ΑΞΙΝΙΣΤΡΕΦΕΣ

  Η ΜΑΣΚΑ  Η γιαγιά αποφάσισε μαζί με την εγγονή το Λενάκι, να πάνε μια βόλτα να ξεκάνουν, και αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθήσουν τις δεσμε...

 

Η ΜΑΣΚΑ

 Η γιαγιά αποφάσισε μαζί με την εγγονή το Λενάκι, να πάνε μια βόλτα να ξεκάνουν, και αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθήσουν τις δεσμεύσεις με τα μέτρα για τον κορωνοϊό, καθώς βγαίνουν από την εξώπορτα του σπιτιού τους.

 

- Γιαγιά, βάλε τη μάσκα σου.

- Θωρώ τη δα.

- Βρε γιαγιά, στο χέρι τη βαστάς. Ππως τη θωρείς μαθές;

- Μωρή Λενάκι, εθάρου κι έλεες τη μάσκα με τα γόντια μου. Καλά έλεα εγώ α κάτσω στο γιαττάκι μου. Τεμπου θελα α σου κούσω άβγω όξω στο σπάτσο α ξησκάσω που μούπες.

- Ξέεις α τη βάλεις, για α σε βοηθήσω;

- Πολεμώ μώρη Λένιο αλλά ενημπλέπω.

- Χα! Χα! Χα!

- Ποιος γελά μωρή Λενάκι;

- Ένας άθρωπος που περνά.

- Γιατί μωρή εγέλα;

- Μα είναι και του γέλιου καλέ γιαγιά μέουτο πούκαμες; Ππως αμπλέπεις πούβαλες μέσα στη μάσκα και τα γυαλιά;

- Να στράτησε με δα ππως α τη βάλω, γιατί έχω τα ματογυάλια μου και γκλώνει  συνέχεια πάνω.

- Εντάξει γιαγιά ναι τώρα;

- Εβάλαμέ την με τα χίλια τζόρια.

-  Μια χαρά ναι. Να και το Τζαμπιώ πούρκεται.

- Πούντη μωρή;

- Εν τη μπλέπεις καλέ πούρκεται;

- Μπλέπω μια με μια μάσκα, αλλά  είναι το Τζαμπιώ;

- Αυτή ναι καλέ γιαγιά.

- Μωρή Τζαμπιώ!! καλημέρα. Αγνώριστες μωρή εγίνημε.

- Καλέ γιαγιά, γιατί έβγαλες τη μάσκα σου τώρα;

- Ππώς μωρή α μιλήσω με το φίμωτρον έουτο στο Τζαμπιώ;

- Τι θέλεις, α μας γράψου;

- Μωρή Λενάκι, να χάντες α πάμεν να σολαϊστούμε, γιατί εγώ ενημπορώ με τη μουστουχιάν έουτη του γαδάρου. Πιο καλά θατον νάμαστο καμουτζέλες κρυφές - μέρες πούναι - α μη μας γνωρίτζου κιόλας, και γόχι με τη μάσκαν έουτη πούμμεττεν ολοφάνερες καμουτζέλες και κοϊνέρου μας  κι αο πάνω... 


ΦΤΟΝΙΑΡΗΔΕΣ

- Τε μπου λέου πιο σήμερα στο Φέσι μπου που θωρείς μωρή Λενάκι;

- Τα ίδια και τα ίδια γιαγιά.

- Εσύ μωρή, ε βάλλεις μέσα τίποτε;

- Ππως, βάλλω φωτογραφίες.

- Να δείξε μου μια πούβαλες;

- Κάτσε α βρω μια γιαγιά α σου τη δείξω.

Το Λενάκι, ψάχνει παλιές δημοσιεύσεις της, και εντοπίζει μια φωτογραφία που έχει ανεβάσει, και δείχνει τον Ευαγγελισμό και το Χαράνι, τραβηγμένη από ψηλά.

- Να γιαγιά, αυτήν έβαλα την μέσα πριν από μια βδομάδα.

- Και πόσα λάϊ σου κάμα, καμμιά διακοσαριά;

- Γόχι, μόνον οκτώ.

- Καλέ μόνον οκτώ, για την παράμορφη έουτη φωτογραφία;

-Ινναί.

- Να δείξε μου καενούς άλλου που του κάμα πολλά λάϊ;

- Να αυτή εδώ γιαγιά η φωτογραφία, έχει μαέψει τετρακόσα λάϊκ.

- Ποια μωρή, αυτή η κατταπούλα που θορρώ εμάεψε τόσα πολλά; Μ’ αυτή ενημπλέπεται. Εξόν πούναι θολή, που εξανακούστη τα κεραμίδια στα σπίτια της Σύμης α ναιν ολοκόκκινα, τ’ανέφαλα καναρινιά, κι η θάλασσα λιλά της Μεάλης Παρασκευής; Εν έχει πάνω της, ένα τόσο δα που νάναι μπελί και να γιτίτζει με τα χρώματα πούχουμε.

- Τι να κάουμε γιαγιά, έτσι γίνεται. Εξαρτάται ποιος την έβαλε.

- Δηλαδή, αυτοί οι τετρακόσοι, θορρού μόνο ποιος την έβαλε, και γόχι αν είναι ωραία;

- Κάπως έτσι γίνεται.

- Ε τότε ταλοιπονίς θα πει ότι, εν η σκαμπάτζουν να ξεδιαλύνουν αν είναι όμορφη μια φωτογραφία για γόχι.

- Γιαγιά, υπάρχουν συμπάθειες και αντιπάθειες. Κάποιοι που βάλλουν ωραίες φωτογραφίες, ε θα πει ότι ττες και καλά θα τους κάμου λάϊκ επειδή είναι όμορφες, γιατί μπορεί να μην τους χωνεύγου.

- Α! πε μου δα ετσιά για να καταλάβω!!! Άρα, ο μύθος τι δηλοί; Ότι επί τούτου το κάμνου, γιατί είναι φτονιάρηδες, πουτζάρηδες και τζηλεύγου, και φοούνταιν α μη τους κοπεί το μούτι που θα κάμου λάϊ. Σου λέει, γιατί α φανεί έουτη πιο πολύν από μένα; Παντού τα γίδια και τα γίδια, ακόμα και στο φέσι μπου. Κακίες και τίποτε άλλο. Σιγά που θα το φήναν ετσιά α μην το μαειρήσου. Ε κάμαν το κι αυτό σαν τα μούτρα τω... 

ΚΑΛΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ 

- Να πιάε μωρή Λενάκι και νοίξε το μαραφέττιν έουτο, α δούμε τε μπου γράφουν έουτες οι σασέρες. Α με γύρευγε πάλαι τε μπου ναελού.

Το Λενάκι μπαίνει στο φέϊς μπουκ, και καθώς κοιτάζει μια φωτογραφία, την σταματά με το χέρι της η γιαγιά της.

 - Μωρή Λενάκι, αυτή ε είναι το Μαριώ;

- Ινναί, ετσιά γράφει αοπάνω.

- Αυτή μωρή θάναι και 200 χρονώ λαός. Γιατί εβάλα τη φωτογραφία της;

- Γράφει ότι επέθανε.

- Ε την κακομοίρα. Καλή γυναίκα το. Ο θεός α τη συγχωρέσει. Και τε μπου γράφου πιο από κάτω;

- Ξέεις δα γιαγιά, τα συνηθισμένα. Συλλυπητήρια και καλό Παράδεισο.

- Τι καλό Παράδεισο;

- Ετσι α γράφου όταν πεθαίνει καένας τώρα τελευταία.

- Τι αρλούμπες είναιν έουτες; Γιατί υπάρχει και κακός Παράδεισος; Άλλο πάλε και ούτο. Ή Παράδεισος θάναι ή Κόλαση.

Αυτοί καλέ οι καινούργιοι α με χασολοήσου. Α βγάλου θέλου σκάρτα κι αυτά που λέαν οι παλιές φυλλάδες απου το καιρό του Νώε. 

ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΡΟ

- Τεμπου λέου μωρή Λενάκι σήμερα στο φέσι μπουκ;

- Διάφορα.

- Κάηται μέσα κι η Αννίκα;

- Ιναί.

- Και το Γιωργί;

- Ιναί.

- Και το Τζαμπιώ;

- Ιναί.

- Και τεμπου βάλα, φωτογραφίες;

- Ιναί. Έβαλε το Τζαμπιώ κάτι παλιές φωτογραφίες της οικογένειάς της, και γράφου από κάτω πολλά και διάφορα.

- Αυτό δα, έθα τόκαμνα ποττέ μου. Καούντε και σκαλού τους μπαούλους και τις κασέλες και ξηθάβγου τους νεκρούς με τις φωτογραφίες, και βγάλου ντα πιο γούλα στη φόρα. Γιατί μωρή διακοινώνητε σε γούλους τα κειμήλιά σας;

Ενέχητε άλλη δουλειάν α κάμειτε; Α μαειρέψητε, α πλύνητε ρούχα, πιάτα, α σκουπίσητε;

- Καλέ γιαγιά, γούλα πιο αυτά που λέεις, κάμνουν τα με ηλεκτρικά μηχανήματα. Έχου πλυντήριο ρούχων, πιάτων, ηλεκτρική σκούπα, ηλεκτρικό φούρνο, μικροκύματα κι ένα σωρόν ευκολίες.

- Μαχώς. Γι’ αυτό ταλοιπονίς τις θωρούμε εδωνά μέσα στο μαραφέτιν έουτο γούλες και γούλους και παίτζου τα χείλη τους. Όποτε το νοίξεις, μέσα θα κάηται το Τζαμπιώ, το Γιωργί, τ’ Ανουλί, τ’ Αποκουγιώ, και θα λέει η μια το κοντό της κι η άλλη το μακρύ της. Φοούνταιν αφύουν από μέσα, α μη τους βάλουν απουσία;

Θαρρείς και καούνται με τον τσιφτέ και βαστού καραούλι. Παραφυλάου σα τους γλεπιούς, σα τους κυνηγούς πότε θα πει καένας τίποτε, α τρέξουν α τα ποσώσου κι ας είναι κι απου το σωρό. Ας μιλήσου με κι ας είναι…


Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΠΑΝΝΕΝΙΑ

- Μωρή Λένιο, τι παράμορφη φωτογραφία είναι έουτη; Ποιος την έβαλε;

- Η Αοπαντή.

- Ποια καλέ Αοπαντή, η γνωστή Αοπαντή;

- Ιναί.

- Εέ, ξέει καλέ η Αοπαντή και κάμνει τέτοια πράματα; Μπράβο

Αοπαντή!!! Και τε μπου γράφει πιο από κάτω;

- Περίμενε γιαγιά α κάμω τη μετάφραση γιατί είναι στα Εγκλέτζικα.

- Καλέ, στην Αγγλία κάητε η Αοπαντή;

- Γόχι στη Σύμη.

- Μωρή, αυτή το χούλα και μπούφα στο σκολειό, κι εβγάλαν την γιατί επόμενε συνέχεια στην ίδια τάξη. Εμίλα, κι εν την εκαταλαβαίναμε τε μπούλεε. Αλαμπουρνέτζικα. Σάτρα – πάτρα. Τώρα ξέει και γράφει και Εγκλέτζικα;

- Έτσιά τα γράφου γιατί είναι της μόδας.

- Ποιο μωρή είναι της μόδας, α γράφουν εγκλέτζικα; Εδώ ενέξεεν α βγάλει τα μάτια της με τα Ελληνικά, τα Εγκλέτζικα την εμαράνα.

- Καλέ γιαγιά, ντιγράφουν τα από άλλους και τα βάλλου.

- Πε μου δα έτσιά α το καταλάβω. Δηλαδή κάμνου μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα. Κι ακό, με κάτι τέτοιες αρλούμπες που τσαμπουνού γούλες έουτες, εξηάσαμε κι αυτά που ξέαμε, κι εκαταντήσαν τη γλώσσα μας παννενία!!!


ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ 

- Μωρή Λενάκι, τε μπου λέου πάλε σήμερα σ’ έουτο το μαραφέττι που πασπατεύγεις;

- Διάφορα.

- Δηλαδή;

- Να απου το πρωί λέου καλημέρα στους φίλους τους.

- Ωραία ναι α λέεις κάθα μέρα «καλημέρα», αλλά, άλλο να θωρείς τον άθρωπο και να του τη λέεις, κι άλλον α την ηγράφεις. Εγώ μωρή Λενάκι, θα βαριούμουν α γράφω κάθα μέρα «καλημέρα» στη τύχη.

- Ο καθένας, κάμνει ότι του ρέσκει γιαγιά.

- Σωστά δα. Μ’ εκείνη η φωτογραφία πούχει τη Σύμη από ψηλά τεμπου γράφει πιο από κάτω.

- Γράφει, «Καλή και ευλογημένη μέρα».

- Ποιος παπάς την έβαλε;

- Έ είναι καλέ παπάς, γυναίκα την έβαλε.

- Γυναίκα την έβαλε και γράφει «Καλή και ευλογημένη μέρα»;

- Ιναί.

- Μόνον ο Δεσπότης κι οι παπάδες καλέ εν ευλογού; Τώρα επιτρέπεται και σε «αργούς»;

- Καλέ γιαγιά, τεμπα σου πω τώρα…

- Τεμπα μου πεις ταλοιπονίς; Άδικον έχω; Εδώ μέσα πιο, εκάμητέ τα αναχούχλι το χουχλί. Άκρια δε βρίσκεις. Αχταρμά τα κάμητε.


Ο ΑΟΠΑΤΟΣ 

- Να βάλε μωρή κοράκι μου έουτο το μαραφέττι, α δούμε τε μπου κάμνου σήμερα οι μελόφιες;

 Το Λενάκι η εγγονή, μπαίνει στο ίντερνετ, και στο φέισμπουκ που ενδιαφέρει τη γιαγιά την Αννίκα, και αρχίζει να παρουσιάζει, ότι έχουν ανεβάσει μέχρι τώρα.

  Κάποια στιγμή, τη σταματά η γιαγιά βλέποντας μια φωτογραφία και λέει:

- Είδες μωρή κοράκι μου τε μπου διαφημίτζου τώρα; Αοπάτους παράμορφους με πλακάκια που στράφτου. Πού εμείς στην εποχή μας νάχαμε τέτοια μεαλεία.

- Έ είναι καλέ γιαγιά διαφήμιση. Ο Τάδε λέει ότι ετελείωσεν η τουαλέττα του, κι έβγαλέν τη φωτογραφία.

- Ποιος τάδε, εκείνος πουτο τσοπάνης;

- Ινναί, εκείνος.

- Με μπορώ α το κλείσω το ρημάδι μου το στόμα; Εν η μπορώ.  Καλέ, εξήασε που πααίνναμε γούλοι κι έστέναμε τον κώλο μας πίσω απου τα γκρεμμάρια  και μέσα στα χαλατά, και ποσίρναμέ τον με πέτρες;

Μετά ήρτεν ο Γαϊτάνος καλή του ώρα του αθρώπου με τις εφημερίδες, και όποτε εβρίσκαμε καμιά παλιά, επιάνναμεν τη, και ο κώλος μας εγίνετο απου το μελάνι που βγάλλα τα γράμματα, σαν το τσουκκάλι, σουδί μαύρος, καταχανάς, τζουντάνι.

  Ο αόπατος μας ήτον ο ουρανός. Τώρα μαθές, τι χρειάτζουνταιν οι κόρδες και τα φούτου – φούτου. Σε ποιόν τα μοστρέρει;

Έκαμες αόπατο, παλουκκώσου στο διμιτάλι σου, και χέτζε όσο θέλεις. Βγάλε και τον κωλοφατζά σου που λέου.

Αλλά έτσι α ναι. Είδε καένα φράγκο απου τα μαϊδιά που δώννει η ΕΟΚΑ, και θέλει α μοστράρει ότι έχει η τζέπη του.

Καλά τα λέαν οι παλιοί. «Θεέ μη δώκεις του φτωχού πόρτα και παλαθύρα, και πάπλωμα και σκεπαστεί, και πάρει το και γκρεμοφοριστεί.».....


ΔΙΚΕΟΡΟΣ 

- Γιαγιά, φώναξε το Λενάκι, α βάλω θέλω φέϊσμπουκ, θέλεις άρτεις;

- Ρωτάς το κιόλας. Εδώ είναι πιο κάλενα κι απου τη τελεόραση που σου πιπιλού το μυαλό με τις διαφημίσεις, και με τις αρλούμπες που λέου. Εδώ μαθές, ξέεις και ποιός τις λέει, και μορφοστολίτζεις τον ετσειά που πρέπει. Αλλά κι εσύ μωρή Λενάκι, κάθε βολά λέω σου ν’ απαντήσεις και ε θέλεις.

- Γιαγιά, αυτά τάπαμε και τα συμφωνήσαμε. Μπορεί νάχεις δίκιο σε πολλά, αλλά άμα απαντήσω, θα είναι σαν να τα γράφω εγώ, και θα κούσω τα σκολιανά μου μετά.

- Καλά ταλοιπονίς. Μωρή Λενάκι, ξέεις τε μπούθελα α σε ρωτήξω; Τεμπου ναιν έουτα κάτω απου τις φωτογραφίες που γράφου;

- Ποιά καλέ γιαγιά;

- Τι είναιν εκείνα τα νούμερα;

-  Αυτά γιαγιά είναι τα λάικ.

- Τι είναι πάλε αυτά τα Λάι.

- Άμα σου ρέσκει η φωτογραφία, ή αυτά που γράφει ο άλλος, πατάς εκείνο δά το χεράκι που θωρείς, και κάμνεις λάικ. Όσοι κάμνου μετρά τους, και συνέχεια μεγαλώνει το νούμερο. Εδώ που λέει 65, θα πει ότι σε τόσους ρέσκει αυτή η φωτογραφία μέχρι τώρα.

- Μαχώς!!! Και τι γράφει πιο εκείνη μέσα στο μπλε κάντρο;

- Λέει κάτι για τη ζωή.

- Μωρή Λενάκι, εδώ μέσα, οι πιο πολλοί θάναι σπουδαγμένοι, γραμματιτζούμενοι. Που πάμεν α ξαμωθούμε εμείς μέουτους;  Είπα σουτα δα κι άλλη βολά, άμα εμ με βγάλαν απου τη Δευτέρα τάξη για να βαϊλίτζω τ’αέρφια μου, τώρα θάμου δικεόρος. Αλλά τε μπου λιμένεις με 11 αέρφια. Κι ακο έλε γκ η μάνα κι ο αφέντης μου. Τέμπα κάουμε, ο θεός τα στέλει. Εξέαμεν εμείς; Επαντρεύτει με κι εμάθαμεν ππως, αμα ε βάλλεις κι εσύ το χεράκι σου, εθθα σου τα στείλει ο θεός.  Γι’ αυτό μωρή κοράκι μου κι εσύ, θώρε καλά. Τα μάτια σου δεκατέσσερα.

- Αστο καλέ γιαγιά. Τώρα απου το δημοτικό ξέου γούλοι ππως γίνονται τα μωρά. Μετά τα μαθαίνουν και στο σκολειό.

- Με εν τα θορώ μαθές στους δρόμους, άλλος α μου τα πει. Αυτές οι φούστες που φορού, συνέχεια κοντένου και κοντένου, και κοντεύγουν πιο α φτάσου  στ’ αφάλι τους. Γράψε το αυτό που θα σου πω. Σε λλίο θα φορού ρούχα, όππως αυτή τη κόλλα που τυλίαμε τα πεσκέσια, κι α φαίνουνται γούλα τους από μέσα.

Εχάλασεν πιο ο κόσμος!!! Γι ‘αυτό μωρή Λενάκι μου κι ο θεός εν το λεβαρίτζει α μας πέμπει συνέχεια σεισμούς, πλημμύρες, φουρτούνες, αρρώστιες, κι ένα σωρό άλλα σκουλαμέντα.


Related

ΤΕΧΝΕΣ 6404791626000567004

Δημοσίευση σχολίου

emo-but-icon

Σχετικοι Συνδεσμοι

Προσφατα

item