για τη Σύμη, (Βυζαντινά πατητήρια κρασιού - Αρχαίοι χρηστικοί μονόλιθοι στη Σύμη - Κεραμική Κάμινος στις Σάρπες κ.α.)  ώστε να είναι ενήμερη για τοποθεσίες και κτίσματα τα οποία υπάρχουν στο νησί, και δεν έχει ανάλογες έρευνες και μελέτες. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Δημοσθένους Χαβιαρά: «Περιγραφή ιστορική και τοπογραφική της εν Πανόρμω Σύμης Ιεράς Μονής του Ταξιάρχου Μιχαήλ» Εν Σάμω 1911.
Δημοσθένη Χαβιαρά: Σύμμικτα. Ρόδος – Σύμη. Οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Σύμης. «Τα Συμαϊκά» τόμος 4ος Αθήνα 1986.
«Βιβλιοθήκη των Ελλήνων 1992» Οδηγός Αρχαίων Ελληνικών νομισμάτων. Εκδόσεις Γεωργιάδη.
Αρχαιολογία: Τρίμηνο περιοδικό τεύχος 8 - 47- 48- 49. Αμφορείς (2,3,4). Αρχαιολόγος Σταυρούλα Ασημακοπούλου.
Δημήτρη Τσιμπουκίδη: «Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου». Αθήνα 1989. Εκδόσεις Παπαδήμα.
Θεοφάνη Μπογιάννου: «Ρόδος 240 συναπτές δεκαετίες ακραιφνούς Ελληνισμού» Αθήνα 1992.
 Κυριάκου Ι. Φίνα: «Ρόδος  2.400 χρόνια». (408 π. Χ. – 1992 μ. Χ.)
Σωτηρίου Αγαπητίδη: «Η ακμή και η αίγλη της αρχαίας Ρόδου». Περιοδικό «Αιγαιοπελαγίτικα θέματα» Τεύχος 36. έτος 1994.
 Μ. Σκευοφύλακα: «Ο Πανορμίτης και η περιώνυμη μονή του». Αθήνα 1961.
Aaron Sugarman: «Fodors Turkey».
Daniel Farson: «A traveler in Turkey».
John Freely: «Architectural guides for travelers. Classical Turkey»
Michael Gibson: «Ελληνική Μυθολογία. Εκδόσεις Ι. Σιδέρη.

                                                         ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ




Related

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 6224939058046760535

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item