Η ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ

Η ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ (Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Συμαϊκό Περιοδικό ΑΙΓΛΗ του 1993 αριθμός Τεύχους 3) ...



Η ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ

ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ετήσιο Συμαϊκό Περιοδικό ΑΙΓΛΗ του 1993 αριθμός Τεύχους 3)




ΜΕΡΟΣ 1ο

  Η σημερινή Σύμη με το τουριστικό προσανατολισμό της, έχει ισοπεδώσει και εξαφανίσει ότι ασχολία  υπήρχε παραδοσιακή ή μη.
  Ακόμα και τη ναυτική παράδοση του νησιού τόσων ένδοξων χρόνων και σελίδων, την έχει περιορίσει σε λίγους ναυτικούς συνταξιούχους, που και αυτοί ακολουθούν τις προσταγές της. Όλοι τους λίγο – πολύ, ασχολούνται με κάποιο τομέα του τουρισμού.
  Παρόλα αυτά, μια παλιά παραγωγική ασχολία, κατόρθωσε να διατηρηθεί ανανεώνοντας το μέλλον της, χάρη στη φροντίδα κατά μεγάλο μέρος της ΕΟΚ.
  Η κτηνοτροφία λοιπόν της Σύμης, ακούμπησε στο μπαστούνι της ΕΟΚ, αγναντεύοντας τις επιδοτήσεις και μόνο, και τις ποσότητες των σφαχτών που προμηθεύει  στο εκάστοτε πασχαλιάτικο τραπέζι.
  Όλα τα υπόλοιπα προϊόντα  της κτηνοτροφίας, έχουν εγκαταλειφθεί.
  Ούτε γάλα, ούτε τυρί, ούτε μαλλιά, ούτε δέρματα.
  Τα μαλλιά τα πετάνε γιατί οι τιμές είναι εξευτελιστικές, ενώ και τα δέρματα έχουν σχεδόν την ίδια τύχη, μια και οι κτηνοτρόφοι, πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των εμπόρων.
  Τα λίγα γαλακτοκομικά προϊόντα, βγαίνουν περιστασιακά, για τους γνωστούς και φίλους, και αυτά αν έτυχε.
  Από τη μια λοιπόν η ΕΟΚ τους έδωσε με τις επιδοτήσεις ενδιαφέρον για τη συνέχιση της κτηνοτροφίας, από την άλλη όμως, τους έκανε να παραμελήσουν τις παραδοσιακές εργασίες στο κλάδο, που απαιτούσαν συχνή παρακολούθηση των ζώων στα μέρη που ζούσαν.

  Είναι γνωστόν, ότι τις παλιές εποχές, ένας βοσκός έμενε στις περιοχές των ζώων του μόνιμα. «Παλιά εθωρούσαμε το κολάϊ  τω τζω απ’ το δικό μας» μου είπε χαρακτηριστικά ένας βοσκός. Δηλαδή, παλιά βλέπαμε την ευκολία των ζώων από τη δική μας.
  Αυτό είναι χαρακτηριστικό για τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο παλιά οι βοσκοί, εξ αιτίας της συχνής και καθημερινής επίβλεψης των ζώων νύχτα μέρα.
  Σήμερα – επειδή δεν τους ενδιαφέρουν όπως είπαμε τα κτηνοτροφικά προϊόντα εκτός των σφαχτών – οι επισκέψεις τους στο βουνό είναι μετρημένες κάθε μήνα. Έτσι τα παιδιά των βοσκών, οι κατά φυσική συνέχεια διάδοχοι και κληρονόμοι των κοπαδιών των γονιών τους, προτίμησαν άλλα επαγγέλματα ψάχνοντας καλύτερη τύχη (τουρισμός – οικοδομές), σπάζοντας την αλυσίδα της παράδοσης, και θέτοντας ουσιαστικά τα θεμέλια της εγκατάλειψης αυτής της ασχολίας στο χρόνο. Όμως, μαζί με την απομάκρυνση των νέων από το χώρο αυτό, επήλθε και μια εγκατάλειψη της ειδικής γλώσσας που χρησιμοποιούσαν από παλιά οι βοσκοί της Σύμης.  


                                        
ΜΕΡΟΣ 2ο

 Σήμερα πια, δύσκολα μπορείς να βρεις κάποιο βοσκό, που να γνωρίζει όλες τις παλιές ονομασίες των κατσικιών, και τους όρους που χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίσουν μια ειδική εργασία που έκαναν.
  Είναι ζήτημα αν αυτοί που γνωρίζουν την παλιά γλώσσα των βοσκών, μετριούνται σήμερα στα δάκτυλα ενός χεριού.
  Με τους τελευταίους λοιπόν βοσκούς, τελειώνει και ο κύκλος των παλιών βοσκών, που η καθημερινή ανάγκη για σωστή επίβλεψη και φροντίδα των ζώων, τους έκαναν να μένουν κοντά στα ζώα, και να χρησιμοποιούν δική τους διάλεκτο  (γλώσσα), προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες σχέσεις τους με τα ζώα. Μια σχέση που υπάρχει από πάρα πολλά πολύ παλιά χρόνια, όταν τα κατσίκια στη Σύμη περιφέρονταν στα βουνά υπό μορφή άγριου ζώου.
   Προσπαθώντας λοιπόν να διατηρήσω αυτές τις ιδιόμορφες γλωσσικές ιδιαιτερότητες, και να κρατήσω έστω και αρχειακά τις λέξεις των βοσκών που σβήνουν, έκανα μια συλλογή  από τις περισσότερο άγνωστες ή λίγο γνωστές.
  Επικέντρωσα κυρίως το ενδιαφέρον μου ως επί το πλείστον στις ονομασίες των κατσικιών, στο μαρκάρισμά τους (βούλα), και στις ονομασίες των τσαμπαλιών. (Κουδούνια).                            

Η ύπαρξη κατσικιών κυρίως πάνω στη Σύμη χρονολογείται από πολύ παλιά.
  Τα ζώα τότε βρίσκονταν όπως μαθαίνουμε σε άγρια κατάσταση.
  Αρκετοί περιηγητές τα μνημονεύουν στις αναφορές τους για τη Σύμη.
  Από παλιά λοιπόν υπάρχει αυτή η σχέση ανάμεσα στα κατσίκια κυρίως και τους Συμιακούς, οι οποίοι φαίνεται ότι από ένα διάστημα και μετά τα εξημέρωσαν, και τα χρησιμοποίησαν για τα προϊόντα που τους προσέφεραν.
  Αυτή λοιπόν η σχέση από τα παλιά χρόνια, δημιούργησε μια ομάδα ανθρώπων με ειδικά ενδιαφέροντα για τα κατσίκια, και με ειδικό κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους. Δημιούργησε ακόμα κάποια ειδικά εργαλεία, τα οποία μπορεί να μοιάζουν από περιοχή σε περιοχή, αλλά έχουν διαφορές στην ονομασία.

  Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει τη Συμιακιά γλώσσα των βοσκών, είναι η ποικιλία της ονομασίας των κατσικιών ανάλογα με τα χρώματά τους. Να σημειώσουμε εδώ, πως οι πλούσιες παραλλαγές χρωμάτων και σχεδίων στα κατσίκια, δεν συναντώνται συχνά σε άλλα μέρη με τα ανάλογα ονόματα. Η Κάρπαθος έχει τα δικά της ονόματα, τα οποία είναι και αυτά αρκετά σε αριθμό. ΄Ένα μάλιστα από αυτά, το «Φωκιά», έχει κοινή ρίζα με αντίστοιχο της Σύμης.



                                    
ΜΕΡΟΣ 3ο

Η ΒΟΥΛΑ (ΤΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ)

   Η βούλα, το μαρκάρισμα στα ζώα, γίνεται από τον ιδιοκτήτη, ώστε να τα αναγνωρίζει, έστω και αν βρεθούν ανάκατα με άλλα άλλων ιδιοκτητών.
  Ο κάθε ιδιοκτήτης, έχει να επιλέξει κάποιες σφραγίδες, ώστε να διαφοροποιεί τα δικά του ζώα από άλλων ιδιοκτητών, χρησιμοποιώντας ειδικά σχήματα, που πιστεύουμε ότι επέζησαν από πολύ παλιά - όπως δηλώνουν και τα ονόματά τους. 
  Για το σκοπό αυτό, επιφέρει ένα κόψιμο στο αυτί του ζώου, για να δημιουργήσει ένα σχήμα, το οποίο όμως σχήμα, μπορεί να είναι και επανάληψη του ίδιου σχήματος και στο άλλο αυτί, ή συνδυασμός δύο  ή τριών διαφορετικών  μαζί.
  Τα πιο συνηθισμένα σχήματα βούλας στο αυτί των ζώων είναι:
  Βερένι:  Το κόψιμο στο αυτί του ζώου γίνεται στα πλάγια, και αφαιρείται ένα κομμάτι σε σχήμα μισής έλλειψης. Αν είναι στην μπροστινή πλευρά του αυτιού λέγεται «Μπροβέρενο», αν είναι στην πίσω, λέγεται «Πισωβέρενο».
  Διφούρκι: Το αυτί του ζώου κόβεται και αφαιρείται ακριβώς στην άκρη του, ένα κομμάτι σε σχήμα V (οξεία γωνία), με την κορυφή της γωνίας να βλέπει προς τη βάση του αυτιού.
Κόκκα: Το αυτί του ζώου κόβεται στα πλάγια, και αφαιρείται ένα κομμάτι μισού κύκλου. Μετά την αφαίρεση μένει ένα σχήμα C.
  Αν είναι στην μπροστινή πλευρά του αυτιού λέγεται «Μπρόκοκκα», αν είναι στην πίσω πλευρά λέγεται «Πισώκοκκα».
  Κοτσόφτης: Στο αυτί του ζώου κόβεται η άκρη του στη κορυφή, και φεύγει ένα κομμάτι σε σχήμα Δ.
Ξικιστό: Γίνεται μια μαχαιριά, ένα κόψιμο «Ξίκισμα» στο μπροστινό, ή το πίσω μέρος του αυτιού.
Φτερό: Το αυτί του ζώου κόβεται στην κορυφή ακριβώς κάθετα και αφαιρείται ένα τρίγωνο σε ορθή γωνία L.
  Αν είναι από την μπροστινή πλευρά λέγεται «Μπρόφτερο», αν είναι από την πίσω πλευρά λέγεται «Πισώφτερο».
  Τώρα, αν κάνουμε όλους τους συνδυασμούς μεταξύ των και τις επαναλήψεις σε διαφορετικό αυτί της ίδιας βούλας, φτάνουμε σε ένα αριθμό που φτάνει και υπερβαίνει τα 400 διαφορετικά μαρκαρίσματα.

  Δηλαδή μεγάλη επιλογή, για τους βοσκούς, να διαλέξουν τη δική τους βούλα για τα ζώα τους, ώστε να τα αναγνωρίζουν μεταξύ τους.      


             
ΜΕΡΟΣ 4ο

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΤΣΙΚΙΩΝ

Τα κατσίκια, παίρνουν τις ονομασίες τους, από τα χρώματα κυρίως, από τα σημεία του σώματός τους στα οποία υπάρχουν αυτά τα χρώματα, αλλά και από τα διαφορετικά σχήματα που εντυπώνονται στην επιφάνεια του δέρματός των.
  Όμως, και εδώ είναι η μεγάλη πρωτοτυπία. Ο βοσκός της Σύμης, χρησιμοποιεί ακόμα και τους διαφορετικούς τόνους του κάθε χρώματος (αποχρώσεις) για να βγάλει την ανάλογη ονομασία, τα διάφορα στίγματα για να διαφοροποιήσει την ονομασία του, ενώ δεν ξεχνά να μεταφέρει στα ονόματα, σχήματα και αντικείμενα από τη καθημερινότητα. Έτσι δημιουργείται μια μεγάλη ποικιλία ονομασιών, παρά το ότι τα βασικά χρώματα που υπάρχουν στα κατσίκια είναι τρία - τέσσερα. 
  Σημειώνουμε και πάλι, ότι τα ονόματα, αφορούν τα κατσίκια, με τα οποία ο Συμιακός είχε μια σχέση από τα παλιά.
  Πριν ξεκινήσουμε τα ονόματα, θα πούμε ότι τα περισσότερα από αυτά βγαίνουν, έχοντας σαν δεύτερο συνθετικό της ονομασίας του ζώου, όλους αυτούς τους ιδιότυπους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν, αφού αναφέρουμε πρώτα τις βάσεις, τις ρίζες, πάνω στις οποίες θα στηριχθούν οι παραλλαγές των ονομασιών.
Να σημειώσουμε εδώ για το ¨κόκκινο" χρώμα που αναφέρουν, είναι ουσιαστικά καφέ σε διάφορους τόνους.
  Οι βάσεις λοιπόν, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι ονομασίες των κατσικιών, είναι οι εξής:

Αβλοήττα: Μαύρη με άσπρο και κίτρινο όχι καθαρό. (Η ρίζα αυτή δεν έχει παράγωγα ονόματα)
Βρακάτη: Μέχρι πριν τα πίσω πόδια μαύρη, και η υπόλοιπη άσπρη.
Καππαρή: Καφέ σε απόχρωση πιο ανοιχτό χρώμα από το κάστανο.
Καστανή: Καφέ σε απόχρωση όπως το κάστανο.
Καψαλή: Έντονο κόκκινο χρώμα..
Κεφάλοπη: Από τη μέση και προς το κεφάλι μαύρη, και πίσω άσπρη.
Κοβιά: Καφέ σκούρο από τα μπροστινά πόδια προς το κεφάλι, πιο ανοιχτό προς τη κοιλιά και πίσω, με επικαλύψεις του ενός χρωματικού τόνου στον άλλο, ενώ υπεισέρχεται πολλές φορές και χρώμα προς το κίτρινο μουντό.
Κόκκινη: Κόκκινη.
Κρατσάτη: Μαύρη με άσπρο πόδι.
Κουμμαρή: Σταχτί ανοιχτό προς το κρέμ.
Κουρνί: Μαύρη, με αποχρώσεις σε χρώμα σταχτί.
Μαντηλάτη: Άσπρη με μεγάλα μαύρα στίγματα.
Μαξελλάτη: Μαύρη με κόκκινα μάγουλα.
Μασκαλάτη: Μαύρη με ασπράδες στα πλευρά (μασχάλη).
Μαυροφρύδα: Άσπρη με μαύρα φρύδια.
Παρδαλή: Όλη μαύρη με άσπρα μεγάλα στίγματα.
Σκεπή: Σταχτί σκούρο (γκρίζο).
Σουμαράτη: Όλη μαύρη με μια ασπράδα στη ράχη.
Τζωνή: Όλη μαύρη με μια άσπρη ταινία (ζωνάρι), να διατρέχει όλη τη κοιλιά και τη ράχη.
Τσακκάρα: Μαύρη με άσπρο κούτελο. (μέτωπο).(Η ρίζα αυτή δεν έχει παράγωγα ονόματα).
Φοντονόρα: Όλη μαύρη με άσπρη ουρά.
Φωκκιά: Χρώμα κόκκινο θαμπό.
Χιολιά: Μαύρη με κοιλιά σε απόχρωση έντονου κόκκινου, και ασπρίζουν λίγο τα πόδια.
Χοχλιδάτη: Άσπρη με μικρά μαύρα στίγματα (όπως ο χοχλιός).

Ψαρή: Χρώμα σταχτί, με στίγματα μικρά.   


  
ΜΕΡΟΣ 5ο

  Είχαμε αναφέρει πιο πάνω, τις ονομασίες (βάσεις) των κατσικιών με τις αποχρώσεις που έχουν. (Θα τα επαναλάβουμε ονομαστικά μόνο για όσους δεν τα θυμούνται). «Αβλοήττα, Βρακάτη, Καππαρή, Καστανή, Καψαλή, Κεφάλοπη, Κοβιά, Κόκκινη, Κρατσάτη, Κουμμαρή, Κουρνή, Μαντηλάτη, Μαξελλάτη, Μασκαλάτη, Μαυροφρύδα, Παρδαλή, Σκεπή, Σουμαράτη, Τζωνή, Τσακκάρα, Φοντονόρα, Φωκκιά, Χιολιά, Χοχλιδάτη, Ψαρή».
  Τώρα, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους τα ονόματα σε συνδυασμό, βγαίνουν τα δεύτερα συνθετικά του ονόματος, προσδιορίζοντας και τη μεγάλη ποικιλία των ονομασιών.
Καππαρή: Καππαροκέφαλη, καππαρότζωνη, καππαροβράκατη, καππαροφρύδα, καππαροντονόρα, καππαρομάξελλη, καππαρομάσκαλη, καππαρόκοβια, καππαρομάντηλη, καππαροκρατσάτη, καππαρόχιολια, καππαροσούμαρη, καππαροπάρδαλη.
Καστανή: Καστανοκέφαλη, καστανότζωνη, καστανοβράκατη, καστανοφρύδα, καστανοτονόρα, καστανομάξελλη, καστανομάσκαλη, καστανόκοβια, καστανομάντηλη, καστανοκρατσάτη, καστανόχιολια, καστανοσούμαρη, καστανοπάρδαλη.
Καψαλή:  Καψαλοκέφαλη, καψαλότζωνη, καψαλοβράκατη, καψαλοφρύδα, καψαλοντονόρα, καψαλομάξελλη, καψαλομάσκαλη, καψαλόκοβια, καψαλομάντηλη, καψαλοκρατσάτη, καψαλόχιολια, καψαλοσούμαρη, καψαλοπάρδαλη.
Κοβιά: Κοβιοκέφαλη, κοβιότζωνη, κοβιοβράκατη, κοβιοφρύδα, κοβιοντονόρα, κοβιομάξελλη, κοβιομάσκαλη, κοβιομάντηλη, κοβιοκρατσάτη, κοβιόχιολια, κοβιοσούμαρη, κοβιοπάρδαλη.
Κόκκινη:  Κοκκινοκέφαλη, κοκκινότζωνη, κοκκινοβράκατη, κοκκινοφρύδα, κοκκινοντονόρα, κοκκινομάξελλη, κοκκινομάσκαλη, κοκκινόκοβια, κοκκινομάντηλη, κοκκινοκρατσάτη, κοκκινόχιολια, κοκκινοσούμαρη, κοκκινοπάρδαλη.
Κουμμαρή: Κουμμαροκέφαλη, κουμμαρότζωνη, κουμμαροβράκατη, κουμμαροφρύδα, κουμμαροντονόρα, κουμμαρομάξελλη, κουμμαρομάσκαλη, κουμμαρόκοβια, κουμμαρομάντηλη, κουμμαροκρατσάτη, κουμμαρόχιολια, κουμμαροσούμαρη, κουμμαροπάρδαλη.
Κουρνή:  Κουρνοκέφαλη, κουρνότζωνη, κουρνοβράκατη, κουρνοφρύδα, κουρνοντονόρα, κουρνομάξελλη, κουρνομάσκαλη, κουρνόκοβια, κουρνομάντηλη, κουρνοκρατσάτη, κουρνόχιολια, κουρνοσούμαρη, κουρνοπάρδαλη.
Σκεπή: Σκεποκέφαλη, σκεπότζωνη, σκεποβράκατη, σκεποφρύδα, σκεποντονόρα, σκεπομάξελλη, σκεπομάσκαλη, σκεπόκοβια, σκεπομάντηλη, σκεποκρατσάτη, σκεπόχιολια, σκεποσούμαρη, σκεποπάρδαλη.
Φωκκιά: Φωκκοκέφαλη, φωκκότζωνη, φωκκοβράκατη, φωκκοφρύδα, φωκκοντονόρα, φωκκομάξελλη, φωκκομάσκαλη, φωκκόκοβια, φωκκομάντηλη, φωκκοκρατσάτη, φωκκόχιολια, φωκκοσούμαρη, φωκκοπάρδαλη.
  Χιολιά: Χιολιοκέφαλη, χιολιότζωνη, χιολιοβράκατη, χιολιοφρύδα, χιολιοντονόρα, χιολιομάξελλη, χιολιομάσκαλη, χιολιόκοβια, χιολιομάντηλη, χιολιοκρατσάτη, χιολιοσούμαρη, χιολιοπάρδαλη.
Κλείνοντας με τις ονομασίες των ζώων, υπάρχει ακόμα η ονομασία «Κούτλης» ή «Κούτλες», για ζώα τα οποία δεν φέρουν κέρατα, ενώ όσα έχουν λέγονται «Κερατσάτα».
  Γιατί όμως πρέπει να ονομάζουμε τα ζώα με κέρατα και σε ζώα χωρίς κέρατα;
   Είναι για να έχουμε τη δυνατότητα σε δύο ζώα τα οποία μπορεί να ταιριάζουν περίπου τα χρώματά τους, με την ειδοποιό διαφορά των κεράτων αν υπάρχει, να τα ξεχωρίζουμε καλλίτερα.

  Ειδικά στα πρόβατα αυτό συμβαίνει περισσότερο, μια και δεν έχουν ποικιλία χρωμάτων.
                 

ΜΕΡΟΣ 6ο

ΤΣΑΜΠΑΛΙΑ

  Τα τσαμπάλλια (κουδούνια), μπαίνουν στο λαιμό του ζώου, για να μπορεί ανά πάσα στιγμή ο βοσκός ακούγοντας τον ήχο από το κουδούνισμά τους, να ξέρει που βρίσκονται, ή από το συγκεκριμένο ήχο ενός κουδουνιού, να γνωρίζει ποιο κατσίκι είναι.
  Ακόμα, ορισμένα είδη τσαμπαλιών τοποθετούνται, για  να  αναγκάσουν κάποια άτακτα κατσίκια, να μην έχουν τη δυνατότητα λόγω μεγέθους και βάρους, να κάνουν τα «δικά τους».
  Οι ονομασίες των τσαμπαλιών, προέρχονται  στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τον τόπο προέλευσής τους. Έτσι έχουμε:
 Μοραΐτικο από το Μοριά, Βενέτικο από τη Βενετιά, Πειραιώτικο από τον Πειραιά, το οποίο συναντάται και με την ονομασία Μαρμαριανό. Καρπάθικο από τη Κάρπαθο.
  Τσιρβάνι, Σκλαβέρι ( για το σκλαβέρι, ισχύει αυτό που είπαμε πιο πάνω, δηλαδή και από την ονομασία Σκλάβος – σκλαβέρι, αναγκάζει το ζώο λόγω μεγέθους και βάρους να γίνεται σκλάβος, δηλαδή να υποτάσσεται και να μη μπορεί να τρέξει εύκολα, ή να κάνει παράτολμες κινήσεις και πηδήματα).
  Λέρι, το μεγάλο λέγεται Λύρα (λόγω σχήματος), και η καταγωγή τους είναι από τη Κρήτη.
  Προυτζί, μονό – διπλό, (δηλαδή στο διπλό, το ένα που είναι μικρότερο, μπαίνει μέσα στο μεγαλύτερο), και υπάρχει και Κουλουντρό Προυτζί, λόγω σχήματος δηλαδή στρόγγυλο.
  Το σήμαντρο εσωτερικά που χτυπάει για να βγάζει τον ήχο λέγεται Σείστρο η ίδια ονομασία που είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες.
  Για να φτιάξει κάποιος τσαμπάλια, έπρεπε να ήταν τεχνίτης.
  Δεν μπορούσαν όλοι να φτιάξουν.
Γι’ αυτό και τα περισσότερα τα έφερναν απέξω.
  Από όσο γνωρίζουμε, ένας μόνο βοσκός έχει μείνει που ξέρει και φτιάχνει τσαμπάλια σήμερα στη Σύμη.

  Άλλωστε, όπως και πολλά πράγματα, μετά τη ραγδαία βιομηχανοποίηση των πάντων, και το κόστος που έχει πέσει λόγω της μαζικής παραγωγής, δεν συμφέρει κανένα να φτιάχνει χειροποίητα πια τσαμπάλια, και αναζητά τα εισαγόμενα. 
        


  ΜΕΡΟΣ 7ο

   Σταχυολόγησα ορισμένες λέξεις από το γλωσσάρι των βοσκών, και κυρίως αυτές που δεν είναι και τόσο γνωστές στον κόσμο. Δεν τις τοποθέτησα με αλφαβητική σειρά, αλλά όπως μου τις ανέφεραν οι βοσκοί 
  Κόμος: Μικρό περιτριγυρισμένο μέρος, που δημιουργείται πρόχειρα με πέτρες για τον περιορισμό λίγων (1-2) ζώων, με σκοπό να μεταφερθούν σύντομα. Η λέξη συναντάται και σαν ποκλείστρα. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν την πλευρά ενός μεγάλου βράχου, ώστε να κερδίζουν σε χρόνο και κόπο στο κτίσιμο, αλλά και για καλλίτερη στήριξη.
Αμολυτή: Μικρή ανοιχτή δεξαμενή (γούρνα) για το πότισμα των ζώων. Τις περισσότερες φορές οι αμολυτές έχουν εφάλμυρο νερό, γιατί οι βοσκοί ως συνήθως τις δημιουργούν όταν δεν υπάρχει πηγαίο νερό, σκάβοντας έναν λάκκο μερικά μέτρα βάθος (1-2 μέτρα) κοντά σε παραλία, και με τη διήθηση που περνά η θάλασσα μέσα από την άμμο, χάνει κάποιο ποσοστό από το αλάτι. Άλλωστε και τα ζώα, τακτικά πηγαίνουν και γλύφουν τα βράχια κοντά στη θάλασσα, για να πάρουν το αλάτι που τους χρειάζεται για τον οργανισμό τους.
Τζάλα: Με αυτή τη λέξη  εννοούν τις πατημασιές ή και τα χνάρια των ζώων, ενώ η λέξη άμποδα, υπονοεί και τις πατημασιές των ζώων, αλλά και το θόρυβο που δημιουργείται από αυτές.
Πέτζα: Απότομος και απόκρημνος βράχος. Η ονομασία ήταν η ίδια και στη Βυζαντινή εποχή (Πέζα – Πέτζα). «Επετζώθη το τζο», λένε οι βοσκοί στη Σύμη, εννοώντας ότι παγιδεύτηκε σε απότομο βράχο, και δεν μπορεί να κατέβει
  Σακάτζω: Με το ρήμα αυτό εννοούν τη διαδικασία κατά την οποία,  περιορίζουν, απαγορεύουν, σταματούν (ποκόβγουν) τα ρίφια, και δεν τα αφήνουν να θηλάζουν πλέον.
Κοτσεύγω: Με το ρήμα αυτό, εννοούν το φευγιό του βοσκού σε άλλη περιοχή. «Εκότσεψε το Μιχαλιό» λένε. Μετέφερε δηλαδή τα ζώα του αλλού.
Σταλίστρα: Σκιερό μέρος που «σταλιάζουν», που σταματούν τα ζώα. Ως συνήθως είναι κάτω από βράχια.
Γκαλεύγω: Μαζεύουν τα θηλυκά ζώα για να πάρουν το γάλα, ενώ τα αρσενικά σφάζονται. «Εγκάλεψεν ο Θιλήμονας».
Μαρόπι:  Θηλυκό ζώο, που δεν έχει συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής.
Έγκαλη – Έγκαλες: Ζώα που έχουν γάλα.       




                                             ΜΕΡΟΣ 8ο

Το ότι οι βοσκοί έχουν ειδικό κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, φαίνεται και από την παρακάτω ιστορία, που μου την διηγήθηκε ο Στάτης Τσαβαρής (Κωσταλιός).

 Γιαυτόν δε που δεν γνωρίζει, είναι δύσκολο να καταλάβει αν δεν του τις εξηγήσουν.
  Βοσκός στέλνει στον αδελφό του πράγματα με κάποιο καινούργιο βοηθό που έχει, αλλά δεν χρησιμοποιεί  τις ονομασίες που ξέρουμε και μας είναι γνωστές. Χρησιμοποιεί αλληγορικά ορισμένες λέξεις, που υπονοούν τα αντικείμενα ή το περιεχόμενό τους.
    Του   στέλνει   λοιπόν   ένα  μύλο  τυρί,  ένα ασκί  από  δέρμα κατσίκας  γεμάτο γάλα και έναν πετεινό.
  Γράφει λοιπόν σε ένα χαρτί που το δίνει μαζί με τα πράγματα στο βοηθό του.
«Σου στέλνω το φεγγάρι (δηλαδή το μύλο το τυρί), το δερμάτι της κατσίκας (το ασκί με το γάλα), και το λαούδι της νύχτας (τον πετεινό)».
  Ο βοηθός του, άνοιξε στο δρόμο το σημείωμα, και διάβασε ότι έγραφε το αφεντικό του.
  Πουθενά όμως δεν έγραφε τι πράγματα στέλνει στον αδελφό του. Αυτά που διάβασε, του φάνηκαν ακαταλαβίστικα.
  Σκέφτηκε λοιπόν πως δεν θα καταλάβαινε ο αδελφός του αφεντικού του, αν έπιανε κάτι από τα πράγματα που προορίζονταν γι’ αυτόν.
  Έκοψε λοιπόν το μύλο το τυρί στη μέση και πήρε το μισό,  ήπιε το μισό γάλα από το ασκί, και τον πετεινό ούτε και που τον φανέρωσε καθόλου.
  Ο αδερφός του βοσκού, μόλις πήρε τα πράγματα και τα είδε και διάβασε το σημείωμα, κάθισε και απάντησε στον αδελφό του, για να πάρει πάλι πίσω το σημείωμα ο βοηθός.
Του γράφει λοιπόν:
  «Το φεγγάριν ήτο μισό. Το δερμάτι, τάντουλα προς τάντουλα, και το λαούδι της νύχτας, μη εφάνη μη εκούστη».        
                                         


 ΜΕΡΟΣ 9ο

Κλείνοντας την ενότητα με τα ποιμενικά της Σύμης, θα αναφερθούμε σε ένα εξάρτημα των βοσκών, το οποίο το χρησιμοποιούσαν οι παλιοί βοσκοί, και κυρίως όχι όλοι, γιατί ήθελε αντίληψη του χώρου και κυρίως επιδεξιότητα.
  Και αυτό το εργαλείο, εξαφανίστηκε, μια και η χρησιμοποίησή του πλέον δεν είναι εφικτή, για τους πολλούς λόγους τους οποίους επικαλεστήκαμε στην αρχή της μελέτης των ποιμενικών της Σύμης.
  Το εξάρτημα αυτό ήταν η σφεντόνα. Την χρησιμοποιούσαν για να ρίχνουν πέτρες στα ζώα και να τα κατευθύνουν εκεί που ήθελαν.
  Ο ρόλος όμως της σφεντόνας από παλιά ήταν πολεμικός, και έτσι τη συναντάμε στην ιστορία. Μας είναι γνωστή η σφεντόνα του Δαυίδ με την οποίαν νίκησε το Γολιάθ, ενώ ξέρουμε πως παλιά, υπήρχε ειδικό σώμα «Σφενδονιστών» ακόμα μέχρι και τον 16ο αιώνα μ.Χ.
  Επιδέξιοι σφενδονιστές στην Αρχαία Ελλάδα ήσαν οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Ακαρνάνες, οι Θεσσαλοί και οι Ρόδιοι.
  Είναι γνωστόν ότι Ρόδιοι σφενδονιστές εθελοντές, υπηρετούσαν τον Αιγύπτιο Φαραώ Ψαμμήτιχο. (Οι άρρηκτοι δεσμοί που υπήρχαν από παλιά μεταξύ Σύμης και Ρόδου, νομίζουμε ότι δεν υστέρησαν ούτε και στον πολεμικό τομέα).
  Έτσι διαβλέπουμε πίσω από τη σφεντόνα των Συμιακών βοσκών, το πολεμικό όπλο που άλλαξε ο χαραχτήρας του μόλις ξεπεράστηκε από άλλα πολεμικά όπλα, και βρήκε στα χέρια τους την ειρηνική της χρήση.
Η σφεντόνα, δεν είναι η σφεντόνα των παιδικών χρόνων με το ξύλινο δίχαλο και τα λάστιχα. Είναι μια δερμάτινη κατασκευή, που απαιτεί τέχνη και διαδικασία στη κατασκευή της, καθώς και ειδική τεχνική στη χρησιμοποίησή της.  Αποτελείται από το «κόκκαλο», το μέρος της σφεντόνας όπου μπαίνει η πέτρα – βλήμα, δηλαδή το μεγάλο χαλίκι (χόχλακας) προς εκσφενδόνιση.
  Το κόκκαλο αποτελείται από δύο δέρματα ιδίου σχήματος, (ρόμβος) που ενώνονται μεταξύ τους για μεγαλύτερη αντοχή.
   Αυτό που τα ενώνει και τα κρατάει μαζί, είναι το «συρίμι», ένα κορδόνι πλεγμένο από 4 κλώνους ψιλό δέρμα, που στο σημείο του κόκαλου αρχίζει να ανοίγει ακτινωτά, περνώντας διαδοχικά μέσα από οπές και στα δύο φύλλα δέρματα του κόκαλου. 
  Έτσι ράβονται και τα δύο δέρματα μαζί, και προς το κέντρο εσωτερικά οι άκρες των κλώνων καταλήγουν σε κόμπους για να σταθεροποιούνται. Στη μια άκρη το συρίμι καταλήγει σε θηλιά, στην οποία περνά το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του σφενδονιστή. Στην άλλη άκρη μαζί με τους κλώνους του συριμιού, πλέκεται ταυτόχρονα προς το τέλος ένα κομμάτι δέρμα πλάτους στη φαρδιά πλευρά, όχι πάνω από 2 εκατοστά και μήκους 14-15 εκατοστά. Αυτό το κομμάτι δέρματος λέγεται «σφελάτσο», και κρατιέται από το χέρι του σφενδονιστή, ανάμεσα στο μικρό δάκτυλο και τον παράμεσο, και μετά την περιστροφή, αφήνεται για να φύγει το βλήμα με δύναμη και να χτυπήσει το στόχο.
   Να πούμε ότι το συρίμι, απαιτεί ειδική διεργασία για τη κατασκευή του. Αφού σφαγεί η κατσίκα, βγάζουν το δέρμα, το τυλίγουν σε ρολό, και το αφήνουν μέχρι να αρχίσει να μυρίζει.
  Μετά το παίρνουν και το κόβουν με το «ταχρά», (εργαλείο κρεοπώλη) σε μεγάλες φαρδιές λουρίδες γύρω στα 6 – 8 εκατοστά περίπου.
  Ύστερα με μικρό μαχαίρι φαλτσέτα, το κόβουν σε ψιλούς κλώνους, πάχους όχι πάνω από 3 χιλιοστά.   
Η δύναμη και η αντοχή του συριμιού είναι παροιμιώδης. Άλλωστε υπάρχει και η γνωστή Συμιακιά φράση «συρίμιν είναι» που χαρακτηρίζει  κάτι  ή  κάποιον,  για  να  δείξει το μέγεθος της δύναμης και της αντοχής του.


                                                                              
                   
ΜΕΡΟΣ 10ο

 Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους βοσκούς που βοήθησαν να σταχυολογήσω όλα αυτά που παρουσίασα, και δυστυχώς, όλοι τους έχουν φύγει από τη ζωή. Ιδιαιτέρως θέλω να ευχαριστήσω το Καρακατσάνη Κυριάκο, που κουράστηκε να απαριθμεί ονομασίες κατσικιών και βοήθησε στις ονομασίες της βούλας (μαρκαρίσματος) και των τσαμπαλιών.  Το Τσαβαρή Κ. Στάτη (Κωσταλιό), που βοήθησε στις ονομασίες της βούλας, και μου είπε την ιστορία με το βοσκό και τον αδελφό του, και βοήθησε στο γλωσσάρι των βοσκών.
Το Τσαβαρή Μιχάλη (Λίρη), που βοήθησε στο γλωσσάρι βοσκών, και μου γνώρισε τη σφεντόνα, τη κατασκευή και τη χρησιμοποίησή της. Το Τσαβαρή Γαβριήλη (Καναβάρη), που βοήθησε στα τσαμπάλια.
  Χωρίς αυτούς, θα ήταν αδύνατη σήμερα η παρουσίαση των ποιμενικών της Σύμης.
  Επί τη ευκαιρία θάθελα να τονίσω, πως οι Τσαβαρήδες, επώνυμο από τα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα της Σύμης, και ένα από τα πρώτα όπως λένε, έχει μεγάλη παράδοση στην ποιμενική ζωή.  Είναι αδιανόητο ακόμα και στη σημερινή εποχή να συναντήσεις «Τσαβαρή», και να μην έχει ή να είχε κάποια εμπειρία από τη ζωή του βοσκού.
  Οι ίδιοι τονίζουν μάλιστα, ότι όλοι οι Τσαβαρήδες που διαθέτουν ζώα, οποιαδήποτε άλλη  βούλα και να χρησιμοποιούν, πάντα όλοι έχουν βούλα «φτερό» στο δεξί αυτί, θέλοντας με αυτό να δείξουν την κοινή καταγωγή τους από ένα πρόγονο.               

Αφιερωμένο, στους βοσκούς που ανέφερα πιο πάνω, και σε όλους τους παλιούς βοσκούς, που μοχθούσαν νύχτα μέρα, κάτω από αντίξοες συνθήκες να επιβιώσουν, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, κάνοντας αν η ανάγκη το επέβαλλε τις πέτρες για μαξιλάρι, και τις αλισφακιές για στρώμα,  έχοντας για παρέα τα ζώα τους, τη μοναδική τους περιουσία, που έπρεπε να τη διαφυλάξουν με κάθε τρόπο, ώστε να ζήσουν την οικογένειά τους.
  Άλλωστε είναι γνωστό, πως στον πόλεμο, οι βοσκοί της Σύμης συνεισέφεραν  τα μέγιστα, στο να κρατηθούν στη ζωή τις μέρες της πείνας πολλές οικογένειες συμπατριωτών μας.
  Δεν έγραψα για τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία του γάλακτος, επειδή έχουν γραφτεί από άλλους κατά καιρούς, αλλά και γιατί εμένα με ενδιέφερε, να προλάβω να καταγράψω τις ονομασίες των κατσικιών, της βούλας και των τσαμπαλιών, πριν χαθεί και ο τελευταίος παλιός βοσκός της Σύμης. 
                                            ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ


Related

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 3217181405429155197

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item